kozanitvbanner1363x131pix

banner 728x90 PJC 4

b834pix

ecofloor230

ΤΕΝΤΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 1

pantelidisGIF834pix

asepop 2021 a

artinhouse2

garden hall banner1

musicart834pix

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα

noisi1

"Η μάνα της προσφυγιάς": Η παραμυθο-ιστορία της Παρθένας Τσοκτουρίδου στην ομιλία της στη γιορτή της μάνας στα Κομνηνά Εορδαίας και στην Ξάνθη

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα Μια μέρα η Νεράιδα της Παγκόσμιας Ημέρας της Μητέρας μου διηγήθηκε ένα παραμύθι για τη μάνα που είχε πολύ μεγάλη σχέση με την αλήθεια όλων των αιώνων.

Η παρουσία της μάνας, μου είπε, πως είναι έντονη στις φωνές από τα στόματα όλων των μικρών και των μεγάλων ανθρώπων και δεν υπάρχει γλυκύτερο και ιερότερο πλάσμα απ' αυτήν στην φύση.

Είναι το δεξί χέρι του Θεού και την έστειλε Εκείνος να ζήσει στη γη, επειδή δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού και για να γίνει εκείνη δεντρί μεγάλο και να κάνει πελώριους κλώνους για ν' απλωθούν σ' όλη την οικουμένη και να προστατέψει, κλώσα αυτή, όλα τα παιδιά της κάτω από την απλωσιά της, χωρίς καμιά διάκριση.

Μου τραγούδησε, μάλιστα, και δυο ποντιακούς στίχους, που τους έγραψε η Νεράιδα της Ποντιακής Μούσας.

Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ' κε μπαίν'

Η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη εν

Η μάνα να μη ,

Η μάνα εν βράχος, η μάνα εν ρασίν

Σον δύσκολον την ώρα σ', μανίτσα θα τσαείς

Μανίτσα θα τσαείς

Η μάνα εν το στήριγμαν, τη χαράς το κλαδί

τ' ατηνές η εγάπη κε βρίεται ση γην.

Μια μάνα της προσφυγιάς, λοιπόν, μου είπε, καθόταν κοντά στο μικρό της κάτωχρο παιδί και ήταν θλιμμένη, επειδή φοβόταν πως εκείνο θα πέθαινε. Το κακόμοιρο είχε τα ματάκια του κλειστά και η αναπνοή του μόλις που ακουγόταν.

Η μάνα εκείνη προσευχόταν στο Θεό και τον θερμοπαρακαλούσε να την συμπονέσει με τη βαθιά αγάπη του για να γίνει καλά το παιδί της.

          Κάνοντας θλιμμένες σκέψεις για το παιδί της η μάνα εκείνη, άκουσε την πόρτα να χτυπάει. Πήγε και την άνοιξε και μπήκε ένας φτωχός γεροντάκος τυλιγμένος μ' ένα χοντρό μάλλινο ρούχο, γιατί έξω ήταν άγριος χειμώνας.

          Επειδή ο γέρος έτρεμε από το κρύο, μόλις το παιδάκι αποκοιμήθηκε για λίγο, βγήκε η μάνα έξω από το δωμάτιο και ετοίμασε στο γέροντα ένα ζεστό. Η μητέρα ξανακάθισε στο κάθισμά της δίπλα στο γέροντα, κοίταξε με βλέμμα τρυφερό το άρρωστο παιδάκι της, πού ανάσαινε όλο και πιο βαριά και κράτησε στοργικά το λεπτό του χεράκι.

-Τι λες, είπε η μητέρα στον γέροντα, θα μπορέσω να κρατήσω τελικά κοντά μου το μικρό μου παιδί; Πιστεύω, πως ο Κύριός μας δεν θα θελήσει να μου το πάρει. Η μόνη μου παρηγοριά είναι η Παναγιά, το Σύμβολο της ανθρώπινης τρυφερότητας, της αγάπης, της αυτοθυσίας. Είναι αυτή που μπορεί να με παρηγορήσει στον πόνο που αισθάνομαι τώρα και στις δύσκολες αυτές στιγμές μου, γιατί μάνα ήταν κι αυτή και πόνεσε για τον γιο της.

          Η Παναγιά, που είναι Οδηγός και Στήριγμα για όλες τις σημερινές μάνες, που μόνο εμείς, όπως εκείνη, έχουμε τη δύναμη να εξανθρωπίσουμε τον κόσμο.

          Ναι, η Παναγία, η μάνα όλων των πιστών και δική μου μάνα, το πρότυπο, που είναι άξιο μίμησης σ' όλες τις μητέρες της ανθρωπότητας, για να εμπνέονται από το παράδειγμά της αλλά και να την έχουν στήριγμα στο δύσκολο αγώνα του μεγαλώματος και της ανατροφής των παιδιών τους.

Γλυκιά Μητέρα του Χριστού, Μεγάλη Παναγιά,

η χάρη σου η άγια ας μου απαλύνει την καρδιά

βάλε μας στην αγκάλη σου εμένα και το γιο μου

τ' αδύναμο μου το παιδί να το' χω στο πλευρό μου

ευλόγησέ τον, Παναγιά, με τ' άγια σου χέρια

παιδί δικό σου ειν' κι αυτό

μες στη θερμή αγκαλιά σου

ας βγει πολίτης αυριανός

νέους δρόμους ν' ανοίξει

στην ιστορία, στη ζωή

εργάτης να νικήσει

δοξάζοντας το όνομα του Υιού και το δικό σου

Ω, Παναγία μου, γλυκιά, δος μου το βάλσαμό σου!

           Ο γέροντας, που ήταν ο ίδιος ο Θάνατος, κούνησε το κεφάλι του, αλλά με τέτοιο τρόπο, που σήμαινε και ναι και όχι. Η μητέρα χαμήλωσε το βλέμμα της. Δάκρυα καυτά κύλισαν στα μάγουλά της. Το κεφάλι της έγινε βαρύ. Τρεις νύχτες και τρεις μέρες δεν έκλεισε μάτι. Και τώρα ένιωθε ακατανίκητη την ανάγκη να κλείσει τα μάτια της, έστω και για λίγο.

Την πήρε για λίγο ο ύπνος και είδε στον ύπνο της την Νεράιδα να της απαγγέλει το ποίημα της «Φόνισσας μάνας» κι  αμέσως τρόμαξε, τινάχτηκε ξαφνικά, ξύπνησε τρέμοντας από το κρύο ακούγοντας τη φωνή του γέρου να λέει ψιθυριστά: «Γέρος, πέργερος, μάνα λέει. Απ' ούλα τα γλυκύτερα, γλυκύτερο ειν΄ η μάνα».

-Τι είναι αυτό πάλι; είπε κοιτάζοντας γύρω της. Νόμιζε πως ονειρευόταν ακόμη, αλλά όχι, ήταν δυστυχώς ξύπνια. Το γεροντάκι είχε εξαφανιστεί μαζί με το αγαπημένο της παιδί!

-Το πήρε μαζί του! μονολόγησε κλαίγοντας.

Σώπασαν όλα γύρω της μέσα στην παγερή σιωπή, ακόμη και οι κτύποι του ρολογιού, εφόσον το  βαρύ μολυβένιο του βαρίδι γλίστρησε κι έπεσε σημαδιακά στο δάπεδο.

Η άμοιρη μάνα πετάχτηκε έξω από το σπίτι και φώναζε σπαραχτικά αναζητώντας το παιδί της. Εκεί έξω, μέσα στα χιόνια, καθόταν μια γυναίκα ντυμένη με μαύρο μακρύ φόρεμα. Αυτή ήταν η Νύχτα και είπε στη μητέρα πως είδε το Θάνατο να φεύγει από το σπίτι της με το παιδί της στην αγκαλιά του και να τρέχει πιο γρήγορα από τον άνεμο.

-Πες μου, σε παρακαλώ, είπε η πονεμένη μάνα, ποιον δρόμο πήρε ο Θάνατος; Δείξε μου το δρόμο κι εγώ θα τον βρω.

-Ξέρω ποιον δρόμο πήρε, είπε η Νύχτα. Προτού, όμως, σου τον δείξω, πρέπει να μου τραγουδήσεις όλα τα τραγούδια, που τραγούδησες στο παιδί σου. Μου αρέσουνε τόσο πολύ! Τα έχω ξανακούσει πολλές φορές, όταν τα τραγουδούσες.

Τι να' κανε κι η μάνα! Προκειμένου να της πει η Νύχτα που θα έβρισκε το παιδί της, της τα τραγούδησε όλα κλαίγοντας πικρά με καυτά δάκρυα. Ανάμεσα στ' άλλα είπε και το τραγούδι του νανουρίσματος.

Αητέ μου, τα φτερούγια σου
ν' απλώσω του παιδιού μου
και συ αηδόνι μου χρυσό
στην κούνια να καθίσεις

με τη γλυκιά σου τη φωνή
να μου το νανουρίσεις
και σαν το δεις να κοιμηθεί
τα μάτια του να κλείσεις
τρέξε του ύπνου φώναξε
να μου το σεργιανίσει.
Έλα ύπνε και πάρε το,
παρ' το στους μπαξέδες
και στρώσε του να κοιμηθεί
με ρόδα και μενεξέδες.

 

Η Νύχτα δεν ξαναμίλησε. Έμεινε σιωπηλή και σοβαρή. Μετά από κάμποση ώρα, της είπε:

-Πήγαινε προς τα δεξιά, στο σκοτεινό δάσος. Εκεί είδα τον Θάνατο να πηγαίνει με το παιδάκι σου.

Προχώρησε βαθιά μέσα στο δάσος η μάνα. Όμως εκεί διασταυρώνονταν τα μονοπάτια. Δεν ήξερε πια προς τα που να πάει. Εκεί ακριβώς ήταν κι ένας αγκαθωτός θάμνος. Δεν είχε ούτε φύλλα, ούτε λουλούδια. Πως να έχει, αφού τώρα ήταν χειμώνας; Στα κλαδιά του κρέμονταν μονάχα κρύσταλλα πάγου.

-Μήπως είδες τον Θάνατο να περνάει από εδώ με το παιδάκι μου στην αγκαλιά του; τον ρώτησε η μάνα.

-Και βέβαια τον είδα, είπε ο θάμνος. Δε σου λέω όμως ποιο μονοπάτι πήρε, αν δεν με ζεστάνεις πρώτα στη μητρική σου αγκαλιά. Είμαι τόσο παγωμένος, σε λίγο θα παγώσω ολότελα και θα πεθάνω.

Η μάνα αγκάλιασε τότε σφιχτά στο στήθος της το θάμνο, για να ζεσταθεί. Τα αγκάθια του μπήχτηκαν στις σάρκες της. Το αίμα ανάβλυζε καυτό απ' τις πληγές της. Όμως ο θάμνος ζεστάθηκε. Καινούργια πράσινα φύλλα σκέπασαν τα κατάξερα κλωνιά του και ανθοί πρόβαλαν πάνω σ' αυτά καταμεσής στην παγωμένη χειμωνιάτικη νυχτιά. Τόσο θερμή ήταν η καρδιά της πονεμένης μάνας! 

«Πόσο συμβολικό είναι το παραμύθι σ' αυτό το σημείο!» είπα στην Νεράιδα και της ανέλυσα τη δική μου εξήγηση συνεχίζοντας.

.Η μάνα είναι το στήριγμα και η χαρά κάθε δέντρου - θάμνου, γιατί δέντρο - θάμνος είναι και η ίδια, ένα δέντρο - θάμνος που συμβολίζει την προστασία με τα πυκνά κι αγκαθωτά κλαδιά του, τα οποία  με τη σειρά τους συμβολίζουν και την αντοχή της στις θύελλες και στ' ανεπάντεχα της ζωής.

Οι ρίζες του δέντρου - θάμνου συμβολίζουν τις εμπειρίες της, που την κάνουν σοφότερη και που πάνω σ' αυτές μπορούμε να στηριχτούμε, να κάνουμε όνειρα, να τολμήσουμε, να αντλήσουμε γνώση και δύναμη.

Το φύλλωμα του δέντρου - θάμνου είναι η δροσιά και το σκιερό καταφύγιο που μας προσφέρει για να ξαποστάσουμε, να χαλαρώσουμε, να αναζωογονηθούμε και να συνεχίσουμε τον αγώνα μας.

Τα άνθη του δέντρου - θάμνου συμβολίζουν την αρετή της, την καλοσύνη, το χαμόγελο, το βλέμμα, την υπομονή, την ομορφιά και τη χάρη της, στολίδια μοναδικά και ξεχωριστά που την κάνουν μονάκριβη κι αναντικατάστατη για τα παιδιά της.

Οι καρποί του δέντρου - θάμνου είναι τα υλικά και τα πνευματικά αγαθά που προσφέρει η μάνα στα παιδιά της, τα απαραίτητα εφόδια για να βρουν την προσωπική τους ευτυχία.»

«Ακριβώς!», μου είπε η Νεράιδα και συνέχισε: «Ας επανέλθουμε στην παραμυθο-ιστορία μας, όμως.

Ο θάμνος τότε της έδειξε το μονοπάτι, που έπρεπε να πάρει. Περπάτησε, περπάτησε όσο μπορούσε πιο γρήγορα η μάνα χωρίς ούτε στιγμή να χάσει κι ούτε για λίγο να σταθεί να ξαποστάσει. Έτσι έφτασε στην ακτή μιας θάλασσας.

Όμως δεν βρίσκονταν εκεί ούτε καράβι, μα ούτε και βάρκα. Η θάλασσα δεν ήταν τόσο παγωμένη, για να μπορέσει να την κρατήσει επάνω της ο πάγος. Μα ούτε πάλι τόσο ρηχή, για να μπορέσει να τη διασχίσει περπατώντας στο βυθό της.

Και όμως έπρεπε να περάσει, αν ήθελε να βρει το παιδάκι της. Έσκυψε τότε χαμηλά κι άρχισε να πίνει το νερό της θάλασσας, με σκοπό να το πιει όλο, ελπίζοντας πάντα σε κάποιο θαύμα.

-Όχι, αυτό που κάνεις, δε γίνεται, της είπε η θάλασσα. Θα ήθελα όμως να κάνουμε οι δυο μας μια συμφωνία, για να σ' αφήσω να περάσεις. Μου αρέσει να μαζεύω όμορφα μαργαριτάρια. Τα δικά σου μάτια είναι τα πιο φωτεινά και τα πιο λαμπερά απ' όσα μέχρι τώρα είδα. Αν μου τα δώσεις, θα σε πάρω στη ράχη μου  και θα σε μεταφέρω στο θερμοκήπιο του θανάτου. Εκεί μένει ο θάνατος και φροντίζει και καλλιεργεί λουλούδια και δέντρα. Κάθε λουλούδι και κάθε δέντρο είναι κι από μια ανθρώπινη ζωή.

-Και τι δε θα έδινα, για να μπορέσω να πάω ως το παιδί μου, απάντησε με δάκρυα η μάνα. Κι έκλαψε τόσο πολύ και με τόσο μεγάλο πόνο και λαχτάρα, ώσπου τα μάτια της έπεσαν στο βυθό της θάλασσας κι έγιναν εκεί τα ατίμητα μαργαριτάρια του υπερατλαντικού ταξιδιού της επίσκεψης της σχίζοντας βουνά και θάλασσες.

Δεν υπήρχε πιο χειρότερο πράγμα για εκείνη τη μάνα από τον χαμό του παιδιού της που έγινε πιο γρήγορα από εκείνην. Τον θεωρούσε μια τιμωρία για εκείνην, που δεν την ευχόταν ούτε στο χειρότερο εχθρό της.

Η ευτυχία που της χάριζε άλλοτε ένα μόνο χαμόγελο του παιδιού της, μετατράπηκε αυτόματα σε απέραντη θλίψη, που μέρα με τη μέρα θα μεγάλωνε και ο ορμητικός χείμαρρος του πόνου θα αργοέλιωνε το κορμί της  και θα σαράκωνε την ψυχή της. Η δυστυχισμένη μάνα  του παραμυθιού σήκωνε  το σταυρό του μαρτυρίου μόνη της. Παρέδωσε, λοιπόν, τα μάτια της στη θάλασσα, προκειμένου  να βρεθεί πιο σύντομα με το αγγελούδι της.

Κι η θάλασσα, πιστή στο λόγο της, τη σήκωσε στη ράχη της και τη μετέφερε στην απέναντι ακτή. Εκεί, συνάντησε, τυφλή πλέον, τις άξιες λόγου μάνες του Πόντου και της Ιωνίας, κάτι μάνες από τις χαμένες πατρίδες, που στη μακραίωνη ιστορία επέδειξαν δημιουργικότητα και εργατικότητα με φιλότιμο, ανδρεία και σκληρή δουλειά, δίχως να βαρυγκωμούν, αλλά να έχουν μια αδιάλειπτη παρουσία διάσωσης και διάδοσης του ελληνισμού.

Δεν μπορούσε να δει με τα μάτια της, αλλά άκουσε τους διωγμούς των μανάδων εκείνων, την Μικρασιατική καταστροφή των Ιωνικών πόλεων, την προσφυγιά με τα χιλιάδες θύματα γενοκτονίας του Ποντιακού ελληνισμού.

Άκουσε τις απεγνωσμένες φωνές των μανάδων εκείνων της προσφυγιάς και τις σπαρακτικές φωνούλες των παιδιών τους, που είχαν γίνει  οι συγκεκριμένοι στόχοι του Κεμαλικού προμελετημένου εγκλήματος.

 Άκουσε από τις μάνες εκείνες, τις εξοντωτικές επιπτώσεις της γενοκτονίας με τα συμβάντα γεγονότα των ταπεινώσεων, των εξευτελισμών, των βιασμών, των σφαγών, της χηρείας, της ορφάνιας, των εξοριών και των δολοφονιών των συζύγων μα και των τέκνων τους.

Άκουσε τον σπαραγμό των θλιμμένων μανάδων της προσφυγιάς για τα κακά γενόμενα του χαμού των δικών της ανθρώπων, που τις στέρησε από τη βιολογική συνέχεια, τις στέρησε τα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης και τους πυρήνες της βιολογικής συνέχειας της εθνότητας τους.

Εκείνες οι μάνες της προσφυγιάς είχαν πολλές πίκρες στην καρδιά. Τις άκουσε να τις εξιστορούν με τα δάκρυα να κυλούν σε κάθε θύμηση των περασμένων. Άκουσε τους καημούς τους, τους λυγμούς και τα κακά όνειρα τους. Αισθάνθηκε τα καυτά και ματωμένα δάκρυα τους να γίνονται σταγόνες αγιασμού στα μάγουλα, στα χείλη, στο σώμα, μα και λυτρωμός στην ψυχή τους.

Πήρε τον αγιασμό εκείνο κι έβρεξε τα μαλλιά της και οι σταγόνες που έσταξαν, όταν έπεσαν στο χώμα, της είπαν πως φύτρωσαν λουλούδια. Φύτρωσαν τα όμορφα λουλούδια της ψυχής τους στα χαμόγελα και στις αγκαλιές της αγάπης των χαμένων παιδιών τους, στα γλυκά περασμένα φιλιά τους.

-Ω,  άγιες μάνες οπτασίες, αιώνια αναντικατάστατες για τα παιδιά σας!  ψιθύρισε.

Εκεί βρισκόταν ένα θαυμάσιο ευρύχωρο σπίτι. Η φτωχή μάνα δεν ήταν σε θέση να μαντέψει, αν ήταν κάποιο βουνό με δάσος και σπηλιές ή αν ήταν κάτι άλλο, εφόσον δεν έβλεπε πια, επειδή τα μάτια της τα είχε δώσει στη θάλασσα.

-Πως θα μπορέσω να βρω τον Θάνατο, που έφυγε μαζί με το παιδί μου; αναρωτήθηκε η μάνα.

-Δεν ήρθε ακόμα εδώ, της αποκρίθηκε μια φωνή.  Ήταν μια γερόντισσα, που φρόντιζε το σπίτι του Θανάτου. Πως όμως μπόρεσες να έρθεις ως εδώ; τη ρώτησε. Ποιός σε βοήθησε;

-Ο Κύριος με βοήθησε, αποκρίθηκε η μάνα.

Στο δρόμο της ζωής μου, στο μονοπάτι αυτό, το χάραξε ο Σωτήρας με το βαρύ Σταυρό. Ειν' βαρύς ο σταυρός που φέρω, αλλ' η χάρις του αρκεί κι αν θλίψεις ποτέ υποφέρω, ο Χριστός με βοηθεί.

Πιστεύω πώς κι εσύ θα φανείς σπλαχνική. Πες μου, θα μπορέσω να βρω το παιδί μου;

-Δεν το ξέρω!  Κι εσύ πάλι δε βλέπεις! Πολλά λουλούδια και δέντρα μαράθηκαν απόψε κι ο Θάνατος, όπου να' ναι, έρχεται για να τα μεταφυτέψει. Θα ξέρεις πώς κάθε άνθρωπος έχει το δέντρο του ή το λουλούδι της ζωής του εδώ. Εξωτερικά φαίνονται σαν τ' άλλα φυτά. Τούτα εδώ έχουν καρδιά, που χτυπάει. Και η καρδιά των παιδιών κι αυτή το ίδιο πάλλει. Πάρε αυτόν το δρόμο. Ίσως αναγνωρίσεις την καρδιά του παιδιού σου. Όμως, πες μου, τι θα μου δώσεις, αν σου πω, τι πρέπει να κάνεις έπειτα;

-Δεν έχω τίποτε πια να δώσω, είπε αναστενάζοντας με πόνο η μάνα. Όμως, γερόντισσα, θα μπορούσα να πάω ως την άκρη του κόσμου για χατίρι σου.

-Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να πας ως εκεί, είπε η γερόντισσα. Μπορείς όμως να μου δώσεις τα όμορφα μαύρα σου μαλλιά. Το ξέρεις κι η ίδια πόσο ωραία είναι. Μου άρεσαν πάρα πολύ. Αντί γι' αυτά θα σου δώσω τα δικά μου άσπρα μαλλιά. Κάτι είναι κι αυτό.

-Αυτό είναι όλο; Τίποτε άλλο μη μου ζητήσεις. Τα μαλλιά μου σου τα δίνω μετά χαράς! Και της έδωσε τα δικά της μαύρα μαλλιά και πήρε τα άσπρα της γερόντισσας.

Έπειτα πήγαν στο μεγάλο θερμοκήπιο του θανάτου. Εκεί έβλεπε κανείς λογής - λογής λουλούδια και δέντρα χίλιων λογιών. Εδώ βρίσκονταν τριαντάφυλλα, παρά πέρα χρυσάνθεμα, και πιο εκεί γαρύφαλλα εξαίσια. Να και τα κρίνα!

Πόσο μοιάζει η ζωή μας μ' αυτά! Το πρωί ανθίζουν και το βράδυ μαραίνονται. Πόσο σύντομη είναι η ζωή!

           Μερικά λουλούδια φαίνονταν γερά, άλλα άρρωστα. Νερόφιδα αναπαύονταν πάνω σ' αυτά και μαύρες καραβίδες έσφιγγαν με τις τανάλιες τους το κοτσάνι τους. Αλλού πάλι υψώνονταν μεγαλόπρεπα πλατάνια, ωραιότατες φοινικιές, περήφανες βαλανιδιές, κι αλλού μοσχοβολούσε θυμάρι με όμορφα λιλά λουλουδάκια.

         Όλα τα λουλούδια αντιπροσώπευαν ανθρώπινες ζωές στον κόσμο τούτο. Και ήταν ζωές, άλλες από τον Πόντο, άλλες απ' τη Μικρασία, άλλες από την Ευρώπη, άλλες από τη Γιουγκοσλαβία, που ο ανελέητος πόλεμος των Νατοϊκών δυνάμεων έφερνε θρήνο και οδυρμό σκοτώνοντας καθημερινά τα παιδιά, άλλες από το Ιράκ, την Παλαιστίνη, την Κύπρο, την ξενιτιά, την προσφυγιά και γενικά από όλον τον κόσμο των πολέμων, της φτώχειας και των καταστροφών.

         -Είθε να πάψουν οι πόλεμοι, οι σκοτωμοί, οι οικονομικές εθνικές κρίσεις  και οι καταστροφές και να ξανανθίσει το χαμόγελο στα χείλη όλων των μανάδων, να βασιλέψει η ειρήνη σε τούτο τον ταλαίπωρο πλανήτη μας και το χαμόγελο της χαράς και της ευτυχίας να τις ακολουθεί σε κάθε τους βήμα», σκέφτηκα και όσο για τις μάνες θυμήθηκα αυτόματα ένα ποίημα γι' αυτές από τα χριστιανικά άσματα:

Είστε οι φάροι που μας φωτίζουν

Μάνες, σ' εσάς πολλά χρωστούμε

σ' εσάς Μάνες βασανισμένες

που τόσο πολύ αγαπούμε.

          Έβλεπε κανείς δέντρα μεγάλα να είναι φυτρωμένα σε μια μικρή γλάστρα, έτοιμη να σπάσει, συνέχισε την παραμυθο-ιστορία της η Νεράιδα της Παγκόσμιας Ημέρας της Μητέρας.

          Κι έβλεπε επίσης σε κάποιες μεριές μερικά αρρωστιάρικα λουλούδια σε παχιά γη με λίπασμα άφθονο, πολύ φροντισμένα, παραχαϊδεμένα θα' λεγες. Κάποιο από εκείνα τα λουλούδια, λέγοντας τη γλυκιά ανάμνηση της μάνας του, της ψιθύρισε στ' αυτί:

Η μάνα 'ναι γλυκό βοτάνι' κι όπου τηνε βάλεις γειάνει

Σαν τη μάνα δεν είναι άλλος εις τον κόσμο θησαυρός.

Ένα άλλο πάλι λουλούδι της ψιθύρισε απαλά στίχους του Μαρτινέλη:

Τη χαρά σου και τη λύπη

Με τη μάνα τη μοιράζεις

Ποθητά την αγκαλιάζεις

Δεν της κρύβεις μυστικό.

       Η φτωχή μάνα έσκυψε στα πιο μικρά λουλουδάκια κι άκουγε την ανθρώπινη καρδούλα τους να χτυπάει (τίκι -τακ, τίκι -τακ - τίκι -τακ). Δεν άργησε ανάμεσα στα εκατομμύρια λουλούδια να αναγνωρίσει την καρδιά του παιδιού της (τακ-τουκ, τακ-τουκ, τακ-τουκ).

-Αυτό είναι το λουλούδι του παιδιού μου, έκραξε ξαφνικά η μάνα με απέραντη συγκίνηση κι άπλωσε τα χέρια της σ' ένα μικρό μπλε κρόκο, πού έγερνε άρρωστος το κεφαλάκι του σε μια πλευρά.

-Πως το γνώρισες; τη ρώτησε η γερόντισσα.

-Γνωρίζω τους κτύπους της καρδιάς του. Είναι ίδιοι όπως τότε που ταλαιπωρούνταν μαζί μου μέσα στα χιονισμένες κορφές της Ανατολίας και του Καυκάσου με τους δύσβατους δρόμους και με συνοδεία πολύ σκληρούς, βάρβαρους κι απάνθρωπους φρουρούς του Ισλάμ, που μας οδηγούσαν σε μαρτυρικούς τόπους, σε τόπους κολάσεως.

Η φοβισμένη καρδούλα του ήταν πανικοβλημένη και κτυπούσε τόσο γρήγορα που θαρρείς και θα' σπαγε. Ειδικά όταν μας έδερναν όλους μέχρι θανάτου. Στην αφιλόξενη έρημο της Αραβίας και του Σινά έβλεπε με τρόμο τα πτώματα χριστιανών στρατιωτών, που τους χρησιμοποιούσαν σαν υποζύγια να σέρνουν πέρα - δώθε φορτηγά κάρα, πυροβόλα και παντός είδους πολεμοφόδια και πυρομαχικά.

Με πόση λαχτάρα έτρωγε το μικρό μου σκελετωμένο παιδάκι το ψωμί από βίκο που μας έδιναν! Ένα ακατάλληλο ψωμί που ήταν τροφή για τα ζώα. Δεν χόρταινε το πουλάκι μου με τις νερόβραστες σούπες και υπέφερε συχνά, κάτω από τη βροχή και το χιόνι,  από δυσεντερίες, διάρροιες και τέλος από εξανθηματικό τύφο. Αχ, πόσες μάνες εγκατέλειπαν τα μισοπεθαμένα  νεογνά τους, επειδή δέρνονταν από τους χωροφύλακες  λόγω της ταλαιπωρημένης βραδυπορίας τους! Τι απέγιναν άραγε εκείνα τα κακόμοιρα; Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι!

-Μη το αγγίζεις το λουλούδι του παιδιού σου! φώναξε η γερόντισσα. Στάσου όμως εδώ κι όταν έρθει ο θάνατος - τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή - μην τον αφήσεις να ξεριζώσει το λουλούδι. Για να φοβηθεί, απείλησέ τον πως αν το ξεριζώσει, θα ξεριζώσεις κι εσύ όσα λουλούδια θα βρεθούν μπροστά σου. Είναι υπεύθυνος απέναντι στο Θεό για κάθε λουλούδι και δεν επιτρέπεται χωρίς άδεια του Θεού να ξεριζωθεί κανένα.

        Ξαφνικά μια παγερή πνοή έγινε αισθητή, όπως τότε στο δωμάτιο με το παιδί της. Η τυφλή μάνα κατάλαβε πώς ήταν ο Θάνατος, που είχε έρθει.

-Πως μπόρεσες να βρεις το δρόμο ως εδώ; ρώτησε έκπληκτος. Πως μπόρεσες να έρθεις μάλιστα και πριν από μένα;

-Είμαι μάνα, απάντησε απλά η μάνα. Και η μάνα τρέχει πιο γρήγορα κι από το θάνατο! Είμαι η μάνα που έχει στην καρδιά της ένα πελώριο μαγνήτη που τραβάει τους πάντες και τα πάντα και αιχμαλωτίζει.

Είμαι η μάνα που έχει αλάθητη διαίσθηση κι ενόραση, που διεισδύει στον ψυχικό κόσμο του παιδιού της, που πιάνει το σφυγμό του και συλλαμβάνει κάθε είδος ψυχικής του ανάτασης, που γλυκαίνει τις πίκρες και τα βάσανα του. Είμαι η μάνα που όλα τα γνωρίζω και όλα τα καταλαβαίνω.

          Ο Θάνατος άπλωσε το μακρύ του χέρι στο τρυφερό λουλουδάκι, πού ήταν το λουλούδι του παιδιού της, αλλά η μάνα το προστάτεψε με τα χέρια της τόσο καλά, μα και τόσο προσεκτικά, ώστε δεν άγγιξε ούτε ένα φυλλαράκι του.

Ο Θάνατος τότε φύσηξε με την παγωμένη πνοή του πάνω στα χέρια της, κι ήταν η πνοή του τόσο παγωμένη, πιο παγωμένη κι από τον κρύο άνεμο, ώστε τα χέρια της έπεσαν κάτω αδύναμα πια.

          Η μάνα ένιωσε τη σιωπή της παγωνιάς του αγέλαστου Θανάτου. Η ψυχή της έγινε κρύσταλλο στην πνοή του. Ένιωσε ξαφνικά τη ζωή της άδεια και κούφια. Τα χείλη της ραντίστηκαν από τα δάκρυα των ματιών της κι η καρδιά της λες και ξεριζώθηκε από κάποιο αόρατο χέρι στη θέα σκελετικών σκιασμάτων, μυστήριων σκιών κι απερίγραπτου τρόμου.

-Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα ενάντια στο έργο μου, είπε ο Θάνατος, ούτε και στο θέλημα του Θεού. Είμαι ο κηπουρός του. Παίρνω τα λουλούδια του και τα δέντρα του και τα μεταφυτεύω στο μεγάλο κήπο του Παραδείσου, που βρίσκεται σε άγνωστη κι αλαργινή για σας χώρα.

-Δώσε μου το παιδί μου, έκραξε με απελπισία η μάνα κλαίγοντας κι άρπαξε με τα χέρια της δυο όμορφα λουλούδια και φώναξε με απόγνωση στο θάνατο. Θα σου ξεριζώσω όλα τα λουλούδια! Είμαι τόσο απελπισμένη, πού δεν ξέρω πια τι κάνω.

-Μη! Μη τ' αγγίξεις! φώναξε τρομαγμένος ο Θάνατος. Λες πώς είσαι δυστυχισμένη. Κι όμως, να, πού θέλεις να κάνεις και μια άλλη μάνα δυστυχισμένη!

-Μια άλλη μάνα! Επανέλαβε μηχανικά η μάνα. Μια άλλη μάνα!

Η φτωχή μάνα άφησε προσεκτικά τα δυο λουλούδια.

-Πάρε πίσω τα δυο σου μάτια, είπε τότε ο Θάνατος. Τα ψάρεψα στη θάλασσα. Έλαμπαν τόσο πολύ! Δεν ήξερα όμως πως ήταν δικά σου! Τώρα είναι πιο φωτεινά από πριν.

Κοίταξε στο βάθος του πηγαδιού εκεί παρακάτω! Θα σου πω το όνομα των δυο λουλουδιών, πού ήθελες να ξεριζώσεις. Και θα δεις όλο τους το μέλλον. Θα δεις και όλη τους την ανθρώπινη ζωή. Θα δεις τί πήγαινες να καταστρέψεις.

          Η μάνα κοίταξε στο βάθος του πηγαδιού, τι ήταν όμως εκείνο πού έβλεπε;

-Θεέ μου! αναφώνησε. Ήταν κάτι έκτακτο, κάτι το απερίγραπτα και θαυμαστά όμορφο να βλέπει πως το λουλούδι έγινε ευλογία για τον κόσμο. Πόση ευτυχία και χαρά σκόρπιζε γύρω του!

Ήταν το λουλούδι του Μικρασιατικού πολιτισμού με τον σπουδαίο αρχαίο ελληνικό πολιτισμό του, τα γραπτά ελληνικά του μνημεία, τις μελέτες του, το Ιωνικό αλφάβητο, το Λεξικό των δέκα ρητόρων, τους ελεγειακούς ποιητές, με το παγκόσμιο πνεύμα της ανυπολόγιστης αξίας και ποσότητας, τα πολιτιστικά του κέντρα, τους φιλοσόφους του, την αγάπη του για την σοφία, τη  μάθηση και τη γνώση.

Ήταν το πρωτοπόρο λουλούδι στο ξύπνημα των Ελλήνων και του ερευνητικού πνεύματος, που η επίδραση του στη διαμόρφωση της παγκόσμιας σκέψης ήταν μοναδική. Ήταν το ευλογημένο λουλούδι του Θεού!

          Έπειτα η φτωχή μάνα κοίταξε και τη ζωή του άλλου λουλουδιού. Όμως έφριξε απ' ό,τι είδε. Η ζωή του άλλου  λουλουδιού ήταν ζωή φρίκης και τρόμου.

Παντού σκορπούσε την τυραννία, το έγκλημα, την
καταστροφή αυτός, πού τη ζωή του έβλεπε να ξετυλίγεται. Τέτοιος εγκληματίας δεν είχε ξαναφανεί στον κόσμο, που αυτός ζούσε κι έσπερνε τη δυστυχία και τον τρόμο γύρω του.

Ήταν το λουλούδι του Κεμάλ Μουσταφά (Ατατούρκ) που δημιούργησε την Μικρασιατική καταστροφή με τα επακόλουθα και το χάσμα της.

Ήταν το λουλούδι ενός φυλετικού χάσματος και μίσους, καθώς και της προσφυγιάς με τα επακόλουθα της θύελλας των πολέμων, των θανατικών ποινών, των εμφύλιων συγκρούσεων, των διχασμών, των μεταπολεμικών οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων.

-Και τα δυο μπορούν να γίνουν, όχι βέβαια ταυτόχρονα, αλλά ή το ένα ή το άλλο, είπε τότε ο Θάνατος στη φτωχή μάνα.

-Ποιο από τα δυο λουλούδια είναι το λουλούδι της ευλογίας του Θεού;

-Αυτό δεν μπορώ να σου το πω, αποκρίθηκε ο Θάνατος. Μπορώ όμως να σου πω πως μόνο το ένα από αυτά τα λουλούδια μπορεί να είναι το μέλλον του παιδιού σου. Είδες το μέλλον του παιδιού σου! Διάλεξε το ένα από τα λουλούδια πού έχεις στα χέρια σου. Δεν μπορώ όμως να σου πω ποιο είναι το ένα ή το άλλο. Θα τολμήσεις όμως να του ορίσεις εσύ το μέλλον του; Θα τολμήσεις;

-Ποιό είναι το ευλογημένο μέλλον του παιδιού μου; έκραξε τότε με λαχτάρα η μάνα.

-Διάλεξε μόνη σου! Εγώ δεν μπορώ να σου πω τίποτε.

-Ω, δεν τολμώ, ψέλλισε με απόγνωση η μάνα. Πάρε καλύτερα το παιδί μου τώρα. Παρ' το στο βασίλειο του Θεού μικρό αγγελούδι, όπως είναι. Λησμόνησε τα δάκρυά μου. Ξέχασε τις προσευχές μου και ότι είπα κι έκανα ως τώρα.

-Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Θάνατος. Θέλεις πίσω το παιδί σου ή θέλεις να το πάρω μαζί μου στην άγνωστη χώρα του Θεού;

Η μάνα έπεσε στα γόνατα. Ύψωσε τα χέρια της και τα πλημμυρισμένα από δάκρυα μάτια της στον ουρανό και είπε από τα βάθη της καρδιάς της:

«Κύριε και Θεέ μου, μην εισακούσεις την προσευχή μου.

Σε ικέτεψα και ότι μέχρι τώρα έκανα, για να σώσω το παιδί μου, εφόσον δεν είναι σύμφωνα με το θέλημά Σου,

το δικό Σου θέλημα είναι το πιο σωστό και το πιο καλό

και όχι το δικό μου.

Ω, μη μ΄ ακούσεις, Κύριέ μου.

Μη πραγματοποιήσεις ότι Σου ζήτησα τόσο επίμονα!

«Ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως Σύ!»

είπε η μάνα κι έγειρε με βαθιά υποταγή το κεφάλι.

Και ο Θάνατος έφυγε με το παιδί της, κατευθυνόμενος προς την άγνωστη αλλά μακάρια χώρα του Θεού.Κι η μάνα τότε μοιρολόγησε. Αισθανόταν πέτρα το δρόμο κι αγκάθια να τη ζώνουν στα πόδια της. Το βάδισμα της απεγνωσμένο, απελπισμένο. Η ψυχή να στενάζει με δάκρυα και πόνο στο σώμα. Ένιωθε λυπημένη κι αδικημένη. Οι λυγμοί της δίχως παρηγοριά, επειδή δεν θα είχε την αγκαλιά του παιδιού της με τα ολόθερμα φιλιά του. Η ψυχή της έγειρε στα ουράνια και μοιρολόγησε δίχως σταματημό.

Από τότε πέρασαν τα χρόνια του ξεριζωμού του Ελληνισμού της Ιωνίας, του Πόντου, της Θράκης. Χρόνια μέσα από τις φλόγες, τα αίματα, τον αφανισμό, τον πόνο, τα ολοκαυτώματα. Στέγνωσαν τα δάκρυα της πονεμένης μάνας που η ανάμνηση του χαμένου παιδιού της έγινε μια μαύρη κηλίδα στην θλιμμένη της καρδιά. Θρηνούσε πλέον σιωπηλά, τρομαγμένη, ανυπεράσπιστη, γερασμένη, ρυτιδωμένη, ανήμπορη. Όμως, ποιος να της δώσει σημασία, αφού και το μονάκριβό της παιδί δεν ζούσε;

Να τι μας λέει η ποντιακή μούσα σ' αυτή την περίπτωση.

Όταν γερά η μάνα και άλλο κε πορεί

Ατότε θέλ' βοήθειαν, ατότε θέλ' ζωήν

Κι όταν θα έρται η ώρα και άλλο κι θα ζει

Άμαν κ' ευτας το χρέος σοις, θα καίεται η ψύ σ'

Θα δεβαίνε τα χρόνεα, θα γέρουμε και μεις

Ατά είναι με τη σειρά κι θα γλυτών' κανείς

και ολ' πρέπ' να εξέρουμε σ' αούτο την ζωήν

χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε λέπ' χαΐρ'

Για τη φτωχή μανούλα της παραμυθο - ιστορίας μας αξίζει να αφιερώσουμε το παρακάτω ποιηματάκι κι όχι μόνο γι' αυτήν, αλλά και για όλες τις μάνες του κόσμου.

Μανούλα όλα τα λούλουδα

στ' αγνό μας περιβόλι

σήμερα έχουν σχόλι

που σχόλι έχεις κι εσύ.

Κι εγώ πήγα στα πιο όμορφα

τα διάλεξα ένα-ένα

και τα' φερα σε σένα

μανούλα μου χρυσή.

Κι αν θες μανούλα

αγνότερο λουλούδι στη γιορτή σου

να πάρε το παιδί σου

και  φίλα το γλυκά.

Πληροφορίες για τα cookies

Τα cookies είναι σύντομες αναφορές που αποστέλλονται και αποθηκεύονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη μέσω του προγράμματος περιήγησης όταν αυτό συνδέεται στο Ιντερνέτ. Τα cookies μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων του χρήστη όσο αυτός είναι συνδεδεμένος, για να του παράσχουν τις ζητούμενες υπηρεσίες και που ορισμένες φορές τείνουν να μην διατηρούν. Τα cookies μπορεί να είναι τα ίδια ή άλλων:

  • Technical cookies (τεχνικά cookies) που διευκολύνουν την πλοήγηση των χρηστών και τη χρήση των διαφόρων επιλογών ή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον ιστό, όπως προσδιορίζουν τη συνεδρία, επιτρέπουν την πρόσβαση σε ορισμένες περιοχές, διευκολύνουν τις παραγγελίες & τις αγορές, συμπληρώνουν φόρμες & εγγραφές, παρέχουν ασφάλεια, διευκολύνουν λειτουργίες (βίντεο, κοινωνικά δίκτυα κλπ.).
  • Customization cookies (cookies προσαρμογής) που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους (γλώσσα, πρόγραμμα πλοήγησης - browser, διαμόρφωση, κ.α.).
  • Analytical cookies (cookies ανάλυσης) που επιτρέπουν την ανώνυμη ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών του Ιντερνέτ, επιτρέπουν την μέτρηση της δραστηριότητας του χρήστη και την ανάπτυξη προφίλ πλοήγησης για την βελτίωση των ιστότοπων.

Ως εκ τούτου, όταν έχετε πρόσβαση στον ιστότοπο μας, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Νόμου 34/2002 των Υπηρεσιών Κοινωνίας της Πληροφορίας, στην αναλυτική επεξεργασία των cookies ζητάμε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση τους, με σκοπό να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας. Χρησιμοποιούμε την υπηρεσία του Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων στατιστικών πληροφοριών όπως για παράδειγμα ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο μας. Τα cookies που προστίθενται από την υπηρεσία Google Analytics διέπονται από τις πολιτικές απορρήτου του Google Analytics. Αν επιθυμείτε μπορείτε να απενεργοποιήσετε τα cookies από το Google Analytics.

Παρακαλούμε, σημειώστε ότι μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή απενεργοποιήσετε τα cookies σύμφωνα με τις οδηγίες του προγράμματος πλοήγησης σας (browser).