Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
«Λοιπόν, τι ανακαλύπτει η "ελίτ της διανόησης" καθώς ξεκινά να αναλογίζεται τα συναισθήματά της;
Αυτά τα ίδια τα συναισθήματα; Εδώ και καιρό βρίσκονται στα αζήτητα. Αυτό που απέμεινε είναι ο κενός χώρος όπου, μέσα σε δίσκους βελούδινους και σκονισμένους, στο σχήμα της καρδιάς, βρίσκονταν κάποτε τα συναισθήματα -- η φύση και η αγάπη, ο ενθουσιασμός και η ανθρωπιά. Τώρα, χαϊδεύονται αφηρημένα οι κενές μορφές. Μια ειρωνεία που τα ξέρει όλα νομίζει πως έχει βρει περισσότερα σ' αυτά τα υποτιθέμενα στερεότυπα από ό,τι στα ίδια τα πράγματα· κάνει μεγάλη φασαρία για την ένδειά της και μετατρέπει το κενό που χάσκει με στόμα ανοιχτό σε πανηγυρισμό. Διότι αυτό είναι το νέο σ' αυτή την αντικειμενικότητα -- καυχιέται τόσο για τα ίχνη των πρώην ψυχικών αγαθών όσο καυχιέται και η μπουρζουαζία για τα υλικά της αγαθά. Ποτέ δεν έχουν γίνει τόσο βολικές διευθετήσεις σε τόσο άβολες καταστάσεις» [Βάλτερ Μπένγιαμιν - Αριστερή μελαγχολία].
***
Τασος Λειβαδιτης
«Πέντε δίκοχα γύρω
Ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο από τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο απ' τις βουρδουλιές
μόλις πατάν' τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώνεται κανείς να δει
ένα κορίτσι που γελάει πίσ' απ' το φράχτη.
Ο λοχαγός τον ρωτάει.
Ο βούρδουλας καίει το πετσί
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα
ύστερα θυμάται
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί
για τόσο μεγάλες πέτρες
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά
δεν πρόφτασε να πιαστεί
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες
άνοιξε
μια γυναίκα αλαλιασμένη
φώναζε μονάχα: μη
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να θυμάται
και να ζήσει.
Θέλει να ζήσει
όπως θέλετε κι εσείς.
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει ν' αγαπάει
και να ζήσει.
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
Ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα του λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι συντρόφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.»
[Μάχη στην άκρη της νύχτας»].
***
«Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κι' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δε θα 'θελα να το λαβώσεις.»
[«Μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Τρία Ποιήματα»]
***
«Εκεί που άλλοτε λέγαμε: ουρανός, τώρα λέμε: κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα»
***
«Πλανόδιοι αργυραμοιβοί στους δρόμους
παζάρευαν τις μέρες μας
με αμφίβολα νομίσματα
από μελλοντικές αβέβαιες εποχές»
***
«Μεγάλα λόγια στις γωνίες
των δρόμων,
ρήτορες σαν τους λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα
για μελλοντικές κληρώσεις»
***
Μανόλης Αναγνωστάκης
Κι ήθελε ακόμη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει,
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα, πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα
περιμένω...
***
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
«Όχι,
και έπρεπε και πρέπει
να αδράξουμε τα όπλα,
μονάχα πιότερο
ετοιμασμένοι και αποφασιστικοί.
Καινούργιων σηκωμών τη μέρα βλέπω.
Ατρόμητη
σηκώνεται και πάλι
η εργατιά.
Επίθεση για πάντα,
άμυνα ποτέ
το σύνθημα θα είναι των μαζών
και η πηγή της δύναμής τους!
Κι αυτός ο χρόνος
μέσα στ’ αφρισμένο αίμα
και οι πληγές αυτές
στης εργατιάς τη ράχη,
θα βρούνε
στην ερχόμενη έφοδο
δικαίωση —
σαν δοκιμή σκληρή, σαν πρώτο δίδαγμα».
[Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Η Μόσχα στις φλόγες]
Επιμέλεια
Νίκος Δ.