kozanitvbanner1363x131pix

banner 728x90 PJC 4

b834pix

ecofloor230

ΤΕΝΤΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 1

pantelidisGIF834pix

asepop 2021 a

artinhouse2

garden hall banner1

musicart834pix

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα

noisi1

Τα απομνημονεύματα του κυρ-Κώστα (Απόσπασμα από το βραβευμένο βιβλίο «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο» της Παρθένας Τσοκτουρίδου)

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα «Μέσα στην αχλή των παιδικών μου
αναμνήσεων προβάλλουν τα παιδικά μου
χρόνια στο χωριό Χαβά Ματσούκας

της
Τραπεζούντας, που απείχε πέντε ώρες απ'
αυτή και μισή ώρα πεζοπορία από το
Τσεβιζλίκ.

Σκαρφαλωμένο στις απότομες πλαγιές του
όρους Ζύγανα, στην κοιλάδα του Πυξίτη
ποταμού, το χωριό μου πνιγόταν στο
πράσινο και στ' αρώματα της ποντιακής
αζαλέας.

Πιασμένος από τις ποδιές της μητέρας
μου Κυριακής, την ακολουθούσα έως τον
ποταμοχείμαρρο του Αϊ-Ανδρέα με τα
πολλά κι ορμητικά νερά του, όπου στην
όχθη του είχαμε λαχανόκηπο έκτασης
περίπου ενός στρέμματος.

Έκοβε η μάνα μου λαχανικά και μετά
παροχέτευε το νερό στ' αυλάκια του και
πότιζε. Εγώ χαρούμενος έτρεχα από δω κι
από κει παίζοντας με τα νερά. Εκείνη
φορτωνότανε τα λαχανικά και
ξεκινούσαμε για την επιστροφή.

Όταν φτάναμε στο «κρενίν», δηλαδή στη
βρύση, εκείνη γέμιζε το γκιούμι και την
«κούφαν», που σημαίνει «ξύλινο
βαρελάκι». Το «κρενίν» ήταν μικρός
κορμός ελάτης, σκαμμένος σε λούκι, που
τοποθετούνταν έτσι ώστε το καθαρό και
γάργαρο νερό ελεύθερης ροής, από το
αυλάκι να έτρεχε στην «κούφαν».

Με τη διάθεση όλο για παιχνίδια στο
δρόμο, γύριζα πότε - πότε το κεφάλι μου
πίσω για να βλέπω τα «ζωναραίας», τους
πανύψηλους - πενήντα με εκατό μέτρων -
κόκκινους βράχους στο βάθος του φόντου,
λίγο πιο πέρα από τον κήπο ως ένα
συνεχόμενο τείχος, που δέσποζε στην
περιοχή με την επιβλητικότητα του τους
θρύλους με «τα μάϊσσας», δηλαδή «τις
νεράιδες».

Όταν φτάναμε στο σπίτι, η μητέρα μου
τοποθετούσε τα νερά και τα λαχανικά
στους αποθηκευτικούς τους χώρους.
Επιθεωρούσε κατόπιν το «φαγίν», δηλαδή
το «φαγητό», το οποίο έβαζε «σο χωνόν»,
δηλαδή «στο τζάκι», κρεμασμένο από μια
χάλκινη αλυσίδα, που την έλεγαν
«χαλκοτσούκ».

Η γιαγιά Ανατολή «εδυσαύλιζεν τον
χωνόν», δηλαδή «έβαζε τα ξύλα στο
τζάκι». Με χαϊδολογούσε σαστισμένη από
την μεγάλη αδυναμία και αγάπη που μου
είχε. Κι αυτό οφειλότανε στο γεγονός
πως έξι παιδιά πριν από μένα δεν
επέζησαν.

Όταν γεννήθηκα, λοιπόν, τον Ιούνιο του
χίλια εννιακόσια έντεκα, τότε ακριβώς ο
πατέρας μου είχε πάρει το απολυτήριο
του γυμνασίου από το Φροντιστήριο της
Τραπεζούντας. Από φόβο να μη πάθω κάτι,
κίνησε όλη τη διαδικασία της εφαρμογής
με όλα τα γιατροσόφια που ήταν γνωστά
και διαδεδομένα, ακόμη και την ημέρα
της βάφτισής μου ακολουθώντας
ορισμένες οδηγίες.

Όταν μεγάλωσα και πήγαινα στο σχολείο,
θυμάμαι πως μου έκαναν μια τσαντούλα να
τη φορτώνομαι στην πλάτη για να μη
κρυώνουν τα χεράκια μου. Δεν την ήθελα
όμως, επειδή απεχθανόμουν πολύ το
φόρτωμα, επηρεασμένος από εκείνο της
μητέρας μου με το «σορούκ», το οποίο
ήταν ένα κοντάρι, μισό μέτρο πάνω από το
κεφάλι και πίσω από τα γόνατα, όπου
καρφώνονταν δεμάτια χόρτου.

Το πατρικό μου σπίτι στην Ματσούκα, αν
και ισόγειο, ήταν επιβλητικό και
μεγάλο, στεγασμένο με πέτρινες πλάκες.
Το μεσημβρινό του τμήμα ήταν σκαμμένο
για το στάβλο κι από πάνω το «ηλιακόν»,
τα δωμάτια.

Η στέγη ήταν ενισχυμένη με ίσια και
χοντρά δοκάρια οξιάς, βελανιδιάς ή και
ελάτης και σιδερένιες βέργες
αγκάλιαζαν τους δοκούς εκείνους
φτάνοντας από τον ένα τοίχο στον άλλο.

Η κεντρική είσοδος του σπιτιού, με
βαριά πόρτα ξύλινη, έμπαζε στο μεγάλο
χολ, που έπιανε το ένα τρίτο περίπου
όλου του σπιτιού. Στη μέση ακριβώς
αυτού του χολ ήταν το «χωνόν». Πάνω από
τη μέση του τζακιού βρισκότανε ο
μεγάλος φεγγίτης και κάτω απ' αυτόν, από
το μεγάλο δοκάρι, κρέμονταν η μεγάλη
αλυσίδα με γάντζο στο κάτω άκρο της, απ'
όπου κρέμονταν το «χαλκόν», το καζάνι ή
το «χαλκοτσούκ», το καζανάκι, με νερό,
φαγητό ή «πλημίν». Το «πλημίν» ήταν
παρασκεύασμα βρασμένων χόρτων για τις
αγελάδες που γεννούσαν ή τα μοσχάρια.

Βγαίνοντας από την κεντρική είσοδο,
ακριβώς δεξιά, ήταν εφαπτόμενο το
«τκιάν». Αυτό ήταν το μαγαζί του παππού
μου Κωνσταντίνου, ο οποίος έκανε και
στην Κωνσταντινούπολη χρόνια
ιδιοκτήτης χαλκουργείου - σιδεράδικου
μαγαζιού.

Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο,
αριστερά στο βάθος του χολ, ήταν το
«κεμέρ», με ανοιχτή τοξωτή είσοδο.
Αυτός ήταν ένας σκοτεινός χώρος που
χρησίμευε για αποθήκη.

Από τον χώρο αυτό είχα μια αθώα
εμπειρία. Η γιαγιά Ανατολή είχε κάνει
«χαβίτς», δηλαδή κατσαμάκι, με φούρνικο
καλαμποκάλευρο και βούτυρο αγελαδινό.
Αφού μοίρασε το φαγητό, κράτησε για
μένα, που ήταν αδυναμία μου, την ίδια
κατσαρόλα με τον καμένο πάτο.

Μα, ο παππούς Γιώργος, σε κάποια στιγμή
που πρόσεχα αλλού, πήρε την κατσαρόλα
και πήγε τρέχοντας στο «κεμέρ», όπου
και κρύφτηκε ξύνοντας και τρώγοντας
όλο το φαί, αδιαφορώντας για τα δάκρυα
μου και τα θυμωμένα μονόλογα της
γιαγιάς.

Για να με ηρεμήσει ο παππούς, μου
υποσχέθηκε να με πάει στο βουνό, στα
«ταντούρια», τα οποία ήταν καμίνια για
ξυλοκάρβουνα. Την άλλη μέρα, λοιπόν,
ξεκινήσαμε.

Ήταν φθινόπωρο. Δεν αργήσαμε να μπούμε
στο δάσος. Περπατούσαμε σ' ένα μονοπάτι
κάτω από θεόρατα πανύψηλα δέντρα. Τα
παρατηρούσα με θαυμασμό και δέος.

Βγαίνοντας απ' το δάσος μπήκαμε σ' ένα
ξέφωτο, όπου ήταν σκαμμένο ένα μεγάλο
αλώνι στην απότομη πλαγιά του βουνού με
τέσσερα - πέντε «ταντούρια».

Όταν φτάσαμε πάνω από το αλώνι,
αντίκρισα έξι αρκούδες, που ήταν
ξαπλωμένες νωχελικά πάνω στο ζεστό
χώμα των «ταντουριών». Απολάμβαναν τη
θαλπωρή τους δίχως να ταραχτούν από την
παρουσία μας.

Τρόμαξα και ξέσπασα σε γοερά κλάματα
αγκαλιάζοντας τα πόδια του παππού, ο
οποίος για να με καθησυχάσει, με πήρε
αγκαλιά και ατάραχος προχώρησε προς
την καλύβα του, στην άκρη του αλωνιού,
σε απόσταση πέντε έως έξι μέτρων από
τις αρκούδες.

Όσο πλησιάζαμε, τόσο περισσότερο
σφιγγόμουν στο λαιμό του κι εκείνος με
χάιδευε να καθησυχάσω. Δεν με είχε
προετοιμάσει ψυχολογικά. Αν μ'
ενημέρωνε νωρίτερα, ίσως δεν θα τρόμαζα
ποτέ. Όμως με βεβαίωνε αργότερα για τις
απορίες μου, λέγοντας πως είχε
καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με τις
αρκούδες, δίνοντας τες και τροφή.

Μπήκαμε στην καλύβα κι ενώ εκείνος
ασφάλισε την πόρτα, φοβισμένος κοίταζα
από τις χαραμάδες, μήπως μας
ακολούθησαν οι αρκούδες. Κατά παράδοξο
τρόπο, δεν θυμάμαι πως φύγαμε.
Συμπεραίνω, όμως, πως αποκοιμήθηκα και
φεύγοντας με πήρε ο παππούς αγκαλιά.

Το «ταντούρι» ήταν ένας λάκκος, βάθους
από εξήντα εκατοστά έως ενός μέτρου και
είχε διάμετρο τρία με τέσσερα μέτρα.
Μέσα σ' εκείνον τον λάκκο στοιβάζονταν
τα ξύλα σταυρωτά κι έμπαινε σκεπή
κατάλληλη. Πυροδοτούνταν τα ξύλα και
πάνω απ' τη σκεπή έμπαινε χώμα, αφού
αφήνονταν κατάλληλα ανοίγματα για
σχετικό αερισμό, τόσο, όσος χρειαζότανε
να μη σβήνει η φωτιά. Ο παππούς ετοίμαζε
εργολαβικά την καύση του ξυλοκάρβουνου
για δική του χρήση στο μαγαζί του.

Απέναντι από το «κεμέρ», στο μεσημβρινό
του σπιτιού, ήταν τα υπνοδωμάτια και
διαχωρίζονταν από το χολ μ' ένα
σανιδένιο διάφραγμα σκαλιστό. Εκεί
βρίσκονταν ο «γαλοστάτης», ο οποίος
ήταν ένα μικρό δωμάτιο, όπου
τοποθετούνταν τα «καρσάνια», οι
λεκάνες δηλαδή με το γάλα, για να γίνει
η φυσική αποκορύφωση. Το παράθυρο του
«γαλοστάτη» ήταν ασφαλισμένο με ψηλό
δικτυωτό σύρμα κατά της μύγας.

Στη μέση του χολ, όπου ήταν και το
καθημερινό, ήταν το ανοιχτό τζάκι, το
«χωνόν», πλαισιωμένο από το
«παρακαμίν» με σκαλισμένες πέτρες,
ακριβώς κάτω από τον μεγάλο φεγγίτη.
Εκεί έκαιγαν μέχρι και μεγάλα
κούτσουρα, των οποίων ο καπνός ανέβαινε
κάθετα προς τον φεγγίτη και η θέα του με
διασκέδαζε.

Στον ανατολικό τοίχο του χολ κρέμονταν
η πιατοθήκη, όπου, όπως μου διηγιότανε η
μητέρα μου, με σήκωνε αγκαλιά η γιαγιά
Ανατολή για να διασκεδάσει τις κακίες
μου, παίρνοντας πιάτα που πετούσα κάτω
να σπάσουν. «Τα' χτιζα», όπως έλεγε η
καημένη μου γιαγιά.

Η αυλή ήταν στρωμένη με κόκκινες πλάκες
κι από δίπλα περνούσε δρόμος, ο οποίος
έβγαινε στον κεντρικό δρόμο που
περνούσε από το «δρανίν», το πίσω
δηλαδή μέρος του σπιτιού.

Απέναντι από την κεντρική είσοδο που
αμπάρωνε από μέσα μ' ένα χοντρό δρύινο
ξύλο, κινούμενο δεξιά κι αριστερά, ο
λεγόμενος σύρτης, ήταν η πόρτα που
άνοιγε για πίσω στον ακάλυπτο χώρο.

Εκεί ήταν το «ξεραντέρ», όπου
ξεραίνονταν τα καλαμπόκια σε ρόκες, που
κοπανίζονταν για να ξεσπυριστούν με
κόπανους, πέφτοντας το σπυρί από τις
χαραμάδες του πατώματος από ύψος τριών
μέτρων περίπου. Το πάτωμα αποτελούνταν
από κορμούς ελάτης με κενά μεταξύ τους
για να πέφτει το σπυρί και οι ξυλόροκες
πετιούνταν ξεχωριστά.

Η σκεπή πάνω από την ξυλοδομή ήταν
σκεπασμένη με «χαρτώματα». Αυτά ήταν
μικρά σανιδάκια σαν κόντρα πλακέ. Κάτω
από το «ηλιακόν», όπως προανέφερα, ήταν
ο στάβλος για το φόβο ζωοκλοπής και
χρησίμευε σε κρίσιμες μέρες ως
κρυψώνας.

Ο παππούς σε κάποια περίοδο ήταν
«μουχτάρης», που σημαίνει Πρόεδρος της
Κοινότητας. Γεγονός που παρ' ολίγο να
τον οδηγήσει στην κρεμάλα. Κάποιος που
διώκονταν από τις Τουρκικές αρχές, δεν
βρισκότανε πουθενά. Τον είχε κρύψει ο
παππούς στο στάβλο, κάτω από τα κεφάλια
των αγελάδων, στο παχνί κι έριξε πάνω
του χόρτο να τρώνε οι αγελάδες.

Το σπίτι ήταν πλαισιωμένο από τέσσερις
μεγάλες κληματαριές αναρριχημένες σε
θεόρατες φτελιές, που του έδιναν
ιδιαίτερη ομορφιά. Στην κατάσταση αυτή,
φυσικά, δεν ήταν δυνατό να δοθούν στα
κλήματα οι περιποιήσεις που
απαιτούνταν, όπως κλαδεύματα,
βαστολογήματα, ραντίσματα, θειαφίσματα
και άλλα, που δεν γνωρίζω και αν τους
ήταν γνωστά.

Τριακόσια μέτρα πιο κάτω από το σπίτι
ήταν «τ' αλών», όπου αλώνιζαν τα σιτηρά
και διακόσια μέτρα πιο πέρα, από την
άλλη πλευρά του δρόμου, ήταν το «γολίδ»,
ένας ογκόλιθος, βράχος περίπου
στρογγυλός, με διάμετρο πενήντα μέτρων
και πλέον, που σε κάποια εποχή φαίνεται
πως κύλησε από την κορυφή του βουνού
και «φυτεύτηκεν» εκεί.

Δίνει ακόμη την εντύπωση πως από στιγμή
σε στιγμή θα κυλήσει και πάλι στην
απότομη και κατηφορική πλαγιά.
Αποτελεί θαυμάσιο «εξώστη», απ' όπου
απολαμβάνει κανείς την πανοραμική θέα
της κοιλάδας του Πυξίτη ποταμού, της
εθνικής οδού Τραπεζούντας - Ερζερούμ
και των χωριών.

Μέχρι την ώρα που θα μ' έπαιρνε ο ύπνος,
άκουγα το ρόχθο του Πυξίτη, που κυλούσε
ορμητικός στη βραχώδη κοίτη του,
ιδιαίτερα όταν ήταν πλημμυρισμένος.
Ακούγονταν ακόμη ο μονότονος τριγμός
των δίτροχων πρωτόγονων ξύλινων
αμαξών, που κυλούσαν στο
χαλικοστρωμένο δρόμο. Ο άξονας - τιμόνι
του κάρου ήταν διχαλωτός, όπου
προσαρμόζονταν κρεμαστό κρεβάτι για
παιδιά ή και για μεγάλους.

Ο πατέρας μου, που υπηρέτησε δάσκαλος
στα χωριά της Ματσούκας, εξόργιζε τους
Τούρκους. Τον κοίταζαν με στραβό μάτι,
επειδή διακρινότανε στη δουλειά του,
που γύμναζε τους μεγάλους μαθητές στις
κονταρομαχίες. Τον κάλεσε ο Καϊμακάμης
και του έκανε παρατήρηση.

-Νόμιζα πως δεν κάνω κακό, τους είπε,
αλλά μάλλον καλό, διευκολύνοντας να μη
δυσκολευτούν όταν θα τα γυμνάζει στο
μέλλον η Τουρκική πατρίδα.

Μετά το περιστατικό αυτό, ο πατέρας μου
αποφάσισε να φύγει από τη Ματσούκα.
Πήγε στην Τραπεζούντα παίρνοντας κι
εμάς την οικογένειά του μαζί του.
Νοίκιασε διαμέρισμα στη βίλλα
Καπαγιαννίδη στο Σοούκ-Σου (Κρυονέρι),
ένα ωραίο προάστιο της Τραπεζούντας με
πολλά φρούτα.

Κάποια μέρα ο πατέρας μου μ' έστειλε στο
χωριό να πάω τον γάιδαρο που τον
κατέβασαν φορτωμένο με πολλά πράγματα.
Με συνόδεψε μέχρι έξω από την πόλη, όπου
εκεί βρήκε κι έναν άλλον Έλληνα, ο
οποίος πήγαινε με το κάρο του στην ίδια
κατεύθυνση και μ' εμπιστεύτηκε σ'
εκείνον.

Ο γάιδαρος από την αρχή έδειξε την
αντίθεση του. Δεν εννοούσε να ρίξει
βήμα μπροστά. Ο καραγωγέας έδεσε το
καπίστρι, ονομαζόμενο «δουκάλ», στο
κάρο και ξεκίνησε. Ο γάιδαρος όμως είχε
αντίρρηση και με το ξεκίνημα
κρεμάστηκε στο κάρο. Σερνότανε παρά
περπατούσε.

Ο πατέρας από μακριά σήκωσε το χέρι του
σε χαιρετισμό και γύρισε στην πόλη. Το
καπίστρι δεν άντεξε στη διελκυστίνδα
και κόπηκε.ανέπνευσε ο γάιδαρος.και.
«καρφώθηκε» στον τόπο.

Ο καραγωγέας ούτε γύρισε να δει και
χάθηκε στις στροφές. Μικρός, εννέα
χρόνων τότε, ούτε που σκέφτηκα καν να
γυρίσω πίσω, οπότε θα περπατούσε το ζώο,
όπως περπατούσε μπροστά στον πατέρα
μου και στον θείο Χαράλαμπο.

Οπλίστηκα με μια μαγκούρα και άρχισα
τη.. σχετική αγωγή, μα ο γάιδαρος δεν
εννοούσε να συνετιστεί. Ωστόσο,
συνέχισα τη μαγκουροπατινάδα με
σχετικό. σπρωξίδι. Με όλα αυτά μόλις
κατόρθωνα να τον. μετατοπίσω σε
αναποφάσιστα βήματα. Άνοιξα μια
εκτεταμένη πληγή πάνω στην ουρά του με
τα χτυπήματα μου.

Είχα ξεκινήσει το πρωί και το απόγευμα
μόλις πλησίαζα στο Τσεβιζλίκ ήδη είχε
σουρουπώσει. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν
να έρχονταν απ' την αντίθετη πλευρά
τρεις Τούρκοι. Όταν έφτασαν κοντά μου,
είπε ο ένας απ' αυτούς:

-Αυτό το γαϊδούρι είναι δικό μας. Που το
βρήκες;

-Όχι, δικό μου είναι! είπα στην Τουρκική
γλώσσα.

Εκείνοι πήραν μαζί τους τον γάιδαρο, ο
οποίος - κατά παράδοξο τρόπο - σ'
εκείνους περπάτησε. Δεν έχασα την
ψυχραιμία μου και φώναξα:

-Θα πάω στην αστυνομία!

Τελικά, με φώναξαν να πάρω το γαϊδούρι
και συνέχισα το δρόμο μου. Περπατώντας
έφτασα στη γέφυρα που έπρεπε να περάσω
για να πάρω το δρόμο του χωριού. Μετά
τον Πυξίτη έφτασα στο σπίτι που ήταν
δίπλα στον ποταμοχείμαρρο του
Αϊ-Ανδρέα, ένα χιλιόμετρο πριν από το
χωριό.

Εκεί με πήραν είδηση τα σκυλιά και μου
ρίχτηκαν δύο απ' αυτά. Αμύνθηκα με το
ξύλο στριφογυρίζοντας γύρω από τον
γάιδαρο, ώσπου βγήκαν οι νοικοκύρηδες
του σπιτιού και τα έδιωξαν.

Με γνώρισαν κι απορημένοι με ρώτησαν
πως βρέθηκα εκεί. Τους είπα την
περιπέτειά μου και πως είμαι με τον
γάιδαρο.. Μα, ο γάιδαρος εξαφανίστηκε.

Στο σημείο εκείνο, από τις βροχές
διολίσθησε ο τοίχος που κρατούσε το
δρόμο κι έμεινε ένα στενό μονοπατάκι,
απ' όπου επιχείρησε ο προκομμένος. να
περπατήσει και κυλίστηκε στη ρεματιά.

Κατέβηκαν και μου τον έφεραν. Κάποια
γυναίκα μου έδωσε μια φέτα ψωμί και
τυρί. Την ευχαρίστησα και ξεκίνησα για
το τελευταίο κομμάτι του Γολγοθά μου.
Όταν έφτασα στ' αλώνι, ο γάιδαρος έφερε.
φτερά. Έτρεξε και πήγε να χωθεί στο
στάβλο. Είχα την εντύπωση πως τον
κουβάλησα στην πλάτη μου.

Όταν μπήκα στο σπίτι, βρήκα τον θείο
Χαράλαμπο δίπλα στο τζάκι να πλένει τα
πόδια του. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν
μεσάνυχτα. Απόρησε κι εκείνος και
κατέκρινε τον πατέρα που μ'
εμπιστεύτηκε «τσεχέλικο», δηλαδή άμαθο
παιδί σε τέτοιο επικίνδυνο μάλιστα
ταξίδι να διεκπεραιώσω τόσο δύσκολη
αποστολή.

Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που είδα
και το χωριό μου. Ήταν φθινόπωρο του
χίλια εννιακόσια είκοσι δύο. Τις
παραμονές των Χριστουγέννων του ίδιου
έτους επιβιβαστήκαμε χιλιάδες
πρόσφυγες σε βάρκες και κατόπιν στ'
αμπάρια του φορτηγού - καραβιού
«Εύξεινος Πειραιεύς».

Ήμασταν φορτωμένοι σαν τις σαρδέλες κι
όταν μας έβαλαν στο δεύτερο κατάστρωμα,
η κατάσταση ήταν κάπως υποφερτή.
Αισθανόταν κανείς ίλιγγο
αντικρίζοντας από το ύψος που
βρισκόμασταν το αβυσσαλέο βάθος του
αμπαριού, όπου δεν μπορούσες να δεις
παρά μόνο μια μυρμηγκιά ανθρώπων που
κινιότανε.

Όταν ξεκίνησε το καράβι, ιαχή
ενθουσιασμού ακούστηκε απ' όλο εκείνο
το πλήθος των ανθρώπων. Ανοιχτήκαμε στο
πέλαγος και σε μια στιγμή κοκκίνισε η
θάλασσα από τα φέσια που πετιόντουσαν.
Ξεχείλισε η λαχτάρα της λευτεριάς που
αποκτήθηκε με τόσες αιματηρές θυσίες
και απορρίπτονταν κάθε τι που θύμιζε
τον στυγνό δυνάστη. Εστίες που
θεμελιώθηκαν και ρίζωσαν από τον καιρό
του χρυσόμαλλου δέρατος
ξεθεμελιώνονταν πλέον.

Στα «Καβάκια», λίγο πριν μπούμε στον
Βόσπορο, μας έπιασε τρομερή
θαλασσοταραχή. Το καράβι
συγκλονίζονταν κι έβγαλε τα έντερα των
περισσότερων. Όσοι πέθαιναν, που δεν
ήταν λίγοι, τους πετούσαν στη θάλασσα.

Κάποιο πρωινό αγκυροβολήσαμε μπροστά
στην Κωνσταντινούπολη, την Ιερουσαλήμ
των ονείρων του Ελληνισμού. Ο θείος και
θεία Ελένη, γαμπρός και αδελφή του
πατέρα μου, μας περίμεναν στην
αποβάθρα. Είχαν φύγει νωρίτερα από την
Τραπεζούντα με καλύτερες συνθήκες από
εμάς. Μας έδωσαν μερικά ψώνια.

Δεν θυμάμαι την αναχώρηση. Θα πρέπει
όμως να φύγαμε νύχτα. Τέλος φτάσαμε
στον Πειραιά και μας κατέβασαν στον
Άγιο Γεώργιο για καραντίνα.
Αρρωστήσαμε οικογενειακώς και μας
έβαλαν στο νοσοκομείο, όπου εκεί
πέθαναν τα δίδυμα αδερφάκια μου, ο
Φώτης και η Ελπίδα.

Μας επισκέφτηκε ο θείος Χρήστος, αλλά
δεν θυμάμαι αν μας βοήθησε. Ο πατέρας
μου ετοιμαζότανε να πάει στη Μακεδονία,
όπου τον έστελναν δάσκαλο. Η μητέρα μου
όμως του έλεγε να μείνουν στην
πρωτεύουσα. Θεωρούσε πως εκεί ήταν
καλύτερα και θα μπορούσαν να
σπουδάσουν κι εμένα.

Δεν ξέρω αν μπορούσε να το κάνει αυτό
τότε ο πατέρας μου. Τελικά πήρε
διορισμό για τα Γιαννιτσά. Ίσως ήταν
καλύτερα έτσι. Με πήρε μια μέρα μαζί του
να ψωνίσουμε μερικά πράγματα για το
ταξίδι που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε
στη Μακεδονία.

Μετά από ολονύκτιο ταξίδι με το τρένο,
φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Μείναμε σε
ξενοδοχείο και την άλλη μέρα το
απόγευμα ξεκινήσαμε για τον προορισμό
μας, όπου φτάσαμε λίγο αργά.

Μας υποδέχτηκε ένα κοπάδι μαντρόσκυλα,
που παρ' ολίγο να μας φάνε, πατέρα και
γιο. Δεν θυμάμαι την υποδοχή ή
οποιαδήποτε επαφή του πατέρα μου με τον
κόσμο. Δεν λησμονώ όμως την αιματηρή
υποδοχή που μας έκαναν τα κουνούπια,
που μας επιτέθηκαν και μας τσιμπούσαν
στα γυμνά σημεία του σώματος πρήζοντάς
τα, με αποτέλεσμα να γίνουμε τα θύματα
μιας φοβερής ελονοσίας που μας
ταλαιπώρησε για καιρό.

Παρακολουθούσα τακτικά τα μαθήματα στο
σχολείο, αλλά δίχως ιδιαίτερη φροντίδα
από τον πατέρα μου. Είχα πρόωρη
ανάπτυξη και έκτακτα σωματικά προσόντα
τέτοια που συγκέντρωναν γύρω μου τις
βλαχοπούλες, οι οποίες με τις τρυφερές
εκδηλώσεις και προκλήσεις τους δεν μ'
άφηναν σε ησυχία κι εγώ ήμουν πάντα
ένας αδιόρθωτος μπουνταλάς.

Ο πατέρας μου έκανε προσπάθεια να με
μάθει τη Βυζαντινή Μουσική,
προκειμένου να τον βοηθήσω στην
εκκλησία. Ήταν ψάλτης κι εγώ
καλλίφωνος. Μα, ήμουν από τη φύση μου
ντροπαλός κι επειδή έκανε τη
διδασκαλία του με ανορθόδοξο τρόπο, μου
προκαλούσε δυσάρεστες αντιδράσεις.

Το μάθημα μου το έκανε στο δρόμο, όπου
συγκεντρώνονταν πάνω απ' το κεφάλι μας
πολλοί περίεργοι για σεργιάνι κι εγώ
κοκκίνιζα σαν παπαρούνα. Παρ' όλα αυτά
οι επιδόσεις μου ήταν καλές αν κρίνω
από τις εκδηλώσεις ευαρέσκειας των
ανθρώπων όταν έκανα την ψαλτική μου.

Μετά το τέλος της σχολικής περιόδου, ο
πατέρας μου μετατέθηκε στο Βέρμιο, όπου
και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής
του».

 

Πληροφορίες για τα cookies

Τα cookies είναι σύντομες αναφορές που αποστέλλονται και αποθηκεύονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη μέσω του προγράμματος περιήγησης όταν αυτό συνδέεται στο Ιντερνέτ. Τα cookies μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων του χρήστη όσο αυτός είναι συνδεδεμένος, για να του παράσχουν τις ζητούμενες υπηρεσίες και που ορισμένες φορές τείνουν να μην διατηρούν. Τα cookies μπορεί να είναι τα ίδια ή άλλων:

  • Technical cookies (τεχνικά cookies) που διευκολύνουν την πλοήγηση των χρηστών και τη χρήση των διαφόρων επιλογών ή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον ιστό, όπως προσδιορίζουν τη συνεδρία, επιτρέπουν την πρόσβαση σε ορισμένες περιοχές, διευκολύνουν τις παραγγελίες & τις αγορές, συμπληρώνουν φόρμες & εγγραφές, παρέχουν ασφάλεια, διευκολύνουν λειτουργίες (βίντεο, κοινωνικά δίκτυα κλπ.).
  • Customization cookies (cookies προσαρμογής) που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους (γλώσσα, πρόγραμμα πλοήγησης - browser, διαμόρφωση, κ.α.).
  • Analytical cookies (cookies ανάλυσης) που επιτρέπουν την ανώνυμη ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών του Ιντερνέτ, επιτρέπουν την μέτρηση της δραστηριότητας του χρήστη και την ανάπτυξη προφίλ πλοήγησης για την βελτίωση των ιστότοπων.

Ως εκ τούτου, όταν έχετε πρόσβαση στον ιστότοπο μας, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Νόμου 34/2002 των Υπηρεσιών Κοινωνίας της Πληροφορίας, στην αναλυτική επεξεργασία των cookies ζητάμε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση τους, με σκοπό να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας. Χρησιμοποιούμε την υπηρεσία του Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων στατιστικών πληροφοριών όπως για παράδειγμα ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο μας. Τα cookies που προστίθενται από την υπηρεσία Google Analytics διέπονται από τις πολιτικές απορρήτου του Google Analytics. Αν επιθυμείτε μπορείτε να απενεργοποιήσετε τα cookies από το Google Analytics.

Παρακαλούμε, σημειώστε ότι μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή απενεργοποιήσετε τα cookies σύμφωνα με τις οδηγίες του προγράμματος πλοήγησης σας (browser).