-Μαμά, τι είναι φοιτητική ζωή;
της Εύας Σοφουλάκη
Από μικροί ακούγαμε πως όταν περάσουμε στο πανεπιστήμιο ”θα ζήσουμε φοιτητική ζωή”
, σαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Χρόνια που ο καθένας ασχολείται με ό,τι τον γεμίζει, όποτε θελήσει και όσο θελήσει καθώς και κάνει τις πιο πολλές γνωριμίες και παρέες.
Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει σε μέσα από τα μάτια ενός φοιτητή όταν ο ίδιος βλέπει την ζωή του να μην αλλάζει προς το καλύτερο και το πιο ενδιαφέρον, αλλά να δυσκολεύει ακόμη περισσότερο, να τον γεμίζει με άγχος ανασφάλεια για το ίδιο του το μέλλον.
Ο νέος σήμερα, μέσα σε ένα κλίμα πίεσης για να τελειώσει την σχολή του στα προβλεπόμενα χρόνια (που είναι συνήθως ανεπαρκή για κάποιες σχολές) , φτάνει σε ένα σημείο που στη ζωή του πρωταγωνιστεί μόνο η σχέση που έχει αυτός με την επιστήμη του, ενώ όλοι οι άλλοι τομείς να παραμερίζονται λόγω πίεσης χρόνου. Δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με άλλου είδους δραστηριότητες που πάντα τον ενδιέφεραν, δεν έχει χρόνο να βγαίνει με φίλους, ούτε να ερωτεύεται.
Παράλληλα με όλη αυτή την πίεση για να τελειώσει την σχολή του συνειδητοποιεί πως η προσπάθεια του δεν έχει νόημα, αφού πρόκειται να ανεβάσει και αυτός με την σειρά του το ποσοστό ανεργίας στην χώρα. Δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του μετά από δέκα χρόνια. Δεν ξέρει τι δουλειά θα κάνει, δεν ξέρει αν δουλεύει, ούτε αν θα είναι στην Ελλάδα. Το μέλλον του δεν προβλέπεται μαύρο, ούτε γκρί, δεν προβλέπεται καν.
Μιλάμε λοιπόν για μια καθημερινότητα άγχους, εντατικοποίησης και γενικότερης κατάθλιψης που οδηγούν τον νέο να επιλέξει έναν ατομικό δρόμο, που έχει ώς συνέπεια να μην γίνεται καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει με τους συμφοιτητές του για θέματα που τους αφορούν (κοινωνικά, πολιτικά κτλ.) . Το μόνο κοινό θέμα που τους ωθεί να ανταλλάξουν μια κουβέντα έχουν σχέση με την εξεταστική, τις προόδους και τις σημειώσεις. Αυτό κάνει το πανεπιστήμιο να χάνει το νόημα του σαν χώρος έκφρασης, γνώσεων και συλλογικής ζύμωσης πολιτικών ιδεών. Το κάνει εχθρικό προς τον φοιτητή , και χάνει την ταυτότητα του σαν κοινωνικός χώρος. Ίσως πια, το μόνο στοιχείο που παραμένει για να χαρακτηριστεί το Πανεπιστήμιο κοινωνικός χώρος του νέου, είναι οι διαδικασίες του φοιτητικού συλλόγου (π.χ. γεν. συνελεύσεις) που όμως εισπράττουν από τον νέο μια μεγάλη απόρριψη τα τελευταία χρόνια.
Κάποιος μπαίνει στο Πανεπιστήμιο έχοντας ακούσει για τις παρατάξεις, πως είναι ένα σύνολο από ”κομματόσκυλα” που τον ενοχλούν την ημέρα των εγγραφών και όποια άλλη στιγμή τον βρουν μόνο του στο προαύλιο. Στις γενικές συνελεύσεις παρακολουθεί ένα θέατρο παραλόγου , γεμάτο τσακωμούς μεταξύ των παρατάξεων, για θέματα που αφορούν μόνο αυτές, και όχι τον ίδιο.
Έτσι ο νέος παγιδευμένος μέσα στην ατομικότητα του επιλέγει να μην εμπλακεί σε μια τέτοια συλλογική διαδικασία και να εκφραστεί, είτε γιατί περιμένει να εισπράξει μία κακή στάση από της παρατάξεις που νιώθει ότι ηγεμονούν στις συνελεύσεις , είτε γιατί επιλέγει και αυτήν την φορά να κλειστεί στον εαυτό του.
Μιλάμε λοιπόν για μια νεολαία που νιώθει αβοήθητη και απογοητευμένη συνάμα. Το πανεπιστήμιο δεν το νιώθει δικό της, δεν νιώθει τον εαυτό της κομμάτι του.