Της απουσίας (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Μόνο σαν γεροντίστικη ιδιοτροπία μπορούσα στην αρχή να το εξηγήσω. Αλλά και πάλι δεν μου καθόταν. Είχα στο μυαλό μου κείνη την παιδική εικόνα
του άτρωτου, όταν πότιζε όλη νύχτα τα καπνά παρέα με τα ξωτικά του ποταμιού ή ερχόταν πολύ αργά το βράδυ απ’ τα οργώματα με δεκαπέντε ώρες σερί πάνω στο τρακτέρ ή σάρωνε με τη θεριζοαλωνιστική του όλο τον κάμπο της Πέλλας, της Φλώρινας και της Πτολεμαΐδας, και να λοιπόν τώρα που κρεμιόταν πάνω στη μάνα μου σαν να ’τανε μωρό παιδί.
Πήγαινα εγώ κάνα ποτήρι νερό όταν ζητούσε, άνοιγα το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο, τον ανασήκωνα στο κρεβάτι, αλλά και πάλι τη μάνα μου συνέχιζε να ψάχνει, ακόμη και αν δεν υπήρχε λόγος. Φορές φορές κλεισμένοι στα δικά μας, δουλειές, σχέσεις, παιδιά, δυσκολευόμαστε να μπούμε στη θέση των άλλων.
Αγράμματη γυναίκα η μάνα μου, χωρίς πτυχία, γραφτά, μεταπτυχιακά καταλάβαινε παρ’ όλα αυτά ό,τι σε εμένα προκαλούσε απορία – φοβόταν μονάχος να πεθάνει, την ήθελε συνέχεια στο πλευρό του. «Ζώη» τη φώναζε, έτρεχε αυτή κοντά του.
ΠΗΓΗ: www.artinews.gr