Επιτραπέζια ρολόγια [ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ]
Θυμάμαι τα παλιά μας τα ρολόγια, τα ογκώδη και κουρδιστά,
με τους μεγάλους δείκτες και τους τεράστιους αριθμούς, που τα ’χαμε στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι κι άμα έφτανε η στιγμή για το ξυπνητήρι πεταγόμασταν από την τρομάρα μέχρι το ταβάνι ή ρίχναμε ποτήρια και φωτιστικά στην προσπάθειά μας να τα σταματήσουμε. Το χειρότερα απ’ όλα ήταν ο ξηρός ήχος από το τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ σαν τους επαναλαμβανόμενους κρότους που περιγράφει ο Σαχτούρης στο ποίημά του «Ο στρατιώτης ποιητής». Τα πρώτα λεπτά της παιδικής μου αϋπνίας συνήθιζα να τα περνάω όχι με την ιδέα ότι μετράω άσπρα προβατάκια αλλά με την εικόνα της μαζικής εκτέλεσης των πιο ανυπάκουων δευτερολέπτων και κάμποσες νεανικές μου νύχτες τις βρήκα στη μέση του πιο τρομακτικού εφιάλτη να σφαδάζουνε στο πάτωμα γαζωμένες από τέτοια τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ. Σήμερα βέβαια έχουν λείψει τα μηχανικά αυτά ρολόγια ή υπάρχουν σε κάποια μόνο σπίτια σαν ρετρό επιλογή διακόσμησης, όπως εκείνα τα παλιομοδίτικα τηλέφωνα με το χειροκίνητο καντράν. Προτιμώ πλέον τα ηλεκτρονικά ρολόγια, που είναι εντελώς αθόρυβα στο πέρασμα του χρόνου, κατ’ επιλογή μελωδικά ακόμη και στις πιο δύσκολες αφυπνίσεις και κυρίως γιατί σε απαλλάσσουν απ’ την αναγκαστική υπνοπαιδεία στην υπαρξιακή αγωνία του χρόνου. Για πολλές δεκαετίες μαθήτευσα σ’ αυτή την αγωνία, τώρα πια επιδίδομαι μετά μανίας στην καλλιέργεια των πιο βολικών μου ψευδαισθήσεων.