" όστρακα της αμφιλύκης " | του Γιάννη Γιαννακόπουλου
περισσεύουν οι άνεμοι
δεν ανταμώνουν μεταξύ τους οι λέξεις
χιονίζει στις μεγάλες πράξεις.
Αποδομούμαι στο εσωτερικό μου βάδισμα
ελευθεριακή άμμος παλεύει τη στειρότητα
οι μορφές ισορροπούν στο μετείκασμα της ρευστότητας
η αποπλάνηση γεννιέται στα δόντια του θανάτου
μόνο το σγουρό λουλούδι δραπετεύει απ' τη σκηνή
αρπάζει τον στρόβιλο κι ανεβαίνει για νερό.
Ο καφές φοβάται την αδηφάγο νύχτα, γίνεται κρασί
οι ανεκπλήρωτοι έρωτες βρυκολακιάζουν στα γυμνά δέντρα
τα ταξίδια χάνονται μες στους καθρέφτες
η μοναξιά μου μαγειρεύει όστρακα μάτια λυπημένων γυναικών με οξυμένη τρυφερότητα λεμονιού
αναστενάρικα βυζιά που ψήνονται χορεύοντας στις πύρινες παλάμες μου
μισάνοιχτα μουνάκια, πηγές μελιού, που τα καταβροχθίζω ωμά
αισθαντικές φωνές κοριτσιών κι ατέλειωτα τσιγάρα ονείρων.
Να γεμίσουμε σκάλες τον ουρανό μήπως βρει τον δρόμο η
επανάσταση
να κάνουμε τους ανθρώπινους κοπρόλακκους πνεύμα
να λευτερωθούμε ακόμα κι απ' τη λευτεριά
σκληρίζει εντός μου ο οραματιστής
σιγά τα αίματα ρέ
Φλεβάρης 2000
" όστρακα της αμφιλύκης "