Πνιγμένοι ναυαγοί (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Υπάρχουν κάποια πρόσωπα καταδικασμένα να μην υπάρχουν. Εννοώ να μην υπάρχουν σαν ενιαίο σύνολο. Διακριτό και αναγνωρίσιμο. Τέτοιο που να στοιχειοθετεί εικόνα. Με πράσινα, μαύρα ή καφετιά μάτια, μικρή ή μεγάλη μύτη, λακκάκια στα μάγουλα, ουλές από παιδικά πεσίματα, ρυτίδες γήρανσης.
Διαθέτω μια γκάμα από τέτοια πρόσωπα. Ποικίλης ύλης, προέλευσης και χρήσης. Και τα ανακαλώ στη μνήμη μου κάθε τρεις και λίγο. Ακριβέστερα, έρχονται στην επιφάνεια από μόνα τους. Σαν τους πνιγμένους ναυαγούς με το σωσίβιο. Που παραδέρνουν για καιρό στα ενδότερα του πόντου μέχρι που να τους ξεβράσει από μόνο του το κύμα σε κάποια παραλία.
Αργά τη νύχτα, αλλά πολύ αργά, όταν βρίσκω τον εαυτό μου να περιφέρεται άσκοπα σε ερημικές παραλίες, Νοέμβρη ή Δεκέμβρη μήνα, τυχαίνει να πέφτω πάνω σε τέτοια πτώματα. Και όπως είναι φυσικό σπεύδω κοντά τους με την ψυχή στο στόμα. Ίσως και με μια ιδιοτελή ελπίδα. Αλλά όταν βλέπω τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά και τα σβησμένα μάτια τους εισπράττω την ίδια πάντα διάψευση.
Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνω, περιμαζεύω εδώ και αρκετά χρόνια τέτοια εγκαταλελειμμένα πτώματα. Τα φορτώνομαι στην πλάτη και τα κουβαλάω στο υπόγειο γραφείο μου. Τα περιποιούμαι όσο χρειάζεται και ανοίγω αμέσως τον υπολογιστή για να τα καταψύξω με τη βοήθεια των λέξεων. Ύστερα παίρνω τις λέξεις, ταιριάζω προτάσεις και συντάσσω δικά μου κείμενα.
Όπως η λέξη «αγαλματάκια ακούνητα», που έβαλα τις προάλλες σε ένα διηγηματάκι. Κι έλεγε για τον Αντώνη. Για τον οποίο Αντώνη δεν θυμάμαι τίποτα εκτός απ’ το τσουβάλι με το στάρι που κουβαλούσε στην πλάτη του. Ενώ εμείς παίζαμε παράμερα τα αγαλματάκια ακούνητα. Και ο Αντώνης έπεφτε δίπλα στη γεφυροπλάστιγγα από καρδιακό.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, εκδ. Κίχλη, 2018