Δύο θάνατοι ηρώων του 1821 στην ποίηση της Παρθένας Τσοκτουρίδου
1) Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Ήλιε μου απ' τα ψηλά βουνά, τι έχεις και στενάζεις;
Σύννεφο γκρίζου ουρανού, το δάκρυ γιατί στάζεις;
Βουνά πόσο μαυρίσατε, τα φύλλα μαραζώσαν
κλεφτόπουλα στα δέντρα σας διάσπαρτα ριζώσαν.
Η μέρα κλαίει τη σκλαβιά κι η νύχτα τον καημό τους
η γη κλαίει το αίμα τους που χύσαν στο πλευρό τους
δεν λάμπουν τ' άστρα τ' ουρανού, δεν δείχνουν τη σκιά τους
φοβούνται την κατάρα τους και την αναθεμιά τους.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός πιαστήκαν χέρι - χέρι
να και ο άνεμος, φυσά του Θάνατου το χέρι
να μην πάρει τον Μπότσαρη, τον Μάρκο τον γενναίο
το παλικάρι το τρανό που χε η Ελλάς σπουδαίο.
Η πλάση μαυροφόρεσε - ο ουρανός το ξέρει -
κανένας δεν εμπόδισε του Τούρκου το μαχαίρι
ούτε τη σφαίρα που' φυγε βαθιά μες την καρδιά του
το Μεσολόγγι θρήνησε με όλα τα παιδιά του.
Γενναίοι, μη λυγίζετε στον άδικο χαμό του
τιμήστε τον, φιλήστε τον στον ύστατο βωμό του
ο Μάρκος θυσιάστηκε για όλη την Ελλάδα
για την καλή τη Λευτεριά, της Δόξας τη λιακάδα.
Βουνά, μη κιτρινίζετε για το βαρύ το πλήγμα
η γη μας κομματιάστηκε κι έγινε ένα ρήγμα
η θάλασσα κι οι ποταμοί άλλαξαν τη χροιά τους
βαφτήκανε στα κόκκινα, μαύρα τα δάκρυά τους.
Δέντρα, πολύ λυγίσατε, σηκώστε τους κορμούς σας
ασήκωτα γινήκατε απ' τους πικρούς λυγμούς σας
πέτρες μη χαρακώνεστε, μη σπάσετε κομμάτια
θα' ρθει του Γένους λευτεριά και η χαρά στα μάτια.
Ο Μάρκος μας δεν πέθανε, ποτέ δεν θα πεθάνει
φορέστε τον, στολίστε τον της Δόξας το στεφάνι
όπως του πρέπει θάψτε τον μ' όλα τα μεγαλεία
στείλτε του πυροβολισμούς σ' αιθέρες κι από πλοία.
Όλοι να χαιρετήσουμε της γης μας το καμάρι
κι αφού ήρθε ο Χάροντας κι ήθελε να τον πάρει
ας τόνε πάει στο Θεό, στου ουρανού τους θόλους
εκεί όπου τους μάζεψε τους αθανάτους όλους.
2) Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Έλληνες, μη λυπόσαστε για κειό το παλικάρι,
το καύχημα σας το τρανό, ο Χάρος πριν το πάρει
το ' κλαψε, το ξανα' κλαψε, θρήνησε το καμάρι
το ράντισε με δάκρυα, έπαιξε το δοξάρι
με πένθος λάλησε τρανό, με λύπη και με οδυρμό
του ήρωα, του άξιου τον άδικο χαμό.
«Πατέρα» τον εφώναξε, «Σωτήρα, ήρωα μας
που όρθωσες , που στήλωσες εσύ τ' ανάστημα μας
που δεν φοβήθηκες ποτέ, δεν δείλιασες τους Τούρκους
που καταφρόνησες εσύ του Άδη μας τους βούρκους
π' αγάπησες βαθιά πολύ πατρίδα και ανθρώπους
εσύ που τέλος ένδοξο με νίκη και με κόπους
έδωσες τη ζωούλα σου στα μέσα μιας νυχτιάς
εσύ που ΄σουν το φόβητρο της τουρκικής στρατιάς.
Αδέλφια, μη λυπόσαστε! Φεύγει ευχαριστημένος
κι από ετούτη τη στιγμή βαθιά συγκινημένος
γιατί ποτέ δεν δείλιασε στην πίκρα του θανάτου
προτίμησε τη λευτεριά, τ' όνομα τ' αθανάτου».