Η πλάκα έσκασε στα σύνορα – της Ευσταθίας Ματζαρίδου
Μας βρήκε η είδηση στο ταμείο της Γεωργικής Ένωσης, έντρομοι σκορπιστήκαμε, σαν να έπρεπε να εκκενωθεί το κτήριο λόγω βόμβας.
Στο δρόμο γεμίζαμε την καρότσα με ανθρώπους που βιάζονταν να φτάσουν στα σπίτια τους, χωμένη κάτω απ’ την ομπρέλα της γιαγιάς μου κοιτούσα τα οπίσθια της Κίτσας, που από τη ζέστη κι απ’ τις απανωτές καμτσικιές του παππού μου νόμιζα θα σωριαστεί. Όταν φτάσαμε, η μάνα μου είχε ήδη γεμίσει τσουβάλια με ρούχα και περίμενε τον πατέρα μου να επιστρέψει απ’ την οικοδομή. Έριχναν την πλάκα της Ολυμπίας, την πλάκα στην καρδιά του καλοκαιριού δεν μπορείς να την αφήσεις στη μέση…, θα σκάσει. Ήρθε σε καμιά ώρα, αγέλαστος και αλευρωμένος με τσιμέντο, σαν να ήταν σε κατεδάφιση οικοδομής, ο ιδρώτας του έτρεχε και σχημάτιζε μονοπάτια. Πώς τα κατάφερνε και γέμιζε τόσο τσιμέντο; Tον φανταζόμουν κάθε φορά να κάνει αδεξιότητες και να πέφτουν πάνω του όλα τα υλικά της οικοδομής, σαν να χτίζεται ο ίδιος κι όχι να χτίζει. Φορτώσαμε τα τσουβάλια στο Datsun, κι ανεβήκαμε δυο οικογένειες άνθρωποι. Ο παππούς μου έμεινε. Όλοι οι παππούδες έμειναν. Δεν μπορούσαν να αφήσουν τα σπίτια αφύλαχτα ούτε και τα ζωντανά νηστικά.
Ξεκινήσαμε. Τα αυτοκίνητα κορνάροντας προσπερνούσαν τα τρακτέρ, τα παιδιά χαιρετιόμασταν, ένας ξάδερφός μου, οδηγός τρακτέρ, φώναζε, «θα την πάρουμε την Πόλη». Όταν περνούσαμε από νεκροταφεία, έλεγε η γιαγιά μου, «θα ανοίξουν όλα τα μνήματα…», η μάνα μου σταυροκοπιόταν. Κι εγώ από τον καθρέφτη του Datsun έβλεπα τον πατέρα μου σκυθρωπό, να φυσά και να ξεφυσά για την πλάκα της Ολυμπίας που θα έσκαγε, και σφιγγόταν το στομάχι μου.
Ιούλιος του ’74. Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο. Επιστράτευση. Εμείς στα σύνορα εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας και τραβήξαμε για το τριεθνές.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.
ΠΗΓΗ: frear.gr