Χάσαμε τον παππού, στοπ. Πήγε να προφυλάξει τα δυο χιλιάρικα που είχε μαζέψει με αίμα και τα κράταγε για την κηδεία του
Ο ογδοντάχρονος κυρ Βασίλης μέσα στο κατακαλόκαιρο, πήγε τρεις φορές με τα πόδια στον λογιστή του, πέντε - έξι τετράγωνα μακριά, μέχρι να ανοίξει το σύστημα και να πάρει το αναγκαίο χαρτί για να το πάει στην Τράπεζα
και να προστατεύσει τον συνταξιοδοτικό του λογαριασμό από την εφορεία. Τα δυο χιλιάρικα που είχε μαζέψει με αίμα τα κράταγε για την κηδεία του. Μια βδομάδα, σε συνθήκες καύσωνα, όργωσε με το μπαστουνάκι του όλο το κέντρο για να βρει γιατρό που δεν είχε υπερβεί το πλαφόν να του γράψει τα φάρμακά του. Μάταιος κόπος. Χθες, στην ανηφόρα της Αριστοτέλους τον έπιασε και η μπόρα κι έγινε μούσκεμα ως το κόκκαλο. Γύρισε, σύρθηκε για την ακρίβεια ως το κονάκι του, τουλάχιστον κρατούσε στα χέρια και το χαρτί του taxis και την συνταγή. Την Δευτέρα επιτέλους θα τέλειωναν τα βάσανα του, φοβόταν επειδή χρωστούσε το χαράτσι, μην του κατασχέσουν τα λεφτά. Ήταν πολύ κουρασμένος για να ψάξει για εφημερεύον φαρμακείο, έμεινε ακόμη μια μέρα χωρίς φάρμακο για την καρδιά.