Το ηλικιωμένο ψαράκι της γυάλας (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Αν θυμάσαι, επέστρεψα στο δυαράκι της Καισαριανής. Κι έμεινα εκεί για πάντα. Έζησα τη ζωούλα μου πάνω σε ένα φερφορζέ με τη συνείδησή μου ήσυχη. Ότι μπορεί τον κόσμο να μην τον έσωσα, αλλά
τουλάχιστον εξασφάλισα μια άνετη διαβίωση για το ψαράκι μου. Στα τοιχώματα της γυάλας του διέκρινα τα μαλλιά μου να ασπρίζουν, τα δόντια μου να πέφτουν και τη μνήμη μου να συναγωνίζεται σε κενά και ελλείψεις αυτήν του ψαριού. Και να ’μαι τώρα. Ενενήντα χρονών, μαγκούφης γέρος. Ακόμη περιμένω απ’ τη νέα γενιά να αναλάβει το καθήκον που αρνήθηκα ο ίδιος να εκτελέσω. Λέω για εκείνο το όμορφο Απριλιάτικο πρωινό του ΄67. Που έκοβα βόλτες μακριά απ’ το στρατοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Ζυγίζοντας μικροχαρές και μεγαλοδυστυχίες από τη ζωή μου τη χαμένη. Να πω ότι δεν ντρέπομαι για την επιλογή μου, θα είναι ψέματα. Αλλά έτσι όπως τα λογαριάζω τώρα στα στερνά, κρίνω ότι έπραξα σωστά. Όχι για το ψαράκι ούτε για το φερφορζέ ούτε για το δυαράκι. Ο αληθινός λόγος είναι ότι δεν ήθελα, δεν άντεχα, δεν μπορούσα να ’χω ξανά μανά τα ίδια, δηλαδή κυνηγητά, βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας και εξορίες στη Λέρο, στη Γυάρο, στον Άγιο Ευστράτιο και στη Μακρόνησο, για να ’ρχεσαι εσύ μετά, ο αμετανόητος ή ο πεπλανημένος, και να μου λες: Και δρόμους χτίσανε και γέφυρες φτιάξανε και δουλειές δώσανε στον κοσμάκη. Πολλές οι ποικιλίες των ψαριών, βλέπεις. Πολλά τα μεγέθη και της γυάλας.
Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, εκδ. Κίχλη, 2018
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης