Η άλωση της Κων/Πόλεως (1453 ) - (Ιστορική ποίηση της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Μπροστά πηγαίνει ο βασιλιάς, κτυπούνε οι καμπάνες
πίσω του κλήρος, ο λαός, άντρες, παιδιά και μάνες
ήχοι παντού σκορπίσανε στον άπνοο αγέρα
η νύχτα κλαίει λυπητερά που θα' ρθει η άλλη μέρα.
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ:
Άγια Θεοδοσία μου, σε προσκυνώ με πόνο
αύριο γιορτάζει η μνήμη σου και σου ανάβω μόνο
λαμπάδα και θυμίαμα, τραντάφυλλα σ' αφήνω
δώσε μου θάρρος στην καρδιά, άφοβος για να μείνω.
Τον κόσμο όλο φώτισε θαυματουργή οσία
δώσ' του ελπίδα στην καρδιά πως θα' ρθει σωτηρία
στολίζουν την εικόνα σου με του Μαγιού λουλούδια
έχουνε γιορτινή χαρά, ψέλνουν και λεν τραγούδια.
Έφτασ' η κρίσιμη στιγμή εμείς να μαχηθούμε
και για την Πόλη την τρανή όλοι να δοξαστούμε
η Άγια η Πίστη μας με του Χριστού το αίμα
θα είναι στου Δικέφαλου του Αετού το Στέμμα.
Λαέ, εμπρός να δώσουμε τη μάχη τη μεγάλη
με τους βαρβάρους άπιστους που ο Θεός θα βάλει
στον Άδη, μέσα στην πυρά, εκεί θε να τους κάψει
η γη θ' ανοίξει για να μπουν μέσα της να τους θάψει.
Το θράσος κι η μανία τους θα είναι για φοβέρα
να μη τρομάξετε αδερφοί από βοής αέρα
οι βόμβες και τα βέλη τους σ' αυτούς θε να γυρίσουν
και σαν την άμμο αμέτρητες όλους θα τους θερίσουν.
Άσπιλη Δέσποινα εσύ, Μαρία αειπαρθένε
βοήθησε μας, στην καρδιά, σπόρους ελπίδας σπέρνε
την Πόλη μας προστάτεψε, δώσε μας την ειρήνη
και του πολέμου το σπαθί ας φέρει την γαλήνη.
Όλοι ας δοξολογήσουμε τα Άγια, τα Θεία
και ας υμνήσουμε γλυκά με την Αγια-Σοφία
την Αγιότητα Θεού και του Χριστού τη Χάρη
ο Χάρος αύριο το πρωί τους άπιστους να πάρει.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Ω, Πόλη, όλων κεφαλή, του κόσμου το καμάρι
ο λάρυγγας την γλώσσα μου την έκανε κουβάρι
το στόμα μου σφραγίστηκε, σταμάτησε το πνεύμα
σαν είδα να ρημάζονται εικόνες μ' ένα νεύμα.
Τα τίμια και ιερά σκεύη της εκκλησίας
γίναν κομμάτια, γράφτηκε θρήνος λεηλασίας.
Ω, Πόλη! Πού το κάλλος σου; Πού ο παράδεισος σου;
Πού ο λαός σου ο πιστός; Τ' ασήμι, ο χρυσός σου;
Πατήθηκε η Αγια-Σοφιά, παραδοθήκαν όλοι
ο Πατριάρχης κι ο λαός αιχμάλωτοι στην Πόλη
τα πρόσωπα χάμω στη γη Θεό ευχαριστούνε
παίρνουνε χώμα, αλείφονται για να ευλογηθούνε.
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ:
Πασάδες κι εσείς Μπέηδες, σ' όλους απαγορεύω
αξιωματούχους και στρατό εσάς υπαγορεύω
κανένα μη σκοτώσετε ούτε να σκλαβωθούνε
αφήστε τους ελεύθερους Τούρκους να προσκυνούνε.
Η νίκη μας είναι τρανή, η ήττα τους μεγάλη
η ιστορία σαν κι αυτή δεν ξαναείδε άλλη.
Και όσοι φύγαν; Στο καλό! Δεν θα ξανάρθουν άλλοι
η ρωμιοσύνη χάθηκε, μαύρα φτερά θα βάλει.
Οι δρόμοι είναι λεύτεροι αυτούς για να γεμίσουν
ερημωμένες εκκλησιές αυτοί για να θρηνήσουν
άταφοι είναι οι νεκροί, που να' βρουν να τους θάψουν;
Αφήστε τους να φύγουνε κι αυτούς να παν να ψάξουν.
Έσβησε η ελπίδα τους κι η λευτεριά για πάντα
ευχάριστα είναι για μας ετούτα τα συμβάντα
οι άγγελοι τους έφυγαν κι έμειναν οι διαβόλοι
έραναν με τ' αίμα τους του Μωάμεθ το περβόλι.
Νάτοι οι ραγιάδες, έφτασαν στ' ανάκτορα εκεί πέρα
κοιτάζουνε αμίλητοι, ψηλά έχουν τα χέρια
όλοι θρηνούν, προσεύχονται στον Άγιο τους Πατέρα
ν' ανοίξουνε οι ουρανοί να μη ξανα' δουν μέρα.
Είδατε; Τι σας έλεγα; Μαύρες οχιές τους ζώνουν
σαν πληγωμένοι λέοντες αυτοί θα μαραζώνουν
και πάντοτε θα νοσταλγούν την ένδοξη την Πόλη
θα' ρχονται να την βλέπουνε απ' τις ηπείρους όλοι.
Να μάθουν να μη πολεμούν για δόξα και για νίκη
να μάθουνε τα πρόβατα πως τα φυλάνε λύκοι
που θα τους έχουν σκλάβους τους για τα στερνά τα χρόνια
κεφάλι να μη σκώσουνε ποτέ και να' ναι αιώνια.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Μα ξεγελάστηκε η Τουρκιά, πίστευε και θαρρούσε
πως της Ελλάδας τα παιδιά για πάντα θα πατούσε
δεν άκουσε ο Σουλτάνος τους τι ψίθυρους σκορπάνε:
«Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι».
("Σαρκοφάγου οιμωγές", εκδ. "εχέδωρος", 2015)