Χαλάσματα (Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης)
Είναι και κάτι σπίτια, όρθια χαλάσματα, με μισογκρεμισμένες στέγες, λίθινους ή χωμάτινους τοίχους και ξεχαρβαλωμένες πόρτες. Ακατοίκητα.
Αλλά αργά τις νύχτες, τις πιο σκοτεινές απ’ όλες μπορεί να δει κανείς να εμφανίζονται απ’ το πουθενά σκιές. Που περιφέρονται στη χορταριασμένη αυλή, ανεβοκατεβαίνουν σκάλες ή κάθονται στο τραπέζι. Για να στρώσουν βραδινό ανάμεσα σε πειράγματα, γέλια και μικροκαβγάδες. Γιατί έχουν μιλιά τα παλιά τα σπίτια, λένε ερωτόλογα, δίνουν συμβουλές, κάποιες φορές νευριάζουν κιόλας. Αρκεί να ’χεις υπομονή, για να αφουγκραστείς τις πιο βαθιές σιωπές τους.
Εδώ λοιπόν ήταν κάποτε ο Βασίλης. Μωρό παιδί. Άκλειστα τα δύο. Πάει ο μπαμπάς του να οργώσει. Η μαμά του από τα χαράματα στην τσάπα. Στο σπίτι μονάχος ο Βασίλης μαζί με τον παππού του. Καλόκαρδο ανθρωπάκι. Λυπημένο. Με ένα άσπρο μουστακάκι. Το ’στριβε στις άκρες. Βγάζει ο παππούς ελιές. Γεμίζει το ποτήρι. Αρχίζει μονάχος του τραγούδι. Γεμίζει δεύτερο ποτήρι. Κάποιοι πεθαμένοι σύντροφοι στήνουνε χορό μες το μυαλό του. Γεμίζει τρίτο ποτήρι. Πιάνει μαζί τους τις γυροβολιές. Ενόσω ο Βασιλάκης στραβοπερπατάει. Έξω στην αυλή. Πέφτει. Μπουσουλάει. Και σηκώνεται. Ένα βατράχι κοάζει στο πηγάδι τους. Και θέλει οπωσδήποτε να δει τι είναι.
Στις 12 κάθε Ιούνη επισκέπτομαι το σπίτι του. Αργά τη νύχτα. Περνάω μπροστά από το σφραγισμένο πηγάδι. Διανύω την ίδια απόσταση της χορταριασμένης αυλής. Σπρώχνω τη σκουριασμένη πόρτα. Και μπαίνω. Είναι πάντα εκεί. Μαζί με τον παππού του. Ανάμεσα στα χαλάσματα. Με περιμένει. Να κάτσω δίπλα του. Να του βάλω λίγη σουπίτσα. Ή να του αλλάξω την πάνα. Και να του ρίξω λίγη πούδρα για το σύγκαμα. Γιατί η μαμά του ακόμη είναι στην τσάπα. Ο μπαμπάς του στα οργώματα. Κι ο παππούς του δεν λέει να αφήσει τα αντάρτικα τραγούδια. Πού και πού, πιάνω από πίσω του και εγώ ρυθμό. Να σιγοντάρω το ανθρωπάκι. Το λυπάμαι, κατά βάθος.
Η ιδιωτική μου αντωνυμία, Κίχλη, 2018