Το ξεστοκάρισμα (του Νίκου Σαραντάκου)
Πριν από λίγο καιρό, ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε συνέντευξη για το εμβόλιο της Αστρα Ζένεκα, που οι ελληνικές αρχές το χορηγούσαν και στους νέους
, σε αντίθεση με όσα ίσχυαν σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες που το επιφύλασσαν μόνο για μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες, είχε πει ότι αυτό έγινε «για να ξεστοκάρουμε».
Τότε, είχε δεχτεί δριμεία κριτική από την κυβέρνηση για τη διατύπωση αυτή, που θεωρήθηκε ότι υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς την εμβολιαστική πολιτική.
Αυτό είχε γίνει στα τέλη Απριλίου. Προχτές όμως πολλοί θυμήθηκαν αυτή τη στιχομυθία όταν η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού άλλαξε την τακτική της και πλέον συνιστά το εμβόλιο ΑΖ (που δεν λέγεται πλέον έτσι, αλλά το παλιό όνομα έχει μείνει) μονάχα στους άνω των 60 πολίτες -με αποτέλεσμα να φέρει σε αμηχανία πάρα πολλούς νεότερους, που είχαν σπεύσει να εμβολιαστούν με το (ξαφνικά επικίνδυνο;) εμβόλιο.
Μάλιστα, κορυφαίοι (εννοώ ως προς την προβολή και το πάθος τους) φιλοκυβερνητικοί σχολιαστές όπως ο Άρης Πορτοσάλτε απόρησαν πώς είναι δυνατό να έρθει «η κυβέρνηση να δικαιώσει τον Αλέξη Τσίπρα που είπε για ξεστοκάρισμα» (εδώ και σε βιντεάκια).
Το θέμα βέβαια δεν είναι αν δικαιώθηκε ο Τσίπρας, αλλά ότι αυτή η παλινωδία υπονομεύει όχι υποθετικά αλλά πραγματικά την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην εμβολιαστική πολιτική, αλείφει με βούτυρο το ψωμί των αντιεμβολιαστών, δίνει επιχειρήματα σε κάθε λογής αρνητές, επιβεβαιώνει τις καλοπροαίρετες επιφυλάξεις όσων συμπολιτών μας ανησυχούν και δεν βοηθάει στο να ξεπεράσει η χώρα μας τα πολύ χαμηλά (σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ) ποσοστά εμβολιασμού που σημειώνονται σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες.
Εδώ όμως λεξιλογούμε. Και από αυτή αυστηρά την οπτική γωνία, με βολεύει ότι επανήλθε το «ξεστοκάρισμα» στο προσκήνιο. Διότι ήθελα να γραψω άρθρο για τη λέξη αυτή, αλλά όταν είχε πρωτοειπωθεί, μέσα στη Μεγάλη Βδομάδα, δεν είχα προλάβει -ταξίδευα κιόλας. Οπότε, βρίσκω τώρα την ευκαιρία.
Ξεστοκάρισμα λοιπόν, και ρήμα αυτού το ξεστοκάρω. Από τα τέσσερα μεγάλα σύγχρονα λεξικά μας, μόνο το Χρηστικό λημματογραφεί το «ξεστοκάρω» (αλλά και το «ξεστοκάρισμα»). Τα άλλα έχουν μόνο το «ξεστολίζω» που αφορά και περισσότερο κόσμο μια φορά το χρόνο. Θα μου πείτε ότι όσα ρήματα αρχίζουν από ξε- και εκφράζουν την αναίρεση της ενέργειας του απλούστερου ρήματος δεν είναι υποχρεωτικό να λεξικογραφούνται, αλλά δεν είναι τόσο απλό πάντοτε.
Ξεστοκάρει λοιπόν όποιος έμπορος πουλάει το απόθεμά του, το στοκ του, συχνά σε μειωμένη τιμή. Προηγουμένως, ο ίδιος έμπορος είχε στοκάρει, είχε δηλαδή δημιουργήσει απόθεμα. Ο όρος λέγεται επίσης για όσους αγοράζουν σε μεγάλες ποσότητες ένα προϊόν προκειμένου να το πουλήσουν αργότερα πιο ακριβά («στοκάρισε πετρέλαιο και τώρα το μοσχοπουλάει») ή και για ιδιώτες που, συχνά σε συνθήκες αγοραστικού πανικού, αγοράζουν μεγάλες ποσότητες από διατηρήσιμα προϊόντα («στο πρώτο λοκντάουν στοκάρισε μακαρόνια και χαρτιά υγείας»).
Στην αρχή του ρήματος αυτου έχουμε το στοκ, το απόθεμα, που είναι το αγγλ. stock, μια λέξη αγγλογερμανικής ετυμολογίας με πάρα πολλές σημασίες (η αρχική πρέπει να είναι «βάση κορμού δέντρου, κούτσουρο» αλλά θα άξιζε άρθρο για το πώς φτάσαμε από εκεί στις υπόλοιπες).
Αλλά βέβαια υπάρχει κι άλλο στοκάρω, ομόηχο, που μάλιστα είναι και παλιότερο -το ΛΚΝ έχει μόνο αυτό το δεύτερο «στοκάρω»: βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες.
Στοκάρω λοιπόν όχι μόνο από το στοκ αλλά και από τον στόκο, ο οποίος στόκος είναι δάνειο από το ιταλ. stucco (ενώ επέδρασε και το συναφές βενετικό ρήμα stocar). Η ιταλική λέξη είναι γερμανικής αρχής και πρέπει να ανάγεται στην ίδια ρίζα με το stock.
Η αλήθεια είναι πως όταν στοκάρουμε με στόκο (και οχι με στοκ) είναι σπανιότερο το αναιρετικό ρήμα -παρόλο που αρκετές φορές χρειάζεται να βγάλουμε τον παλιό στόκο, μπορεί να το πούμε περιφραστικά και όχι μονολεκτικά «ξεστοκάρω». Αλλά αφού ο μηχανισμός υπάρχει και αφού όταν βάζουμε στόκο στοκάρουμε, μπορούμε θεωρητικά και να ξεστοκάρουμε.
Σε αντίθεση με το «ξεστοκάρω» που μόνο στο Χρηστικό λεξικό καταγράφεται, τα δυο ομόηχα ρήματα «στοκάρω» τα έχουν και τα τρια μεγάλα λεξικά μας ενώ όπως είπαμε το (κάπως παλιότερο) ΛΚΝ έχει μόνο το στοκάρω = βάζω στόκο. Στα λεξικά, τα παράγωγα συνυπάρχουν, έτσι στο Χρηστικό βλέπουμε τα λήμματα: στοκαδόρος (στόκος), στοκάρισμα (στόκος) και στοκατζίδικο (στοκ). Στοκάρισμα είναι βέβαια και η αποθεματοποίηση, αλλά όχι στα λεξικά.
Τελειώσαμε; Ναι και όχι. Διότι τελευταία έχει εμφανιστεί και τρίτο «στοκάρω», εντελώς άλλης ετυμολογίας και σημασίας από τα δύο προηγούμενα. Δεν το έχουν τα λεξικά, αλλά το βρίσκουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι η μεταφορά στα καθ’ ημάς του αγγλικού to stalk, που λέγεται για την εμμονική παρακολούθηση κάποιου μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο Βικιλεξικό βρίσκω τους παράλληλους τύπους «σταλκάρω» (οπτικό δάνειο) και «στολκάρω», που χρησιμοποιείται μάλλον συχνότερα από το «στοκάρω». Το λ κανονικά δεν προφέρεται, εικάζω όμως ότι ο τύπος «στολκάρω» χρησιμοποιείται ακριβώς για να αποφευχθεί η σύμπτωση με τα άλλα δυο ρήματα που ήδη εξετάσαμε. Πάντως, και το «στοκάρω» (με τη σημασία αυτή) το βλέπω επίσης συχνά, ισως επειδή αποτυπώνει πιο πιστά την προφορά του πρωτοτύπου.
Έκανα ένα πείραμα και έβαλα στο Τουίτερ τον όρο αναζήτησης «στοκάρει». Όπως το περίμενα, στην πρώτη σελίδα βρήκα και τα τρία ομόηχα ρήματα. Πλειοψηφεί το «αποθεματοποιώ», αλλά και το «βάζω στόκο» έχει κάποια παρουσία, όπως επίσης και το «παρακολουθώ», π.χ. Κλείδωσε το για κάνα δυο βδομάδες μπας και σταματήσει να σε στοκάρει μετά ή Ούτε η δικιά μου έχει τουίτερ, ξέρει όμως το ακκάου μου. Οπότε δεν παίρνω κι όρκο ότι δε με στοκάρει.
Δεν έχω δει πάντως αυτό το τρίτο «στοκάρω» να σχηματίζει αναιρετικό ρήμα «ξεστοκάρω» (και τι θα σήμαινε άραγε;).
Όσο για τα εμβόλια, το ιστολόγιο δεν θα αλλάξει άποψη παρά τις παλινωδίες της εμβολιαστικής επιτροπής. Ελπίζω μόνο να μην έχουν εντελώς ξεστοκάρει κι έτσι να τηρηθεί το ραντεβού μου για τη δεύτερη δόση.
ΠΗΓΗ: sarantakos.wordpress.com