Σαν δυο παλιά φιλαράκια (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Ότι έχει έναν φίλο εδώ, έναν άλλον γνωστό εκεί. Έτσι μου έλεγε. Τον έβαζα λοιπόν στο αυτοκίνητο να πάμε στα γειτονικά χωριά. Κοντά στα ογδόντα, δεν είχε πολύ καιρό μπροστά του. Ήταν και το τσίπουρο στη μέση. Μια ζωή στην ξεραΐλα οι δυο μας. Δεν θα ξανάχαμε ευκαιρία να τα πούμε. Κι ήταν πράγματι όμορφα, έτσι όπως τα λέγαμε. Σαν δυο παλιά φιλαράκια, που είχαν χρόνια να ιδωθούν, απ’ το στρατό ή το σχολείο. Μόνο που τον βάραγε εύκολα το τσίπουρο. Τον έπιαναν κι οι πίκρες. Οι πιο πολλοί φίλοι του πεθάνανε. Ένας, δυο που βρήκαμε μονάχα, με τον ζόρι τον θυμούνταν.
Δεν τον ξανάβγαλα. Θαρρώ πως ούτε και αυτός το θέλει. Το ’δα στο βλέμμα του. Μόνο πάω πού και πού από το σπίτι. Στρώνει η μάνα μου δυο τρεις ελιές. Βάζω εγώ δυο μεζούρες τσίπουρο και καθόμαστε αμίλητοι με τις ώρες. Αντίκρυ ο ένας από τον άλλον.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, εκδ. Κίχλη, 2018