Κάποια εκατοστά υπόθεση (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Όλα γινόντουσαν γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Πιο γρήγορα ακόμη και από το απορημένο ανοιγόκλειμα των βλεφάρων του. Τη στιγμή που ένιωθε τις σφαίρες του πολυβόλου πάνω από το κεφάλι με αυτό το ανατριχιαστικό σφύριγμα του θανάτου.
Ενός σίγουρου θανάτου, που εφορμά κατά μέτωπο αλλά την τελευταία στιγμή, ίσως από κακό σημάδι ή από ηθελημένη αβλεψία, σαν να αλλάζει γνώμη, για να περάσει κάποια εκατοστά ξώφαλτσα πάνω απ’ τα μαλλιά της κεφαλής του. Ας σημειωθεί μόνο ότι τούτη η κεφαλή ήτανε στην προκειμένη αρκετά χαμηλότερη απ’ όλες τις άλλες κεφαλές που παρατάχτηκαν στην ίδια σειρά, αφού ο δεκαπεντάχρονος φορέας της είχε λάβει δικαίως το παρανόμι «Ο Γιαννάκης ο Στούπας». Και αυτός, ο Γιαννάκης ο Στούπας, που πάσχιζε μέσα από την κομματική δουλειά του να κερδίσει σε υπόληψη το μπόι που του έλειπε στο σώμα δεν έπαψε να γκρινιάζει στη μάνα του ότι έτσι όπως ήταν στούπας δεν θα μπορούσε να βρει ούτε ένα κορίτσι να τον αγαπήσει. Και να, που τούτη η φυσική έλλειψη, που τόσο πολύ πλήγωνε την αγορίστική του αυτοπεποίθηση, θα μπορούσε να αποδειχτεί σωτήρια την κρίσιμη μέρα που τον έστησαν οι Γερμανοί στον τοίχο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πέσει ανάμεσα στους άλλους, να πασαλειφτεί με τα αίματά τους και να κάνει τον νεκρό. Αλλά έτσι όπως τους έβλεπε να γκρεμίζονται ο ένας μετά τον άλλο, χωρίς να έρχεται η δικιά του η σειρά και με τις σφαίρες να σφυρίζουν ακόμη πάνω απ’ το κεφάλι του, ένιωσε μια αφόρητη αδικία και μια τρομακτική μοναξιά. Και γρήγορα, πολύ γρήγορα άφησε τις απορίες κατά μέρος. Ούτε που σκέφτηκε δεύτερη φορά τα πασαλείμματα. Λιγουλάκι μόνο σηκώθηκε στις πατούσες του. Ένιωσε για μια στιγμή να ψηλώνει. Και ο Γιαννάκης ο Στούπας, το αξιότερο από όλα τα Αετόπουλα του νησιού του, έπαψε μια και καλή να είναι στούπας.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η ιδιωτική μου Αντωνυμία, Κίχλη, 2018