Η αποκτήνωση της αγοράς εργασίας
Μοντέλο προς εξαγωγή σε όλη την Ευρώπη το γερμανικό «θαύμα»
Του Χρήστου Πραμαντιώτη
Πρέπει οπωσδήποτε να συνεχιστεί στην αγορά εργασίας η μεταρρυθμιστική πνοή
που έχει καταλάβει τη νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. Αυτό αποφάσισε το Συμβούλιο των Υπουργών Εργασίας στην τελευταία συνεδρίασή του, την προηγούμενη εβδομάδα. Για να διατηρηθεί η μεταρρυθμιστική πνοή, μάλιστα, επιστρατεύονται μια σειρά εκφράσεις που ηχούν «άκακες» στα αφτιά: Επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την αύξηση της παραγωγικότητας. Επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας. Βελτίωση των φορολογικών συστημάτων για να υποστηρίξουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας για να παρέχουν αποτελεσματική προστασία για όλους.
Μέχρι εδώ, τίποτε καινούργιο. Οι ειδικοί του μάρκετινγκ έχουν ρίξει όλα τα όπλα τους στην προσπάθεια να βρουν τις όμορφες εκφράσεις που θα αποκρύπτουν την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη. Μια ματιά στην Ελλάδα της εκτεταμένης ανεργίας και της διευρυμένης ημιανεργίας θα μπορούσε να είναι αποκαλυπτική για τις «κατευθυντήριες γραμμές στις πολιτικές απασχόλησης». Ούτε κι αυτό όμως είναι ολόκληρη η εικόνα.
Γιατί; Απλούστατα, διότι στην πρωτοπορία της εργασιακής απορρύθμισης, ακόμη πιο μπροστά κι από την Ελλάδα των μνημονίων, βρίσκεται εδώ και χρόνια η Γερμανία. Δεν είναι μόνο τα χαμηλά μεροκάματα και οι διαβόητες πλέον mini jobs. Είναι πολύ περισσότερο ένα ολόκληρο σύστημα πραγματικού καιάδα για εργαζόμενους και άνεργους, που δημιούργησε το «γερμανικό εργασιακό θαύμα» των αρχών του 21ου αιώνα. Ένα «θαύμα» προς εξαγωγή, βεβαίως.
Πίσω από το θαύμα
Καλεσμένος του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ βρέθηκε στην Ελλάδα τις προηγούμενες μέρες ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Γένας, Κλάους Ντέρε. Σε συναντήσεις και ενημερώσεις που πραγματοποιήθηκαν τις προηγούμενες μέρες, ο Ντέρε είχε την ευκαιρία να αναλύσει το γερμανικό εργασιακό μοντέλο. Να αποδομήσει, για την ακρίβεια, το γερμανικό εργασιακό θαύμα που προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού στους κύκλους των νεοφιλελεύθερων διανοούμενων. Η γλώσσα των γερμανικών αριθμών δείχνει ότι το ποσοστό των ανέργων πέφτει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η αμειβόμενη εργασία αγγίζει επίπεδα ρεκόρ, εμφανίζονται αξιοσημείωτες ελλείψεις ειδικευμένου προσωπικού σε κάποιους τομείς της αγοράς εργασίας.
«Όποιος πει κάτι αρνητικό για το γερμανικό εργασιακό μοντέλο, συναντά την έκπληξη των συνομιλητών του», λέει ο Ντέρε, που συνδέει το «εργασιακό θαύμα» της Γερμανίας με τις μεταρρυθμίσεις Χαρτς επί καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ. Πίσω από το θαύμα, λέει ο Ντέρε, «κρύβεται μια τρομακτική επιστροφή και επέκταση της αναξιοπρεπούς εργασίας. Μια κατάσταση όπου η διεύρυνση των συνθηκών ανασφαλούς εργασίας και διαβίωσης θα επιβάλλει την πειθαρχία ακόμη και σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται ακόμη σε σχετικά σταθερές συνθήκες».
Απογείωση της επισφάλειας
«Την ίδια στιγμή που παρατηρείται αριθμός-ρεκόρ απασχολούμενων και η επίσημη ανεργία παρουσιάζει πτωτική πορεία», λέει ο Ντέρε, «η πραγματικότητα άλλα δείχνει». Πράγματι, στη μελέτη του η οποία την προηγούμενη εβδομάδα κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στα ελληνικά (Το γερμανικό εργασιακό θαύμα- Μοντέλο για την Ευρώπη; Έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ), ο καθηγητής δείχνει με αριθμούς ότι «ο όγκος των ολοκληρωμένων και πληρωμένων ωρών εργασίας μεταξύ 1991 και 2012 έχει μειωθεί εμφανώς περισσότερο από 10%. Ακόμη και μετά την κρίση του 2008-2009 ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε αρχικά γρηγορότερα από ό,τι ο όγκος των ωρών εργασίας. […] Η αύξηση της απασχόλησης διαπιστώνεται όχι αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό, στις επισφαλείς δουλειές».
Ο μειωμένος όγκος εργασίας συνοδεύεται από τη συνεχόμενη αύξηση της μη-τυπικής απασχόλησης: «Ήδη, πριν από την κρίση το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, της μερικής απασχόλησης και της ελάχιστης εγγυημένης απασχόλησης (“μίνι” και “μίντι” δουλειές) αυξήθηκε κατά 46,2% μέσα σε δέκα χρόνια (1998-2008). Το 2008, 7,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι κι εργαζόμενες δούλευαν με τις λεγόμενες “άτυπες” σχέσεις απασχόλησης (22,9 εκατομμύρια δούλευαν με κανονική απασχόληση). Σε αυτούς ήρθαν να προστεθούν 2,1 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι και αυτοαπασχολούμενες. Η ανοδική τάση της μη τυπικής απασχόλησης συνεχίστηκε και μετά την κρίση».
Ταυτόχρονα, ένα αξιοσημείωτο 23% των εργαζομένων απασχολούνται στη Γερμανία στο χαμηλόμισθο τομέα, που σημαίνει ότι βγάζουν λιγότερα από τα δύο τρίτα του λεγόμενου μέσου μισθού (σταθμισμένος μέσος όρος μισθών). Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι σε μη-τυπική απασχόληση, αλλά και το 10,6% των κατόχων θέσεων πλήρους απασχόλησης, εργάζονται σε χαμηλά αμειβόμενους τομείς. «Η Γερμανία με την εκτεταμένη χαμηλόμισθη απασχόλησή της βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, πίσω από τη βαλτική Δημοκρατία της Λιθουανίας. Συνολικά, το 42,6% των χαμηλόμισθων εργάζονται με μια τυπική σχέση εργασίας (20 και περισσότερες ώρες την εβδομάδα). Τα υψηλότερα ποσοστά τα συναντάμε στις γυναίκες (30,5%) και στους εργαζομένους κι εργαζόμενες χαμηλής εξειδίκευσης (45,6%). Τα τρία τέταρτα περίπου του συνόλου των χαμηλόμισθων διαθέτουν ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση ή είναι κάτοχοι ακόμη και πτυχίου πανεπιστημίου».
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω συμβαδίζουν με τη στρατηγική χρησιμοποίηση της ενοικιαζόμενης εργασίας και των συμβάσεων έργου. Ενώ αρχικά οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι χρησιμοποιήθηκαν για να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από την απότομη άνοδο της παραγωγής και την έλλειψη προσωπικού, τώρα εμφανίζεται μια διαφορετική τάση. Σε πολλές περιοχές της χώρας υπάρχουν εταιρίες όπου οι ενοικιαζόμενοι αναλαμβάνουν βασικά καθήκοντα.
Οι μεταρρυθμίσεις Χαρτς
Το σημείο τομής για τη Γερμανία, στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, ήταν οι μεταρρυθμίσεις Χαρτς, μία βασική πλευρά των οποίων ήταν να καταπολεμηθεί «ο ιός της απροθυμίας για εργασία» και να εγκαθιδρυθεί η απαραίτητη ευελιξία. Ένα βασικό εργαλείο γι’ αυτό, ήταν οι συντομότερες περίοδοι παροχής του επιδόματος τύπου Ι (το πλήρες επίδομα ανεργίας) και η ρύθμιση επιδόματος τύπου ΙΙ. Αυτό το τελευταίο είναι το «επίδομα Χαρτς 4, ένα μειωμένο επίδομα το οποίο παρέχεται είτε αν δεν υπάρχει δικαίωμα στην παροχή του επιδόματος τύπου Ι είτε μετά τη λήξη της περιόδου παροχής του πλήρους επιδόματος (η παροχή ή μη επιδόματος τύπου ΙΙ εξαρτάται από την ύπαρξη και το ύψος των ατομικών αποταμιεύσεων, την οικονομική κατάσταση του/της συζύγου, την ύπαρξη ή μη ασφάλειας ζωής κ.ά.).
Παίρνοντας για οδηγό τη μελέτη του Καθηγητή Ντέρε, ας αποκωδικοποιήσουμε τα παραπάνω: «Με τις ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις οι βασικοί συντελεστές του κοινωνικού βοηθήματος τύπου ΙΙ (Χαρτς 4) εξισώνονται, έπειτα από τον πρώτο χρόνο ανεργίας, με το προηγούμενο επίδομα κοινωνικής πρόνοιας. Οι υπηρεσίες απασχόλησης έχουν τώρα αυξημένες αρμοδιότητες ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των δικαιούχων επιδομάτων και παρέμβασης στις συνθήκες διαβίωσης και στην περιουσιακή τους κατάσταση. Επιπλέον, επανεξετάζεται διαρκώς η ανάγκη των δικαιούχων για επιδόματα. Ατομικά περιουσιακά στοιχεία όπως αποταμιεύσεις και εισοδήματα στο πλαίσιο μιας “κοινότητας κοινού συμφέροντος”, όπως η συγκατοίκηση ανθρώπων στο ίδιο νοικοκυριό, θεωρούνται αντιστάθμισμα σε μια πιθανή διεκδίκηση κοινωνικής παροχής». Πέραν τούτου, η ικανότητα για εργασία έχει επαναπροσδιοριστεί εντελώς. Ικανός να εργαστεί θεωρείται όποιος μπορεί να δουλέψει επ’ αμοιβή για περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα. Οι δικαιούχοι επιδομάτων πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αλλάξουν τόπο διαμονής για να βρουν δουλειά και να δουλεύουν με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερη εξειδίκευση απ’ ό,τι προηγουμένως. Αποδεκτή θεωρείται κάθε εργασία, την οποία οι άνεργοι έχουν τη σωματική, πνευματική και ψυχική ικανότητα να την εκτελέσουν. Καθώς η απόρριψη ευκαιριών απασχόλησης μπορεί να επιφέρει κυρώσεις, οι ενδιαφερόμενοι αναγκάζονται να ελαχιστοποιήσουν ακόμη και τις απαιτήσεις τους σε σχέση με το μισθό και την ποιότητα της εργασίας. Στην περίπτωση που οι άνεργοι δεν τηρήσουν τις συμφωνίες που συνάπτουν με τους/τις εκπροσώπους της Υπηρεσίας Απασχόλησης (συμβούλους κοινωνικής υποστήριξης, μεσάζοντες) οι αρμόδιες Αρχές μπορούν να μειώσουν τα επιδόματά τους και να αντικαταστήσουν τη χρηματική στήριξη με κουπόνια τροφίμων».
Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, το γερμανικό μοντέλο τελικά υποδεικνύει στην πραγματικότητα και τους στόχους που κρύβονται πίσω από όλα τα προγράμματα για την «προστασία της εργασίας» και τις κατευθυντήριες αρχές για τις οποίες κατά καιρούς κάνουν λόγο τα ευρω-επιτελεία. Την επόμενη φορά που θα διαβάσουμε για μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας, ας ξαναρίξουμε μια ματιά σε αυτές τις σελίδες. Έτσι, για να αποκωδικοποιήσουμε το μεταρρυθμιστικό οίστρο που έχει συνεπάρει την Ε.Ε.