Το σκιάχτρο του μπαξέ [ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ]
Είχε η μάνα μου έναν μπαξέ με κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πιπεριές Φλωρίνης, ντομάτες, αγγούρια κι άλλα ζαρζαβατικά. Ντόπιες ποικιλίες, φυλαγμένοι σπόροι αναντάμ παπαντάμ, ορισμένοι μάλιστα απ’ τον Πόντο. Κάθε μπουκαλάκι και μια ετικέτα: μαύρο καρπούζι, πεπόνι Άργους, κρεμμύδι χλωρό, λάχανο Μακεδονίας, μαρούλι Τραπεζούντας. Με το που εγκαταστάθηκα μόνιμα εδώ έκανα φιλότιμες προσπάθειες να τον κρατήσω τον μπαξέ. Έβαλα ποτιστικό σύστημα, πήρα φρέζα, το γύρισα στα υβρίδια. Στον τρίτο χρόνο άρχισα να βαριέμαι. Πολύς κόπος, μικρό το όφελος, αλλά το κύριο ήταν που μου χάλαγαν οι καλοκαιρινές διακοπές. Πάει μια δεκαετία που τα ’χω παρατήσει εντελώς, για την ώρα βολεύομαι με τα λαχανικά και τα φρούτα των σούπερ μάρκετ και ελπίζω να ξανασχοληθώ στη σύνταξη. Ο μπαξές είναι γεμάτος από τσουκνίδες, αγριάδες, βάτα και γαϊδουράγκαθα αλλά στο κέντρο του συνεχίζει να στέκει το ίδιο καλοκαμωμένο σκιάχτρο από την εποχή της μάνας μου. Πού και πού πάω και ανανεώνω το ψάθινο καπέλο του ή του φορώ τα πιο πρόσφατα παλιόρουχά μου. Κάθομαι μετά και του κάνω καζούρα, ότι τον ντύνω με την τελευταία λέξη της μόδας και ότι όλες οι γκόμενες θα ’λιωναν μπροστά του. Αλλά καλό κουμάσι κι ελλόγου του με το που μπαίνει ο Μάης έρχεται στον ύπνο μου κι άλλοτε στέκεται με ανοιγμένα χέρια κάτω από τον ήλιο επαιτώντας για λίγη βροχή κι άλλοτε τον ακούω να προσκαλεί τσίου, τσίου, τσίου τα σπουργίτια, τις κάργες και τα μαυροπούλια να φέρουν σπόρους. Το ωραίο είναι ότι αρχές Ιούνη βλέπω να φυτρώνουν δυο τρεις ρίζες αγριοντοματιάς και από κάνα καρπούζι αλλά παρ’ όλες τις επίμονες ερωτήσεις μου το σκιάχτρο κάνει ότι τάχα μου δεν ξέρει.