Το κείμενο τη ομιλίας του Στάθη Ταξίδη από την εκδήλωση μνήμης στη μαρτυρική κοινότητα Πύργων του Δήμου Εορδαίας
Σεβασμιότατε,
Εκπρόσωποι πολιτειακών, πολιτικών, στρατιωτικών και προξενικών αρχών, προσκαλεσμένοι, αγαπητοί συγχωριανοί
Στα ακρώρεια των Μύθων, στις πολυδαίδαλες ατραπούς των Θρύλων, στα μονοπάτια των Παραδόσεων και στους ολοφώτεινους δρόμους της Ιστορίας κινείται η διαδρομή της σημερινής ταπεινής κοινότητας των Πύργων. Μαγευτική, γοητευτική η πορεία της στο χωροχρόνο και δραματική στην κορύφωσή της σαν αρχαία τραγωδία.
Το χώμα της ελληνίδας γης της Μακεδονίας στην οποία βρισκόμαστε σήμερα είναι καθαγιασμένο με Ηρώων και Μαρτύρων αίμα.
Η απομακρυσμένη τούτη γωνιά της ελληνικής επικράτειας κυοφόρησε στα σπλάχνα της και διαφύλαξε ιστορία ελληνική δυόμισι χιλιάδων χρόνων, τουλάχιστον.
Η περιοχή αυτή είναι κατοικημένη από τα προϊστορικά χρόνια, ενώ στα ιστορικά χρόνια ανήκει στο διαμέρισμα της Εορδαίας ως ένας ακμαίος οικισμός - πόλη. Ο Μαργαρίτης Δήμιτσας στο μνημειώδες έργο του «η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις» εδώ τοποθετεί και την πόλη της Εορδαίας, άποψη που βρίσκει σύμφωνους πολλούς ιστορικούς.
«Και οι λίθοι κεκράζονται», λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Φωνάζουν δυνατά οι πέτρες. Και τα ίχνη ισχυρής ακρόπολης και φρουρίου, τρία χιλιόμετρα ανατολικά του σημερινού οικισμού, που ονομαζόταν κατά την παράδοση και «Κάστρο της Άνασσας» - από όπου προέκυψε και η παλιά ονομασία του χωριού, Καστράνιτσα - καθώς και ο ακριβώς απέναντί μας ευρισκόμενος μακεδονικός τάφος του τέλους του τέταρτου αιώνα π. Χ. αποτελούν τρανή και αδιάψευστη μαρτυρία της ελληνικής κληρονομιάς.
Στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή υπόφερε από βουλγαρικές επιδρομές και κατά την Παράδοση η ακρόπολη έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων μετά από μακρά πολιορκία. Μετά την ήττα του Σαμουήλ, πιθανόν ο Βουλγαροκτόνος να έδωσε εντολή κατεδάφισης της ακρόπολης, όπως έκανε και για άλλα φρούρια. Τότε μάλλον είναι, που οι κάτοικοι μεταφέρουν τον οικισμό στην κοιλάδα του Ασπροπόταμου, σε σημείο τέτοιο ώστε να μην είναι εύκολα ορατή από επιδρομείς.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Καστράνιτσα εξελίσσεται δυναμικά σε μια εύπορη και πολυπληθή κωμόπολη που οι τούρκοι κατακτητές της περιοχής αποκαλούν «Κιουτσούκ Σταμπούλ», μικρή Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, για τον μεγάλο πλούτο της. Η οικοτεχνία παραγωγής μάλλινων υφασμάτων – σαγιάκια - και το διαμετακομιστικό εμπόριο προσπορίζουν πλούτη στους κατοίκους, αφού οι Καστρανιτσιώτες πραματευτάδες οργώνουν το βαλκανικό χώρο. Ιδρύονται ονομαστά εκπαιδευτήρια, χτίζονται περικαλλείς ναοί και μεταφέρεται εδώ για ένα διάστημα η έδρα της μητρόπολης Μογλενών.
Στα 1742 ο Καστρανιτσιώτης οπλαρχηγός, ο Καπετάν Γούτας, επικεφαλής τριακοσίων κλεφτών δρα αρχικά στο Βέρμιο και αργότερα στην Κασσάνδρα.
Την ίδια εποχή βρίσκουμε δεκάδες Καστρανιτσιώτες απόδημους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Αυστροουγγαρία, κυρίως στο Όσιεκ και το Σεμλίνο.
Ανάμεσά τους η μεγάλη οικογένεια των Καραμάτα που ασχολούνταν με το εμπόριο και την τυπογραφεία, με εξέχουσα θέση στην κοινωνία του Σεμλίνου. Στο μέγαρό της που σήμερα είναι μουσείο, φιλοξενήθηκε στα 1788 ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ και σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού οι Καραμάτα εγχαράσσουν στο ταβάνι της οικίας τους τον Δικέφαλο αετό των Αψβούργων. Σήμερα ζει στο Βελιγράδι υπέργηρος ο Δημήτριος Καραμάτας, τελευταίος και χωρίς απογόνους, μέλος της ξακουστής οικογένειας αυτής, καθηγητής Πανεπιστημίου και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Σερβίας.
Η οικογένεια Μόρφη, επίσης, με τον Παναγιώτη να αναλαμβάνει το 1884 το αξίωμα του Δημάρχου στο Σεμλίνο, και η οικογένεια Ίτζκογλη που ανέδειξε τον Πέτρο, μεγάλο έμπορο και διπλωμάτη, διαπραγματευτή, τον Ιούλιο του 1806 στην Κωνσταντινούπολη, της Ειρήνης μεταξύ Σέρβων και Υψηλής Πύλης, η οποία φέρει το όνομά του, χρηματοδότη επίσης, της συγγραφή της πρώτης ιστορίας των Σλοβενοσέρβων.
Από εδώ έλκει την καταγωγή της η γνωστή στο Πανελλήνιο οικογένεια Χρηστομάνου (του ιδρυτού του νεοελληνικού θεάτρου, συγγραφέα της Κέρινης κούκλας και δασκάλου της πριγκίπισσας Σίσυ της Αυστροουγγαρίας, του Κωνσταντίνου), όπως επίσης και οι διακεκριμένοι γλύπτες στις ΗΠΑ (Άρης και Γεώργιος Δημητρίου, καθώς και ο καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας στα μέσα του 19ου αιώνα Γεωργίου.
Οι Οθωμανοί κατακτητές καταστρέφουν και λεηλατούν, τουλάχιστον δυο φορές την κωμόπολη. Την πρώτη φορά το 1822 σε αντίποινα για τη συμμετοχή 45 παλικαριών της στην επανάσταση της Νάουσας, και τη δεύτερη, στις αρχές Οκτωβρίου του 1877.
Παρά τις καταστροφές και τις λεηλασίες αυτές η κωμόπολη ορθοποδεί, αναπτύσσεται και ακμάζει, φτάνοντας στην αυγή του 20ου αιώνα να αριθμεί, σύμφωνα με την απογραφή του Χιλμί πασά, 1350 Έλληνες και 940 Τούρκους.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια η κωμόπολη χρησιμοποιείται από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα ως βάση εξόρμησης εναντίον των Βουλγάρων, καταθέτοντας στην υπόθεση του Μακεδονικού Αγώνα τη ζωή 16 παλικαριών της, μεταξύ των οποίων και του φαρμακοποιού Φίλιππου Καπετανόπουλου, διακεκριμένου μέλους της Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα στο Μοναστήρι, που σκοτώθηκε στον Πολυπόταμο Φλώρινας πολεμώντας στο πλευρό του Παύλου Μελά.
Το χωριό απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό τον Οκτώβρη του 1912 μετά από σκληρή μάχη, γίνεται κοινότητα του ελληνικού κράτους και αποκτά Ειρηνοδικείο, Ταχυδρομείο, Αστυνομικό Τμήμα, σημαντική αγορά και πληθυσμό, σύμφωνα με την απογραφή του 1920, δύο χιλιάδων εκατόν ογδόντα κατοίκων. Την ίδια εποχή αρκετά παλικάρια του χωριού, ως στρατιώτες του ελληνικού στρατού μετέχουν των αγώνων του ελληνισμού στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Το Μάη του 1924 υποδέχεται τους κατατρεγμένους από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία πρόσφυγες, αυτούς που σώθηκαν από τη Γενοκτονία του Ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Μπολιάζεται έτσι με θαλερούς κλώνους το δέντρο της τοπικής κοινωνίας και πρόσφυγες και γηγενείς εργάζονται αποφασιστικά για να κλείσουν οι πληγές της καθημαγμένης χώρας από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Λίγο πριν η λαίλαπα του γερμανοιταλικού φασισμού ενσκήψει στην Ευρώπη η κοινότητα έχει βρει τους ρυθμούς της και ο πληθυσμός της φτάνει τις 1882 ψυχές.
Στην εποποιία του «’40 - 41» οι πρόγονοί μας πολεμούν στο αλβανικό μέτωπο, έχοντας νεκρούς και αιχμαλώτους, ενώ όταν η καταχνιά της τριπλής Κατοχής καταπλακώνει τον τόπο - αφού και οι Βούλγαροι συμμαχούν με τον Άξονα και επιβουλεύονται για μια ακόμα φορά τη Μακεδονία μας - το Βέρμιο γεμίζει με αντάρτες που αντιστέκονται.
Εδώ, στο γειτονικό Μεσόβουνο, λένε οι ιστορικοί της περιόδου αυτής, πως σημειώνονται πανευρωπαϊκά οι πρώτες εστίες αντίστασης στις δυνάμεις του Άξονα, τον Οκτώβρη του 1941.
Την Άνοιξη του «’44» οι επιτυχίες των Συμμάχων σε όλα τα μέτωπα έδειχναν πως οι φασιστικές δυνάμεις θα έχαναν τον πόλεμο. Η συναίσθηση του επερχόμενου τέλους εξαγριώνει στο έπακρο το φασιστικό καθεστώς.
Ξημέρωνε στο χωριό η 23η Απριλίου του 1944, Κυριακή του Θωμά και του Αγίου Γεωργίου ταυτόχρονα, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονται από παντού:
«Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!»
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν με κατεύθυνση το βουνό, για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο και καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό Πελαργός, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα, ενισχυμένη με δυνάμεις του γερμανοπροδότη Πούλιου, είχαν ήδη εισβάλλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και την Άνω Συνοικία.
Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να το χωρέσει ανθρώπου νους το τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που εκτυλίσσεται σε κάθε γωνιά του χωριού!!!
Η συνοικία αυτή, δοκίμασε ανείπωτη συμφορά.
Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς δεκάδες άνθρωποι, στην πλειονότητά τους γυναίκες και παιδιά. Διακόσια μέτρα από εδώ ξεσκίζουν την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού πρώτα σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Στη συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού τους πρόδωσε. Ο γερμανός στρατιώτης που τους βρήκε δεν τους εκτέλεσε και με νοήματα τους είπε πως πρέπει να σκοτώσουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες - Ες. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια σώθηκε. Μέσα στη βαρβαρότητα και μια χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς…
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, έμπαιναν μέσα στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας όπου βρισκόταν το νεκροταφείο της Συνοικίας. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους βάλανε στη σειρά κι έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια με μάταιο αποτέλεσμα. Το ρέμα τούτο και οι πλαγιές γέμισαν με νεκρούς.
Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι το θάνατο.
Ξαφνικά και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης ένας γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε τη διαταγή για τη μεταφορά των επιζώντων στα Χάνια της Πτολεμαΐδας.
Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, το νεαρό Κώστα Βερβέρη, καθώς και άλλα μέλη των εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φρικτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους τους.
Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Kαταστράφηκε. Eρειπώθηκε. Δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Δεν απόμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με το σαχνισί που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των κοριτσιών.
Η ύβρις όμως - με την αρχαιοελληνική της σημασία - δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από 10 μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια από τον κατακτητή, δειλά - δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον. Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για το σκοπό αυτό, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στη μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό. Όσοι νεκροί βρέθηκαν - πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν - θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 340, περίπου, νεκρούς. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας, η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών και η απουσία επισταμένης έρευνας και μελέτης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά - σιγά επέστρεψαν στο χωριό - όχι όλοι, αφού πολλοί τραυματισμένοι ψυχικά δε θέλησαν να ξαναγυρίσουν. Το 1951 που μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνον 978, πολύ λίγοι, αφού οι μισοί …έλειπαν. Ακολούθησαν και άλλα δεινά, αυτά που επιφύλαξε στον τόπο Εμφύλιος.
Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς μα «τίποτε δεν ήταν όπως και πρώτα, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά».
Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν. Σήκωσαν αποφασιστικά τα μανίκια τους και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Δεν παραδέχεται καμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί, κατ’ εξοχήν, εσωτερικό ψυχικό γεγονός. Και δεν υπάρχει όταν δεν γίνεται αποδεκτή από την ψυχή.
Κι έγινε η απόγνωσή των επιζώντων ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνοςκαι το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόγι τους τραγούδι.
Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και Ντόπιοι τα τραγούδια και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντήλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους που πότισε τη αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων με ελπίδα για ζωή.
Σεβασμιότατε,
Εκπρόσωποι πολιτειακών, πολιτικών, στρατιωτικών και προξενικών αρχών, προσκαλεσμένοι, αγαπητοί συγχωριανοί,
Οι τριακόσιοι σαράντα νεκροί των Πύργων υπήρξαν θύματα εγκληματικής ενέργειας και έμειναν αγνοημένοι από την επίσημη ελληνική ιστορία, που άλλωστε παρουσιάζει λευκές σελίδες σε πολλά της σημεία. Ο άδικος χαμός των δεν συγκλόνισε κανέναν καλλιτέχνη όπως η Γκουέρνικα τον Αραμπάλ και τον Πικάσο.
Συγκλόνισε όμως και συγκλονίζει όλους τους συγχωριανούς τους που με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούν κάθε χρόνο την επιμνημόσυνη τελετή. Και τα δάκρια μετατρέπονται σε γοερό θρήνο στο άκουσμα του ονόματος κάποιου προσφιλούς προσώπου: του πατέρα, του θείου, του μικρού αδελφού που ήταν αβάφτιστος ακόμα.
Και είναι τα δάκρια αυτά και ο γοερός θρήνος των μεγαλύτερων τη μυστηριακή αυτή στιγμή, που ενσταλάζουν στην ψυχή των νεότερων την ιστορική μνήμη.
Πραγματικά τη μυσταγωγική αυτή στιγμή δεν θα θέλαμε να την κάνουμε ατραξιόν και θέαμα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά είναι που μας πειράζει το ότι αγνοείται συστηματικά η θυσία των προγόνων μας, το ότι απουσιάζουν οι πρωτοκλασάτοι πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες της χώρας μας, ενώ προβάλλονται και τιμώνται συστηματικά και κατά πως πρέπει και αρμόζει παρόμοια γεγονότα που έλαβαν χώρα στο νοτιοελλαδικό χώρο. Φωτεινές εξαιρέσεις στον κανόνα στα πενήντα τρία χρόνια τέλεσης του μνημοσύνου μας η παρουσία των προέδρων της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου και Κάρολου Παπούλια
Η παρουσία του γερμανού προξένου κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις μας και η παρουσία πέρυσι των Γερμανών ακτιβιστών από τη Βρέμη – οι οποίοι ζήτησαν συγγνώμη και έστησαν μνημείο στην πλατεία του χωριού - δείχνει την ειλικρινή μεταμέλεια των νέων ανθρώπων της χώρας αυτής για την ύβρη που διέπραξαν οι πρόγονοί τους και τη διάθεσή τους να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους, σε αντίθεση με τη γείτονα χώρα, η οποία αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει τα εγκλήματα που διέπραξε κατά το παρελθόν σε βάρος των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, συνεχίζοντάς τα και στις μέρες μας εναντίον των Ελλήνων της Κύπρου και των Κούρδων.
Αξιότιμη Υποπρόξενε της Γερμανίας,
Στις 7 Μαρτίου του περασμένου χρόνου ο εξοχότατος πρόεδρος της Γερμανίας κ. Γιοαχίμ Γκάουκ αφού ζήτησε συγγνώμη για την εν ψυχρώ δολοφονία από τους ναζί ενενήντα δύο ατόμων, κυρίως μικρών παιδιών και ηλικιωμένων, δήλωσε στους Λιγκιάδες Ιωαννίνων, στο κατ’ έτος τελούμενο μνημόσυνο πως «Σε τόπους, όπως αυτόν εδώ, νιώθω μια βαθιά αναστάτωση και μια διττή ντροπή, ντροπή γιατί άνθρωποι που μεγάλωσαν μέσα στον γερμανικό Πολιτισμό, μετατράπηκαν σε δολοφόνους».
Ο εξοχότατος και ειλικρινά θεοσεβής κ. Γιοαχίμ Γκάου – τον οποίο οι κάτοικοι της ταπεινής κοινότητας των Πύργων καλούμε να ’ρθεί σε τούτον εδώ τον μαρτυρικό τόπο και να προσευχηθεί μαζί μας για να αναπαυθούν εν ειρήνη οι ψυχές των προσφιλών και αδικοχαμένων προγόνων μας - θα συγκλονιστεί στο έπακρο από αυτά που έπραξαν οι πρόγονοί του εδώ.
Στις 23 Απριλίου, στο Βερολίνο, ο κ. Γκάου προχώρησε με τόλμη και γενναιότητα ακόμα πιο πέρα. Σε εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Αρμενίων από τους Κεμαλικούς έθεσε ξεκάθαρα το θέμα της συνενοχής της Γερμανίας στην πρώτη Γενοκτονία του αιώνα, των Αρμενίων, αλλά και των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου.
«Σε αυτή την περίπτωση», είπε, «πρέπει εμείς επίσης οι Γερμανοί ως σύνολο να επανεκτιμήσουμε τα γεγονότα, να εξακριβώσουμε εάν πρόκειται για κοινή ευθύνη, ακόμη υπό ορισμένες περιστάσεις, για συνενοχή στην γενοκτονία των Αρμενίων.
»Υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες που συμμετείχαν στο σχεδιασμό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επίσης, στην πραγματοποίηση των απελάσεων. Υποδείξεις από γερμανούς παρατηρητές και διπλωμάτες που είχαν αντιληφθεί με ακρίβεια την πρόθεση για την βίαιη εξόντωση των Αρμενίων δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν και αγνοήθηκαν».
Σήμερα εμείς με το να θυμόμαστε όλα αυτά δεν σημαίνει ότι βάζουμε κάποιον στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Οι δράστες δεν ζουν πλέον και τα παιδιά τους καθώς και τα εγγόνια τους δεν έχουν καμία ευθύνη για τα ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξαν οι πρόγονοί τους. Όμως εμείς οι απόγονοι των θυμάτων απαιτούμε την αναγνώριση ιστορικών πράξεων ως χρέος τιμής στους νεκρούς και στην ανθρωπότητα. Γιατί εγκλήματα σαν αυτό των Πύργων είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση έθεσε, επιτέλους, το θέμα των αποζημιώσεων. Χθες βράδυ τόσο ο πρόεδρος της Γερμανίας κ. Γιοαχίμ Γκάου όσο και η καγκελάριος κα Άγκελα Μέρκελ δήλωσαν πως η χώρα τους είναι διατεθειμένη να συζητήσει το θέμα των επανορθώσεων. Για μας αξιότιμη Υποπρόξενε της Γερμανίας το θέμα αυτό αποτελεί χρέος τιμής. Πρωτίστως και πάνω απ’ όλα θέμα μείζονος ηθικής σημασίας και τάξης. Αν περιηγηθεί κανείς τους κάμπους του χωριού μας θα δει πως οι υπερήφανοι κάτοικοι του μαρτυρικού αυτού τόπου, οι απόγονοι των επιζώντων του ολοκαυτώματος, με την απαράμιλλη εργατικότητά τους έκαναν τα αιματοβαμμένα χώματά τους να καρπίσουν. Τα εξαιρετικής ποιότητας μήλα και κεράσια που παράγουν, αφού τα στάνταρτ παραγωγής των αγγίζουν τα αντίστοιχα ιταλικά και αμερικανικά, τους προσπορίζουν όχι ευκαταφρόνητα εισοδήματα.
Αξιότιμοι κύριοι της τοπικής αυτοδιοίκησης. Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας και δήμαρχε Εορδαίας,
Είναι καιρός τόσο η Περιφέρεια ΔΦυτικής Μακεδονίας όσο και ο δήμος Εορδαίας να αναλάβουν σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή. Ο αριθμός των θυμάτων, συνυπολογιζομένων και του γειτονικού Μεσόβουνου, τον καθιστά τον Δήμο μας δεύτερο σε αριθμό μαρτυρικό τόπο μετά τα Καλάβρυτα. Είναι καιρός να ιδρυθεί ένα κέντρο ιστορίας στον Δήμο Εορδαίας. Είναι καιρός πλέον η ημερομηνία τέλεσης του Μνημοσύνου του Ολοκαυτώματος των Πύργων να καθοριστεί άπαξ δια παντός στις 23 Απριλίου και να ενταχθεί στο Καλεντάρι εκδηλώσεων του Δήμου. Είναι καιρός, υπό την αιγίδα του Δήμου, να πραγματοποιηθεί έρευνα για τον καθορισμό του αριθμού των νεκρών. Η αντιδημαρχία παιδείας σε συνεργασία με τους διευθυντές εκπαίδευσης, σχολικούς συμβούλους και διευθυντές σχολείων να εκπονήσουν και να εφαρμόσουν πρότζεκτ για τα ολοκαυτώματα της περιοχής. Να χρηματοδοτηθούν παράλληλες εκδηλώσεις με το Μνημόσυνο των πεσόντων (θεατρικές παραστάσεις, προβολές αναλόγου περιεχομένου ταινιών και ντοκιμαντέρ, συναυλίες, εκθέσεις ζωγραφικής). Με ευθύνη του Δήμου μας η τοπική επιτροπή του ΣΕΓΑΣ να οργανώσει «αγώνα Θυσίας». Οι υπόλοιπες παρεμβάσεις θα ακολουθήσουν. Ας κάνουμε, αξιότιμοι κύριοι της αυτοδιοίκησης, την αρχή. Γιατί οι ευθύνες μας τόσο απέναντι στους νεκρούς μας όσο και στους απογόνους μας είναι μεγάλες. Κατά πως λέει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς:
Χρωστάμε σε όλους όσους ήρθαν, πέρασαν
θα έρθουν, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Σεβασμιότατε,
Εκπρόσωποι πολιτειακών, πολιτικών, στρατιωτικών και προξενικών αρχών, προσκαλεσμένοι, αγαπητοί συγχωριανοί,
Αυτά που κέρδισαν οι λαοί του κόσμου μετά τη συντριβή του Ναζισμού, του Φασισμού και του Γιαπωνέζικου Μιλιταρισμού, ως ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα, δεν είναι αποδεκτά σήμερα από τους νέους άρχοντες του κόσμου. Τα ανθρώπινα δικαιώματα μειώνουν τα κέρδη του καπιταλισμού, που χτίζει έναν κόσμο χωρίς δικαιώματα με την ενεργή υποστήριξη των κρατών που πρόθυμα παραχωρούν αρμοδιότητες. Αποτέλεσμα όλων αυτών η οικονομική κρίση και η κρίση αξιών που διέρχεται η χώρα μας, οι οποίες σε συνδυασμό με την ταραγμένη πολιτική κατάσταση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την έλευση χιλιάδων προσφύγων δημιουργούν ένα ιδιαζόντως εκρηκτικό μίγμα, παραπέμποντας σε στιγμές που έζησε η χώρα μας το 1922.
Σεβασμιότατε,
Εκπρόσωποι πολιτειακών, πολιτικών, στρατιωτικών και προξενικών αρχών, προσκαλεσμένοι, αγαπητοί συγχωριανοί,
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξή μας. Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος και δεν στήνουμε καμιά λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα και επικίνδυνη. Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Είναι απαραίτητη η μνήμη στον αγώνα για την αποφυγή τραγικών γεγονότων. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα και ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς τους αιτίες. Να θυμάται και να αγωνίζεται για να τις αποφεύγει.
Οι συμβολισμοί έχουν τεράστια σημασία και εμείς με τη στάση μας και τις ενέργειές μας πιστεύουμε πως θα τα καταφέρουμε με επιτυχία στο αγώνα μας ενάντια στη λήθη. Έτσι πιστεύουμε πως θα βρουν την αιώνια γαλήνη οι ψυχές των νεκρών μας που σαν πάλλευκα περιστέρια φτερουγίζουν αδικαίωτες στον ουρανό.
Κλίνουμε σήμερα ευλαβικά το γόνυ αποτίοντας τον ελάχιστο φόρο τιμής: ΑΙΩΝΙΑ ΣΑΣ Η ΜΝΗΜΗ.
Στάθης Ταξίδης
Δάσκαλος – Δημοσιογράφος
6974020458