kozanitvbanner1363x131pix

banner 728x90 PJC 4

b834pix

ecofloor230

ΤΕΝΤΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 1

pantelidisGIF834pix

asepop 2021 a

artinhouse2

garden hall banner1

musicart834pix

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα

noisi1

"Για μια παιδαγωγική της Αντίστασης. Διδάσκοντας ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό και τον νέο ιμπεριαλισμό"

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΡΟΛΛΙΟΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ MCLAREN ΚΑΙ FARAHMANDPUR:

"Για μια παιδαγωγική της Αντίστασης. Διδάσκοντας ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό και τον νέο ιμπεριαλισμό"[1]

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η δημοσίευση στην ελληνική γλώσσα του βιβλίου των Peter McLaren και Ramin Farahmandpur Για μια Παιδαγωγική της Αντίστασης. Διδάσκοντας ενάντια στον Παγκόσμιο Καπιταλισμό και το Νέο Ιμπεριαλισμό, οκτώ χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, είναι ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός για τη διεύρυνση και την εμβάθυνση της συζήτησης σχετικά με την κριτική παιδαγωγική στη χώρα μας. Όσα θα αναφέρω στη συνέχεια θεμελιώνονται στην εισαγωγή μιας σχετικής συλλογής κειμένων που επιμελήθηκα μαζί με την Παναγιώτα Γούναρη πριν δύο χρόνια και στοχεύουν στην παρουσίαση της γέννησης και της ανάπτυξης της κριτικής παιδαγωγικής στις Η.Π.Α. ως βάσης για την κατανόηση του συγκεκριμένου βιβλίου.

                     * * *

Η κριτική παιδαγωγική είναι ένα ρεύμα θεωρητικής σκέψης και πρακτικής που εμφανίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1980 στις Η.Π.Α. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Henry Giroux και στη συνέχεια από τους Stanley Aronowitz και Peter McLaren οι οποίοι συνεργάστηκαν μαζί του για τη συγκρότηση του περιεχομένου της. Η κριτική παιδαγωγική, όπως κάθε ρεύμα παιδαγωγικών ιδεών, σχετίζεται άμεσα με την εποχή της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρώτη φάση της μεταπολεμικής περιόδου (1945-1960) χαρακτηρίστηκε από την οικοδόμηση ενός κράτους ευημερίας σε συνθήκες κοινωνικοπολιτικής σταθεροποίησης στο εσωτερικό της χώρας και ψυχρού πολέμου στις διεθνείς σχέσεις. Στη δεύτερη φάση της μεταπολεμικής περιόδου (1960-1980), η εσωτερική σταθερότητα των Η.Π.Α. τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων και στη συνέχεια το φοιτητικό κίνημα και το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, διέλυσαν την εικόνα της κοινωνίας ευημερίας και συναίνεσης, η οποία μέχρι τότε απέκρυπτε τις πολυποίκιλες ανισότητες και την καταπίεση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το γυναικείο κίνημα οργάνωσε την πρώτη πετυχημένη εθνική απεργία γυναικών θέτοντας ζητήματα που αποτελούσαν ταμπού για την αμερικάνικη κοινωνία. Όμως, οι επιμέρους κατακτήσεις του δεν κατάργησαν τον σεξισμό, όπως το κίνημα των μαύρων, παρά τις δικές του κατακτήσεις, δεν κατάργησε τον ρατσισμό.

Στις εκλογές του 1980, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ronald Reagan υποσχέθηκε μια «επανάσταση των ιδεών» που θα απελευθέρωνε το καπιταλιστικό πνεύμα από την «τυραννία» της ομοσπονδιακής γραφειοκρατίας και των κυβερνητικών ρυθμίσεων, καθώς και τη μείωση των φόρων. Θα ενίσχυε την παλιά ηθική που είχε αμφισβητηθεί σταματώντας τις αμβλώσεις, επαναφέροντας τις θρησκευτικές αξίες στα σχολεία, καταπολεμώντας την εγκληματικότητα και τις «νευρωτικές βιαιότητες» των φοιτητών. Θα αποκαθιστούσε την τιμή του έθνους και θα ξανακέρδιζε τον διεθνή σεβασμό με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και την επίδειξη πυγμής απέναντι στη Σοβιετική απειλή. Ήταν η αρχή μιας νέας φάσης για τη μεταπολεμική περίοδο της ιστορίας των Η.Π.Α.

Η αναβίωση της αριστερής σκέψης και ο πολιτικός ριζοσπαστισμός που συνδέονταν, από τη μια μεριά, με τα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων και της εναντίωσης στον πόλεμο του Βιετνάμ και, από την άλλη, με νέες ριζοσπαστικές προσεγγίσεις στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία, στην οικονομία και στην ιστορία, ευνόησαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 την αμφισβήτηση της εκπαίδευσης ως του «μεγάλου εξισωτή» των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Τα κοινωνικά κινήματα τα οποία διέρρηξαν τη συναίνεση της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αποτελούσαν βασικούς παράγοντες που έπρεπε να λάβει υπόψη της μια νέα ριζοσπαστική παιδαγωγική. Οι σχέσεις της εκπαίδευσης με τη φυλή και το κοινωνικό φύλο έπρεπε να ερευνηθούν, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι οι σχέσεις της εκπαίδευσης με την κοινωνική τάξη, στις οποίες είχαν επικεντρωθεί προηγούμενες αναλύσεις, μπορούσαν να αγνοηθούν. Σύμφωνα με τον Michael Apple, η θεωρητική εργασία του οποίου έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη θεμελίωση της κριτικής παιδαγωγικής αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί της, ήταν αναγκαίο να διαμορφωθεί ένα θεωρητικό σχήμα για την οργάνωση και τη λειτουργία της κοινωνίας το οποίο να συνδέεται με τις δυναμικές της κοινωνικής τάξης, της φυλής και του κοινωνικού φύλου. Η εκπαίδευση δεν αποτελεί ένα σταθερό εγχείρημα που κυριαρχείται από συναίνεση, αλλά χαρακτηρίζεται από πολιτικές, πολιτισμικές και οικονομικές διαμάχες. Η κάθε μια από αυτές τις διαμάχες επιδρά στις άλλες και όλες απορρέουν από δομικούς ανταγωνισμούς, συμβιβασμούς και αγώνες.

Εδώ, είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η εκπαίδευση στις Η.Π.Α. δεν είχε μελετηθεί με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο από μαρξιστική σκοπιά. Ωστόσο, το 1976, οι κοινωνιολόγοι Samuel Bowles και Herbert Gintis δημοσίευσαν ένα βιβλίο με τίτλο Η Σχολική Εκπαίδευση στην Καπιταλιστική Αμερική όπου χρησιμοποιούσαν την μαρξιστικής προέλευσης έννοια της αναπαραγωγής. Αν και οι συγγραφείς του δεν ήταν Μαρξιστές, τόσο ο τίτλος όσο και το περιεχόμενό του σχετίζονταν, έμμεσα, με την αναβίωση της αριστερής σκέψης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Apple υποστήριξε ότι η προσέγγιση της αναπαραγωγικής λειτουργίας της εκπαίδευσης των Bowles και Gintis ήταν σημαντική, αλλά μονομερής. Επρόκειτο για μια οικονομιστική προσέγγιση η οποία δεν μπορούσε να φωτίσει πλήρως τον χαρακτήρα των μηχανισμών κυριαρχίας και τη λειτουργία τους στην καθημερινή δραστηριότητα της σχολικής ζωής. Δεν υπήρχε αντιστοιχία ένα προς ένα ανάμεσα στην οικονομία και τη συνείδηση, η οικονομική βάση δεν προσδιόριζε αυτόματα την υπερδομή. Ήταν αναγκαίο να σκεφτόμαστε σχεσιακά, να σκεφτόμαστε τη σχολική γνώση ως προϊόν ιδεολογικών και οικονομικών συγκρούσεων, εντός και εκτός της εκπαίδευσης. Η αναπαραγωγή δεν πραγματοποιείται μόνο μέσω της παθητικής αποδοχής της ηγεμονικών ιδεολογιών, αλλά μέσα από αντιπαράθεση και αντιστάσεις, οι οποίες, βέβαια, διεξάγονται στο πεδίο που ορίζεται από το κεφάλαιο και όχι απαραίτητα από εκείνους οι οποίοι εργάζονται στα γραφεία, τα καταστήματα και τα εργοστάσια.

Η ηγεμονία δεν είναι κάτι αυθύπαρκτο, αλλά, πρωταρχικά, συνδέεται με το κράτος. Δεν είναι ένα τετελεσμένο κοινωνικό γεγονός, αλλά μια διαδικασία  με την οποία οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις και ομάδες κατορθώνουν να κερδίζουν την ενεργητική συναίνεση εκείνων τους οποίους εξουσιάζουν. Η εκπαίδευση, λοιπόν, ως μέρος του κράτους, πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό στοιχείο για τη δημιουργία αυτής της ενεργητικής συναίνεσης. Το ίδιο το κράτος είναι πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και τμήματά τους, καθώς και κοινωνικών φύλων και φυλετικών ομάδων. Επειδή είναι πεδίο αυτών των συγκρούσεων, πρέπει να δημιουργεί συναίνεση ανάμεσα σε μια μεγάλη μερίδα των αντιπαρατιθέμενων ομάδων. Έτσι, για να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του, το κράτος χρειάζεται να ενοποιεί βαθμιαία και συνεχώς πολλά συμφέροντα συμμάχων, αλλά ακόμα και αντίπαλων ομάδων, πράγμα που σημαίνει μια συνεχή διαδικασία συμβιβασμών, συγκρούσεων και ενεργητικού αγώνα για τη διατήρηση της ηγεμονίας.

Ο Giroux υποστήριζε και αυτός, όπως ο Apple, ότι η θεωρία των Bowles και Gintis ήταν σημαντική, επειδή τόνιζε ότι τα σχολεία δεν μπορούν να αναλυθούν έξω από το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν και επειδή εναντιωνόταν στην ενοχοποίηση των δασκάλων και των μαθητών για την εκπαιδευτική αποτυχία. Ωστόσο, υπογράμμιζε ότι ως θεωρητικό μέτρο του σύνθετου και, συχνά, αντιφατικού ρόλου τον οποίο έπαιζαν τα σχολεία στη διαμεσολάβηση και αναπαραγωγή της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, η θεωρία αυτή όχι μόνο είχε εξαντλήσει τη θεωρητική της διαδρομή, αλλά αντιπροσώπευε, πλέον, μια μονοδιάστατη Οργουελιανή απειλή εναντίον κάθε ελπίδας κοινωνικού αγώνα ή χειραφέτησης. Η έννοια της ηγεμονίας ήταν απούσα στη θεωρία της αντιστοίχισης, με αποτέλεσμα  η κυριαρχία και η συνείδηση να εγκλείονται αποκλειστικά στη λογική της καπιταλιστικής παραγωγής, τα σχολεία να παρουσιάζονται ως δευτερεύουσες δυνάμεις χωρίς δική τους αυτόνομη ή ημι-αυτόνομη ύπαρξη και η πολιτική δράση να υπάγεται στις λειτουργίες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, χάνοντας τις δυνατότητές της ως μορφή αντίστασης που γεννιέται από τις αντιφάσεις και τους αγώνες στις σφαίρες της κουλτούρας και της ιδεολογίας.

Οι Bowles και Gintis αγνόησαν το περιεχόμενο της διδασκαλίας στο σχολείο. Αγνόησαν το πως η κυρίαρχη κουλτούρα μεταφέρεται στα σχολεία μέσω των σχολικών εγχειριδίων, των υποθέσεων τις οποίες οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν στη δουλειά τους, των σημασιών που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να συνδυάσουν τις εμπειρίες τους στη σχολική τάξη, και της μορφής, καθώς και του περιεχομένου, των αντικειμένων διδασκαλίας. Επίσης, αγνόησαν το ότι υπάρχουν αντιστάσεις στην κυρίαρχη ιδεολογία, που συχνά απορρίπτεται ή επαναπροσδιορίζεται από το σύνολο των σημασιών τις οποίες φέρνουν στο σχολείο οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν μια ενιαία θεωρία για την ιδεολογία και την κοινωνική αναπαραγωγή, σύμφωνα με την οποία η ηγεμονία θα συσχετιζόταν με όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ύπαρξης, την οικονομική, την πολιτισμική, την κοινωνική και την πολιτική. Μια τέτοια θεωρία θα μπορούσε να κατανοήσει τους αντιμαχόμενους ισχυρισμούς για το σχολείο και τις αντιφάσεις των καθημερινών σχολικών δραστηριοτήτων, με σκοπό τη διαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων που θα προωθούσαν την κοινωνική και πολιτική ανασυγκρότηση.

Ο Giroux επέκτεινε την κριτική του και προς άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις για τον αναπαραγωγικό ρόλο της εκπαίδευσης, πιο συγκεκριμένα εκείνες των Louis Althusser, Pierre Bourdieu και Basil Bernstein, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υποτιμούν τις διαμάχες και τις αντιφάσεις, αλλά και αγνοούν την αντίσταση και τον αντι-ηγεμονικό αγώνα. Ακόμη, εξέτασε κριτικά τη δομική και την πολιτισμική παράδοση στη μαρξιστική σκέψη για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του δυισμού δομής – συνείδησης και να προτείνει μια θεωρία ιδεολογικής κριτικής που θα χρησιμοποιούσε θέσεις και των δύο παραδόσεων για να αναπτυχθεί μια ριζοσπαστική παιδαγωγική η οποία θα στηριζόταν στις έννοιες της αναπαραγωγής, της παραγωγής και της ανασυγκρότησης. Τελικά, για να αναπτυχθούν οι ριζοσπαστικές θεωρίες για το σχολείο έπρεπε να μετακινηθούν από ερωτήματα που αναφέρονταν στην κοινωνική και πολιτισμική αναπαραγωγή προς θέματα κοινωνικής και πολιτισμικής παραγωγής, δηλαδή από το ερώτημα πώς αναπαράγεται η κοινωνία με βάση τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των θεσμών του στο ερώτημα πώς οι αποκλεισμένες πλειοψηφίες μπορούν να αναπτύξουν θεσμούς, αξίες και πρακτικές που εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα.

Επίσης, οι Aronowitz και Giroux υπογράμμισαν ότι οι συντηρητικοί είχαν στηριχτεί στον ισχυρισμό των ριζοσπαστών σύμφωνα με τον οποίο η σχολική εκπαίδευση είναι, απλώς, ένα παρεπόμενο της αγοράς εργασίας, για να κατηγορήσουν τα σχολεία επειδή δεν εκπλήρωναν αυτή τη λειτουργία. Οι συντηρητικοί χρησιμοποίησαν τις ριζοσπαστικές κριτικές της δεκαετίας του 1960, που διατύπωναν το αίτημα να σχετίζεται η σχολική γνώση με τη ζωή των μαθητών, για να υποτάξουν τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες στην επιχειρηματική τάξη πραγμάτων μεταφράζοντας τη σχέση της σχολικής γνώσης με τη ζωή των μαθητών σε προετοιμασία για τη δουλειά σε μια εποχή εργασιακής αβεβαιότητας. Η γλώσσα της επιτυχίας, της αριστείας και της πειθαρχίας που χρησιμοποίησαν σήμαινε, στην πραγματικότητα, στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση και επιστροφή στην αυταρχική, εξοπλισμένη με ένα αναλυτικό πρόγραμμα που επικεντρώνεται στα βασικά, σχολική τάξη.

Ως προϋπόθεση για να διατυπώσουν προτάσεις με σκοπό το ξεπέρασμα του αδιεξόδου της αριστερής εκπαιδευτικής θεωρίας, οι Aronowitz και Giroux θεώρησαν αναγκαία μια επανεκτίμηση του φιλελεύθερου εκπαιδευτικού ανθρωπισμού, στον πυρήνα του οποίου βρισκόταν η προοδευτική εκπαίδευση. Η τελευταία, στην εκδοχή των ιδεών των πρωτοπόρων θεωρητικών της όπως ο Dewey, περιείχε μια γλώσσα δυνατότητας για παρέμβαση στη σύγχρονη εκπαίδευση, επειδή προσέγγιζε τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία και τη γνώση με ένα θετικό και, ταυτόχρονα, κριτικό τρόπο. Ο Dewey δεν υποστήριζε τη θεμελιωμένη στα επαγγέλματα εκπαίδευση ως προετοιμασία για τη δουλειά, αλλά με σκοπό να αναπτυχθούν οι ευρείες απαιτήσεις της ιδιότητας του πολίτη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σε αντίθεση με πολλούς οπαδούς του, δεν υποτιμούσε την αξία της θεωρητικής γνώσης έναντι της πρακτικής. Υποστήριζε ότι η εκπαίδευση έπρεπε να βοηθά τα παιδιά να κατακτήσουν τη συνειδητή διεύθυνση και τον έλεγχο της διαδικασίας της μάθησης. Η εκπαιδευτική φιλοσοφία του οδηγούσε τα σχολεία να επινοήσουν αναλυτικά προγράμματα τα οποία θα προσανατολίζονταν στην κριτική σκέψη. Βέβαια, ο Dewey μπορούσε να κατηγορηθεί γιατί δεν τοποθέτησε την εκπαιδευτική θεωρία του στο πλαίσιο των προβλημάτων του κράτους. Παρά το ότι είχε μια ξεκάθαρη άποψη για το τι έπρεπε να είναι τα σχολεία, απέφυγε προσεκτικά να προχωρήσει σε μια κοινωνική και πολιτική ανάλυση σχετικά με το τι, στην πραγματικότητα, ήταν τα σχολεία. Οι ριζοσπάστες θεωρητικοί, γενικά, τον αγνόησαν, εξαιτίας αυτής της έλλειψης κοινωνικής και πολιτικής διορατικότητας, συμπεραίνοντας ότι στο πλαίσιο του καπιταλισμού τα σχολεία δεν θα εκπλήρωναν ποτέ τον σκοπό της κοινωνικής ενδυνάμωσης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πληροφορίες για τα cookies

Τα cookies είναι σύντομες αναφορές που αποστέλλονται και αποθηκεύονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη μέσω του προγράμματος περιήγησης όταν αυτό συνδέεται στο Ιντερνέτ. Τα cookies μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων του χρήστη όσο αυτός είναι συνδεδεμένος, για να του παράσχουν τις ζητούμενες υπηρεσίες και που ορισμένες φορές τείνουν να μην διατηρούν. Τα cookies μπορεί να είναι τα ίδια ή άλλων:

  • Technical cookies (τεχνικά cookies) που διευκολύνουν την πλοήγηση των χρηστών και τη χρήση των διαφόρων επιλογών ή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον ιστό, όπως προσδιορίζουν τη συνεδρία, επιτρέπουν την πρόσβαση σε ορισμένες περιοχές, διευκολύνουν τις παραγγελίες & τις αγορές, συμπληρώνουν φόρμες & εγγραφές, παρέχουν ασφάλεια, διευκολύνουν λειτουργίες (βίντεο, κοινωνικά δίκτυα κλπ.).
  • Customization cookies (cookies προσαρμογής) που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους (γλώσσα, πρόγραμμα πλοήγησης - browser, διαμόρφωση, κ.α.).
  • Analytical cookies (cookies ανάλυσης) που επιτρέπουν την ανώνυμη ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών του Ιντερνέτ, επιτρέπουν την μέτρηση της δραστηριότητας του χρήστη και την ανάπτυξη προφίλ πλοήγησης για την βελτίωση των ιστότοπων.

Ως εκ τούτου, όταν έχετε πρόσβαση στον ιστότοπο μας, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Νόμου 34/2002 των Υπηρεσιών Κοινωνίας της Πληροφορίας, στην αναλυτική επεξεργασία των cookies ζητάμε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση τους, με σκοπό να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας. Χρησιμοποιούμε την υπηρεσία του Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων στατιστικών πληροφοριών όπως για παράδειγμα ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο μας. Τα cookies που προστίθενται από την υπηρεσία Google Analytics διέπονται από τις πολιτικές απορρήτου του Google Analytics. Αν επιθυμείτε μπορείτε να απενεργοποιήσετε τα cookies από το Google Analytics.

Παρακαλούμε, σημειώστε ότι μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή απενεργοποιήσετε τα cookies σύμφωνα με τις οδηγίες του προγράμματος πλοήγησης σας (browser).