Ψεματούρες [ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ]
Τι άλλο; ζήτησε να μάθει. Βλέπω όνειρα με…, με…, με την Κατερίνα, ψιθύρισα. Πονηρά όνειρα; με ρώτησε. Έσκυψα το κεφάλι μου χωρίς να απαντήσω. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ το Πάτερ Ημών, απαίτησε. Μου διάβασε μια ευχή, φίλησα το χέρι του, σηκώθηκα να φύγω. Όμως στον πρόναο σαν να δίστασα λιγάκι. Τι παθαίνουν τα κακά παιδιά που λένε ψεματούρες; Πέφτουν κεραυνοί από τον ουρανό και τους αφήνουνε στον τόπο, μας μάθαιναν στο κατηχητικό. Πρόβαλα φοβισμένος το κεφάλι έξω. Ευτυχώς ήταν η μέρα όμορφη. Απρίλης μήνας. Μύριζαν έξω οι πασχαλιές. Στην πλατεία έπαιζαν οι φίλοι μου κρυφτό.
Στην εξομολόγηση δεν ξαναπήγα. Όνειρα πονηρά συνέχιζα ασφαλώς να βλέπω με την Ελένη, γιατί με την Ελένη ήταν στην πραγματικότητα τα όνειρά μου. Οπότε έκρινα ότι ήταν περιττό να εκτελέσω την τιμωρία. Πού και πού ένιωθα κάποιες ενοχές, αλλά δεν ήταν δα κι οι μόνες. Ώσπου έτυχε στην τρίτη γυμνασίου να μας διαβάσει η φιλόλογος το Όνειρο στο Κύμα του Παπαδιαμάντη. Και εκεί ανάμεσα στα χαχανητά των συμμαθητών και των συμμαθητριών μου βρήκα τη δικαίωση που έψαχνα. Ήμην εν συνειδήσει αθώος, λοιπόν. Χαμογέλασα ευτυχισμένος. Λευκός σαν περιστέρι μπορούσα να παραδοθώ στις ακολασίες της εφηβείας μου.