Το πάθημα δεν έγινε μάθημα (Γράφει ο Λευτέρης Αρβανίτης)
Η πανδημία του κορονοϊού μετά και την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ξεγύμνωσε για δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό
και τις δοξασίες του. Τις δοξασίες που ζητούσαν την κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου σε κάθε σπιθαμή της οικονομικής ζωής και την απόσυρση του κράτους ακόμα και από τα στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά, γιατί δήθεν αυτή η μορφή οικονομίας είναι πιο αποδοτική και αποτελεσματική.
Η πραγματικότητα βέβαια έδειξε πως όπως το 2008 όταν το κράτος μέσω της αφαίμαξης των λαϊκών στρωμάτων σήκωσε το βάρος της επιβίωσης των τραπεζικών ιδρυμάτων και των μεγάλων εταιρειών που κατέρρευσαν, έτσι και τώρα η ελεύθερη αγορά που οι δυνατότητες της θεωρητικά είναι απεριόριστες, δεν είχε προνοήσει να παράγει τα βασικά αφήνοντας ανοχύρωτα το πιο προηγμένα κράτη του καπιταλισμού από μάσκες και γάντια. Ήταν το τσακισμένο από τη δεκαετή επίθεση των μνημονίων Δημόσιο σύστημα υγείας αυτό που κράτησε όρθια τη χώρα μπροστά στη λαίλαπα του ιού, ήταν οι δημοτικοί υπάλληλοι καθαριότητας που μέρα νύχτα με τη δουλειά τους εγγυήθηκαν την υγιεινή των πόλεων και των χωριών μας, και τέλος είναι πάλι το κράτος στο οποίο στρέφονται μεγάλες εταιρείες οι οποίες πριν ιδιωτικοποιηθούν είχαν απαξιωθεί και αφεθεί στο περιθώριο (π.χ. Ολυμπιακή) αλλά τώρα είναι αυτονόητο πως θα λάβουν κρατικές εγγυήσεις.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση προβάλει ακόμα πιο παράλογη η απόφαση για το οριστικό κλείσιμο των εργοστασίων λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ο ευσεβής πόθος της άρχουσας τάξης στη χώρα για την ιδιωτικοποίηση της παραγωγής ενέργειας ο οποίος σταδιακά υλοποιούνταν όλα αυτά τα χρόνια τώρα δείχνει να ολοκληρώνεται. Η απαξίωση της επιχείρησης πραγματοποιούνταν σταδιακά και με διάφορα μέσα. Χαρακτηριστικά, η ΔΕΗ αναγκάστηκε να πουλά κάτω του κόστους στους ανταγωνιστές της (μέσω των ΝΟΜΕ) οι οποίοι παράλληλα μέσω προσφορών μείωναν το πελατολόγιο της, να στερηθεί κάποιες από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες της (ΑΔΜΗΕ), και να πληρώνει δυσανάλογα υπέρογκα ποσά για τα δικαιώματα ρύπων (π.χ. το 2018 η ΔΕΗ είχε μικρότερες εκπομπές ρύπων, αλλά λόγω του διπλασιαμού της τιμής για τα δικαιώματα ρύπων πλήρωσε περισσότερα από το 2017).
Το τελειωτικό χτύπημα στην επιχείρηση δόθηκε με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για την απολιγνιτοποίηση της χώρας το 2023 για περιβαλλοντικούς λόγους. Ενδεικτικό του παράλογου της απόφασης αποτελεί το γεγονός πως Γερμανία και Πολωνία θα κλείσουν τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού με λιγνίτη το 2038 και το 2050 αντίστοιχα, λαμβάνοντας μάλιστα ποσά ασυγκρίτως μεγαλύτερα σε σχέση με την Ελλάδα από το «ταμείο δίκαιης μετάβασης». Η απόφαση αυτή εκθέτει τη χώρα και την παραγωγή πέρα όλων των άλλων αρνητικών συνεπειών σε μια κατάσταση συνεχούς ενεργειακής ανασφάλειας. Έτσι η Ελλάδα από χώρα αυτάρκης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού μετατρέπεται σε χώρα που θα στηρίζεται αναγκαστικά αφενός στις ΑΠΕ (η παραγωγή των οποίων είναι μεταβλητή) και στο ακριβό (έως και τρεις φορές πιο ακριβό από το λιγνίτη) φυσικό αέριο το οποίο κατά 100% θα εισάγεται και αφετέρου σε ιδιώτες μεγαλοεπιχειρηματίες της χώρας και του εξωτερικού οι οποίοι περιμένουν χρόνια την κατάσταση αυτή (χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στην Bild).
Έτσι το πάθημα του κορονοϊού δεν φαίνεται να έγινε μάθημα και παρά τα όσα λέγονται για την επιστροφή του κράτους, η ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών και επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι στην κορυφή της ατζέντας της ελληνικής αστικής τάξης, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΔΕΗ, της οποίας η βίαιη απολιγνιτοποίηση κάνει την Ελλάδα ενεργειακά και οικονομικά στην πραγματικότητα ανασφαλή σε μια ενδεχόμενη μελλοντική κρίση οποιασδήποτε φύσεως.