Οι γιαγιάδες που μας υπήρξαν [Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης]
Νοσταλγώ τις γιαγιάδες. Αλλά τις αληθινές γιαγιάδες. Όχι τις χαζοβιόλες των παραμυθιών που στάζουνε σιρόπι από το στόμα ή τις σημερινές τις νεανίζουσες που έχουνε βάλει υπενθύμιση
στο κινητό το ραντεβού τους με την κομμώτρια και την αισθητικό. Εγώ λέω για κάτι Πόντιες γριές, σαν τα προϊστορικά τέρατα ή τις υπεραιωνόβιες ελιές με τις τεράστιες κουφάλες. Τις μαγκούφες, τις αναμαλλιασμένες, τις λιγομίλητες και τις καμπούρες. Με κάτι μυθικά ονόματα όπως Απεσλάβα, Τουλουίνα, Χαλίλαινα, Ματρώνα, Κοτσάρα, Φαχούραινα. Κρατώ σαν φυλαχτό τη μνήμη τους. Μαζί με τη γεύση που είχαν τα πισία, τα χαψία και τα αβγά που μας έδιναν στα κάλαντα αλλά και τις απειλές, τις φοβέρες και τις κατάρες τους κάθε φορά που μας έπιαναν να κλέβουμε κυδώνια ή βερίκοκα από τους μπαξέδες τους.
Έχω πολλές φορές πει ότι αποστρέφομαι τη γεροντίστικη ωραιοποίηση του παρελθόντος. Την πασπαλισμένη από τη γλυκερή νοσταλγία του «τι ωραία που ήταν τότε που…». Αλλά για τούτες τις γιαγιάδες νιώθω μια έντονη πεθυμιά. Μαζί με ευγνωμοσύνη. Γιατί περιέφεραν στον παιδικό μου κόσμο μια υπενθύμιση του θανάτου, μια απόδειξη της φθοράς και ως τέτοιες έθεταν έστω και εν αγνοία τους ένα όριο στην ύβρη.
Όπως η Ελεβιλσίσσα. Που της έσφαξε ένας χίτης τα δίδυμα παιδιά στον Εμφύλιο. Και μέχρι που να πεθάνει δεν έπαψε να τα μοιρολογεί σαν να ’ταν φρέσκο αίμα.
Π.Χ. Κίχλη, Η ιδιωτική μου αντωνυμία, 2018