Ο Κολοκοτρώνης στην ποίηση της Παρθένας Τσοκτουρίδου
1. Η ΓΈΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΏΝΗ
Γεννήθηκε ο Αυγερινός με λάμψη
φωτισμένος
γεννήθηκε ο πρωτότοκος, ο
αστροποτισμένος
με στέφανα νίκης πολλά με αίματα
γραμμένα
και με δοξολογήματα για έργα παινεμένα.
Σφραγίδα είχε στην καρδιά με αίμα
πατημένη
γεννήθηκε για ένα σκοπό, για Ελλάδα
τιμημένη
για ν' αναστήσει μια φυλή που ήταν
σκλαβωμένη
να γράψει ιστορία «εκειός» με σπάθα
χαραγμένη.
Κολοκοτρώνης τ' όνομα, λεβέντικη η
καρδιά του
η δίψα του για λευτεριά θα σώσει τη
γενιά του
Αυγερινέ και Πούλια εσύ κι εσείς όλα τα
άστρα
Θα δείτε πως θα πολιορκεί «εκειός» όλα
τα κάστρα.
Φωτιά θ' ανάβει στους οχτρούς για να
τους κατακάψει
γιατί «εκειοί» το έθνος μας το έχουνε
ρημάξει
κι όσοι τους προσκυνήσανε κι «εκειούς»
θα τσεκουρώσει
«εκειούς» που την Ελλάδα μας της έχουνε
προδώσει.
Ψυχή θα είναι ηρωική, καρδιά
ανδρειωμένη
το καύχημα, ο αθάνατος, στη γη την
τιμημένη
όπου θα θριαμβεύσει «εκειός» με έργα
ιστορημένα
απ' τον Θεό, τον ουρανό κι απ' όλους
δοξασμένα.
2. Η ΕΜΨΎΧΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΏΝΗ
Στρατιώτες, μη θλιβόσαστε που χάθηκαν
λεβέντες
ο πόλεμος είναι βαρύς, αφήστε τις
κουβέντες
που δείχνουν ηττοπάθεια κι ενθάρρυνση
ολίγη
εμψυχωθείτε, η Τουρκιά με πόλεμο θα
φύγει.
Πολιορκείστε τα βουνά, τα κάστρα με
κανόνια
της λευτεριάς το κάλεσμα δεν είναι με
γαλόνια
χτυπήστε απ' όλες τις μεριές και κάντε
μου σινιάλα
στρατήγημα έχω τρανό, δεν μπαίνω γω σε
γυάλα.
Ανάψτε είκοσι φωτιές και γίνετε
κολώνες
να βγουν οι Τούρκοι για να δουν τους
Έλληνες πυλώνες
που δεν αφήνουνε πασά, μύτη να
ξεμυτίσει
ούτε κι αρμάδα τούρκικη αυτούς θε να
φοβίσει.
Ζητείστε να παραδοθούν όλα τα φρούρια
τους
ν' αφήσουνε το βιός εκεί και τα
υπάρχοντα τους
κι αν αρνηθούν οι άπιστοι κόψτε τους τα
κεφάλια
δεν θέλω να αφήσετε Τούρκου
απομεινάρια.
Τσακίστε τους, τους άτιμους, χυμήξτε
σαν λιοντάρια
τρέψτε τους όλους σε φυγή, γενναία
παλικάρια
ντροπιάστε τους και κράξτε τους πως
σώθηκαν οι σκλάβοι
προσκυνοχάρτια δεν χωρούν, ο πόλεμος
ανάβει.
Άντε και διαλύθηκαν με τον βομβαρδισμό
μας
ζημιές επάθανε τρανές με τον μαχητισμό
μας
σκοτώθηκαν οι μπέηδες από Ελλήνων
χέρια
άστραψαν τα ελληνικά σπαθιά, τα κοφτερά
μαχαίρια.
Τιμή και δόξα στους νεκρούς που δώσαν
την ζωή τους
που «ελευθερία» φώναξαν στην ύστατη
πνοή τους
πάντα θα είναι αθάνατοι, αιώνια
παινεμένοι
άξιοι και περήφανοι καθώς και
τιμημένοι.
3. ΒΡΑΒΕΊΟ ΚΑΙ ΈΠΑΙΝΟΙ ΣΤΟΝ ΓΈΡΟ ΤΟΥ
ΜΟΡΙΆ
Γέρε του Μοριά, βασανισμένε μας Πατέρα
της λευτεριάς που φύσηξες συ πρώτος τον
αέρα
κινδύνους που διέτρεξες και έκλαψες
θανάτους
συ που συγκαταλέγεσαι μέσα στους
αθανάτους.
Χτύπους εσύ δοκίμασες μες την πικρή
καρδιά σου
λυπόσουνα και έκλαιγες για όλα τα
παιδιά σου
για κείνα τα ελληνόπουλα που ήταν
σκλαβωμένα
συ ήσουν που τα στόλισες με έργα
τιμημένα.
Τα χώματα τα ελληνικά έκανες
ανδρειωμένα
τα φώτισες, τα λάμπρυνες για να' ναι
δοξασμένα
τα' κανες να' ναι ιερά με δάφνες
στολισμένα
σκέπασες κόκαλα μ' αυτά που γίναν
αγιασμένα.
Τα οράματα, το πείσμα σου κατέλαβαν τα
κάστρα
μάρτυρες εσύ έβαλες τον ήλιο και τα
άστρα
τα λόγια σου τα φλογερά πύρωσαν τις
καρδιές μας
και στον αγώνα λευτεριάς έσπρωξες τις
ψυχές μας.
Τα όνειρα, οι λέξεις σου, σπαθιά στη
δουλοσύνη
οχτρό συ δεν προσκύνησες, μόνο
Χριστιανοσύνη
θρίαμβο ήθελες τρανό, ζωή ελευθερίας
παρατημένος στη νυχτιά της πίκρας, της
κακίας.
Σοφέ και παινεμένε μας, οι κόποι, τα
φτερά σου
θριάμβευσαν, δοξάστηκαν και η
περπατησιά σου
μες την καρδιά μας κατοικούν, καύχημα
ελληνικό μας
το μεγαλείο σου τρανό στο Γένος το δικό
μας.
Απ' τους επαίνους των καιρών θησαύρισες
Στρατάρχη
την χώρα μας ανέστησες, συ νίκησες τα
άγχη
που είχανε οι πρόγονοι για την
ελευθερία
συ ήσουν που σεβάστηκες Πατρίδα και τα
Θεία.
Καύχημα της φυλής εσύ, με δόξες
ραντισμένε
για έργα Θεία, αθάνατα, συ
χιλιοδοξασμένε
όλοι σου απονέμουνε βραβείο και
επαίνους
αγάπης άνθος, λευτεριάς, συ του δικού
μας Γένους.