Η ειρωνεία ως σχόλιο της Ιστορίας, του Θανάση Σκαμνάκη
Προτείνω μια διερεύνηση μέσω δανείου. Στο επίμετρο του μυθιστορήματος
του Ίταλο Σβέβο Ησυνείδηση του Ζήνωνα (εκδ. αντίποδες) ο Τζέιμς Γουντ γράφει:
«Στο The Book of Scottish Anecdote (1888) υπάρχει ένα πολύ χαρακτηριστικό κωμικό επεισόδιο.Ένας ευγενής επιπλήττει τον υπηρέτη του: αληθεύει, τον ρωτάει, ότι έχεις το θράσος να διαδίδειςδεξιά κι αριστερά ότι ο αφέντης σου είναι τσιγκούνης; Όχι, όχι , απαντά ο υπηρέτης, κανείς δενμπορεί να με κατηγορήσει για κάτι τέτοιο: “Εγώ κρατάω τις σκέψεις μου για τον εαυτό μου”.
Τα περισσότερα κωμικά έργα στηρίζονται σε μια λογική αντίφαση, όπου τα μέσα τρέπονται σε φυγήμπροστά στους σκοπούς, κάπως σαν έναν σκορπιό που θα μπορούσε να τσιμπήσει τον εαυτό τουκατά λάθος.
Η κωμική αντίφαση αναπαράγεται σε διάφορα επίπεδα πιθανότητας ταυτόχρονα, κι αυτό ακριβώςσυμβαίνει και στα παραπάνω παράδειγμα.
Αν υποθέσουμε ότι αυτό το αστείο βασίζεται στην ιδέα ότι ο υπηρέτης όντως πιστεύει ότι ο αφέντηςτου είναι τσιγκούνης, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο κωμικές αντιφάσεις. Πρώτον, ο υπηρέτης,πιστεύοντας ότι έτσι αθωώνει τον εαυτό του για το αδίκημα ότι μίλησε απρεπώς για τον αφέντη του,δεν συνειδητοποιεί ότι την ίδια στιγμή καταδικάζει τον εαυτό του γα το ισοδύναμο αδίκημα του νασκέφτεται απρεπώς για τον αφέντη του. Και δεύτερον, απαντώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στοναφέντη του, ο υπηρέτης δεν κρατάει τις σκέψεις του για τον εαυτό του αλλά τις μοιράζεται άθελάτου.
Οι παρεξηγήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους προκαλούν το γέλιο, γιατί κάθε φορά, πέρα από τηνπροφανή φαρσοκωμωδία του ανθρώπινου αδιεξόδου, καταδεικνύουν τη βαθιά ματαιοδοξία τουεαυτού, που σαν κάθε ματαιόδοξη καλλονή φοράει μια γούνα φτιαγμένη από τα μινγκ του εγωισμού.
Στο σκωτσέζικο ανέκδοτο, δύο περίκλειστοι εγωισμοί συνομιλούν χωρίς να καταλαβαίνουν ο έναςτον άλλον: ο αφέντης, που σκέφτεται τον εαυτό του, ρωτάει τον υπηρέτη αν έχει αμαυρώσει τηφήμη του· ο υπηρέτης, που επίσης σκέφτεται τον εαυτό του, απαντά απλώς με πληροφορίες για τιςδικές του νοητικές λειτουργίες.
Αν σε αυτό οφείλεται εν μέρει το γεγονός ότι το ανέκδοτο είναι αστείο, η κωμωδία φαίνεται εδώ ναδιατηρεί την ηθική, αναμορφωτική της λειτουργία - φωτίζει την τυφλότητα και την ανοησία και τωνδύο πλευρών, κηλιδώνοντας το λούστρο της ματαιοδοξίας και παγιδεύοντας τον διαβολικό εαυτό.
Αυτή είναι η αρκετά αυστηρή μπερξονική ιδέα της κωμωδίας ως κάθαρσης.
Ασφαλώς όμως η κωμωδία λειτουργεί επίσης συγχωρητικά, κωδικοποιώντας εντός της ένα αίσθημασυμπόνιας.
Αν το θέμα της ματαιοδοξίας του εαυτού μας κάνει να γελάμε, με τον ίδιο τρόπο μας κάνει και νακλαίμε, γιατί μας προκαλούν θλίψη οι μεγάλες ψευδαισθήσεις ελευθερίας που συλλέγει με μανία οεαυτός.
Το σκοτσέζικο ανέκδοτο είναι πολύ σύντομο για να προκαλέσει πάθος, εμπεριέχει όμως δυνάμει τηνκωμική-αξιολύπητη ιδέα ενός ανθρώπου που καταδικάζει τον εαυτό του τη στιγμή που νομίζει πωςτον αθωώνει.
Ο Δον Κιχώτης είναι ίσως η πιο μεγαλειώδης διερεύνηση της κωμικής ψευδαίσθησης τηςελευθερίας· το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος του Θερβάντες τελειώνει με τον Δον Κιχώτη ναυπερασπίζεται δεξιοτεχνικά την αποστολή του περιπλανώμενου ιππότη: “Όσο για μένα, μπορώ ναπω πώς από τότε που είμαι πλανόδιος ιππότης, είμαι αντρείος, ευγενικός, γενναιόδωρος,καλοαναθρεμμένος, μεγαλόψυχος, καλότροπος, άφοβος, πράος, υπομονετικός στο να υποφέρωκόπους, φυλακές και μαγέματα”.
Η αυτοπεριγραφή δεν είναι εντελώς εξωφρενική. Αλλά αυτό που πονάει σε τούτο το απόσπασμαείναι ότι, για να αποκτήσει κάποιες από τις παραπάνω ιδιότητες (και δεν ήταν καθόλου πράος), οΔον Κιχώτης έπαψε να είναι ο εαυτός του: έγινε τρελός.
Ενώ πιστεύει ότι είναι ελεύθερος, είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά δέσμιος: την ώρα πουαπαριθμεί τις αρετές, μεταφέρεται από έναν καλοσυνάτο καλόγερο και κουρέα, για τη δική τουςασφάλεια, πίσω στο χωριό του κλεισμένος σε κλουβί».
Εδώ τελειώνει το εκτενές απόσπασμα, που μου φάνηκε ωραίο κι είπα να το μοιραστώ.
Για την ειρωνεία της ματαιοδοξίας και του διαλόγου όπου οι «περίκλειστοι εγωισμοί συνομιλούνχωρίς να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον».
Για την ψευδαίσθηση της ελευθερίας στο παιχνίδι της ανθρώπινης κωμωδίας.
Για το πως στήνεται αυτό το παιχνίδι των παρεξηγήσεων, που κάνει πιο ανάγλυφη την εικόνα τηςζωής των άλλων, αλλά αποκαλύπτει το χάσμα και της δικής μας ζωής («φωτίζει την τυφλότητα καιτην ανοησία»), το οποίο παιχνίδι όμως εμείς δεν βλέπουμε, καθώς, μη έχοντες συνείδηση τωνψευδαισθήσεών μας, ενδυόμαστε ρόλους, ανερχόμαστε στο θρόνο του νεφεληγερέτη Δία καιεξαπολύουμε κεραυνούς που μπορούν να κατακάψουν το σύμπαν, αλλά εν τέλει καταλήγουν σε έναπλαφ, σαν εκείνα να χαρτάκια κηροζίνης που στον αέρα αναφλέγονται, προλαβαίνουν μόλις ναλάμψουν με μια γαλαζωπή φλογίτσα, κι αμέσως εξαφανίζονται, γιατί δεν μπορούν να τηνκρατήσουν, ούτε να τη μεταδώσουν.
Ώστε, ανάμεσα στην ηρωική πόζα που παίρνουμε, Λένιν στο σταθμό της Φινλανδίας Απρίλη του1917, και την εικόνα του Δον Κιχώτη στο κλουβί η απόσταση να είναι ένα ανοιγοκλείσιμοβλεφάρων.
Η εποχή μας, της τεχνολογίας και του διαδικτύου, παρέχει πολλές ευκαιρίες για ανάλογες πόζες.
Όπως εξ άλλου παρέχει και η κομματιασμένη σε μερίδια πραγματικότητα (και οι μικροί ρόλοι πουμοιράζει), με τα οποία οι μικροί όμιλοι και οι μικροί άνθρωποι αντικαθιστούν τον μεγάλο κόσμο.
Η αλήθεια είναι πως η αναμέτρηση των ανθρώπων με την Ιστορία είναι μια πολύ επικίνδυνη καικοπιώδης υπόθεση. Ανάμεσα στο μεγαλειώδες και το γελοίο μπορεί να μεσολαβεί ελάχιστηαπόσταση και χρόνος. Πολύ περισσότερο στην εποχή της πτώσης των παλαιών ειδώλων.
Κι ωστόσο, χωρίς αυτή την πόζα, την απειλή της γελοιότητας, την εμμονή που μπορεί ναμετατρέπεται σε γραφικότητα, την ψευδαίσθηση του Δον Κιχώτη, δεν γίνονται οι μικρές, αναγκαίεςυπερβάσεις του παρόντος που οδηγούν στο μέλλον.
Χωρίς την μικρή καθημερινότητα δεν πολλαπλασιάζεται ο κόσμος και, όπως γράφει ο Ρ. Μούζιλ,«τα μικρά καθημερινά έργα ως κοινωνικό άθροισμα και λόγω της ικανότητάς τους νααθροίζονται φέρνουν στον κόσμο πολύ μεγαλύτερη ενέργεια απ’ ό,τι οι ηρωικές πράξεις».
Όμως, η ζωή δεν καταγράφει τους καθημερινούς ηρωισμούς ως αποδείξεις της Ιστορίας. Η Ιστορίατις αποδείξεις τις εκδίδει πολύ μετά. Και δεν έχουν ισχύ στην εφορία και στις δημόσιες αρχές, ούτεστις κοινωνικές συναλλαγές, για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν το όνειρό τους ακόμα.
Αν και πάντα, βρίσκονται εκείνοι που στη διαδρομή τις επιδεικνύουν ως ισχυρό προσόν,προκειμένου να αποσπάσουν στη ανταλλαγή μερίδια μιας ψευδαίσθησης λάμψης ή εξουσίας, νααντικαταστήσουν το νεανικό σχέδιο με μια κάποια αποδοχή τόσο στο μεγάλο όσο και στο μικρόκόσμο (γιατί και οι μικροί κόσμοι μπορεί να έχουν μια αίγλη, ανάλογη με τις απαιτήσεις σου και τομέγεθός σου) ή απλώς με μια κάποια αναγνώριση από εκείνους που άλλοτε χλεύαζαν - η δύναμητης ισχύος και η αδυναμία της επαγγελίας.
Αλλά, η ειρωνεία είναι πάντα η εκδίκηση που παίρνει το όνειρο (και η Ιστορία) από τοναποκαμωμένο ρεαλισμό!
Μια ειρωνεία (όπως) στην ποίηση:
Τι βαρετό - να ’σαι ο Κάποιος!
Πόσο δημόσιο - ένα βατράχι ας πούμε κάπως -
Που τ’ όνομά του - έναν Ιούνη ατέλειωτο - κοάζει -
Σ’ έναν Λασπότοπο που το θαυμάζει!
(Έμιλυ Ντίκινσον, Το ανεξάντλητα σημαίνον, μετ. Έλλη Συναδινού, εκδ. Ιδεόγραμμα)