Το Γεφύρι του Κάστρου ή της Νύφης στους Πύργους Εορδαίας. Γκέλιν μοστ ή Γκιουλιού κιουπρί (του Αργύρη Παφίλη)
Πάνε κάποια χρόνια όταν έκανα ένα πρόχειρο σχέδιο του γεφυριού άλλα το άφησα στην άκρη γιατί θεωρούσα ότι δεν πέτυχα αυτό που είχα στο μυαλό μου.
Πέρυσι με αφορμή τις Κυριακάτικες Ιστορίες στο Χωριό που οργάνωσε ο Σύλλογος «Φίλοι του Βιβλίου» βασισμένο πάνω σε μια ιδέα της Σοφίας Καλμανίδου διευθύντρια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πτολεμαΐδας, βρεθήκαμε στου Πύργους και μάλιστα στα δύο γεφύρια του. Όταν ήρθα αντιμέτωπος με το γεφύρι του Κάστρου, θυμήθηκα το παλιό μου σχέδιο και το διήγημα που είχα γράψει το 2019 επηρεασμένος από τον θρύλο του που αναφέρει ό,τι μια νύφη από το Γραμματικό ερχόταν στην Κατράνιτσα (Πύργοι) για να παντρευτεί. Την ώρα που περνούσε το ρέμα του Ασπροπόταμου έγινε ξαφνικά μεγάλη κατεβασιά και η νύφη πνίγηκε. Οι κάτοικοι μάζεψαν την πλούσια προίκα που κουβαλούσε η νύφη, την πούλησαν και έχτισαν το γιοφύρι.
Τον θρύλο μου τον διηγήθηκε ο Μωυσής Ελευθεριάδης από τους Πύργους στις 30-5-2002.
Το γεφύρι της Νύφης.
Το άλογο κουνούσε πολύ και δεν το άντεχε, πονούσε η μέση της. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε για τελευταία φόρα το χωριό της που χάνονταν πίσω από τους δασωμένους λόφους του Βερμίου. Μόνο ο ψηλός πύργος του χωριού το κονάκι του μπέη ξεχώριζε ως που χάθηκε, βούλιαξε κι αυτός μέσ’ τα δάση. Την πήραν τα δάκρυα, έκλαιγε η Ελένη γι αυτά που είχε μαθημένα, στους δικούς της στο Γραμενίκι και για το άγνωστο που πήγανε να συναντήσει στην Κατράνιτσα. Το μόνο που γλύκαινε και ηρεμούσε την σκέψη της ήταν η εικόνα του Γιάννη του αρραβωνιαστικού της.
Τον γνώρισε πριν ενάμιση χρόνο στα βοσκοτόπια του Βερμίου στις πηγές του Ασπροπόταμου. Ήρθε να ποτίσει τ’ άλογο του εκεί που λίμναζε το νερό. Δεν τον άκουσε. Είδε μια αντρίκια μορφή να καθρεφτίζεται στο νερό και ταράχτηκε. Σηκώθηκε αλαφιασμένη κοιτώντας αριστερά δεξιά μήπως και φανεί κάποιος δικός της.
-Ποιος είσαι, του λέει φοβισμένη.
-Μη φοβάσαι, το άλογο μου έφερα να ξεδιψάσει. Πηγαίνω στο τσελιγκάτο του μπάρμπα μου για λίγες μέρες να το βοηθήσω που έχει ανάγκη από χέρια αυτό τον καιρό. Από την Κατράνιτσα είμαι, Γιάννη με λένε.
Η Ελένη τον άκουγε και τον παρακολουθούσε βουβή και τρομαγμένη. Ο Γιάννης τράβηξε το ζώο του από τα χαλινάρια και όπως κάνει να φύγει γυρνάει και της λέει:
-Πως σε λένε;….. Γιατί δεν απαντάς; …..Φοβάσαι ε; Καλά, καλά φεύγω αλλά να ξέρεις ότι ένα κορίτσι όμορφο σαν κι εσένα δεν είναι σωστό να μένει μόνο του στις ερημιές.
Η Ελένη συνεχίζει να τον κοιτάζει με το ίδιο φοβισμένο βλέμμα. Εκείνος τράβηξε το άλογο του στάθηκε για λίγο την κοίταξε κάτι πήγε να τις πει όμως έσκυψε το κεφάλι και χάθηκε στην στροφή του μονοπατιού. Οι χτύποι της καρδιά της δεν έλεγαν να ηρεμήσουν, τα πόδια της λύγιζαν δεν την κρατούσαν. Πήγε και ξανακάθισε στη θέση της δίπλα στο ρέμα.
-Παναγιά μου πόσο φοβήθηκα, πως βρέθηκε εδώ; Που είναι κι αυτός ο Δημητρός ακόμα να ρθει να με πάρει. Δεν θα αργήσω Ελένη όσο να τελειώσεις αυτή την σειρά στο κέντημα θα είμαι πίσω. Την σειρά την τέλειωσα κι αυτός πουθενά, αδελφός σου λέει. Όμως ήταν όμορφος ο κατρανιτσιώτης έτσι με τα μαύρα σγουρά μαλλιά, τα μεγάλα καστανά του μάτια. Ωχ δεν βαριέσαι τι τον σκέπτομαι. Δεν ξανάδα τόσο ωραίο άντρα και κοίταξε προς το μονοπάτι. Ξανάκουσε τους χτύπους της καρδίας αλλά δεν ήταν χτύποι του φόβου αυτοί, ήταν καινούργιοι χτύποι, πρωτόγνωροι. Έσκυψε και καθρεπτίστηκε στο νερό, το πρόσωπο της ήταν αναψοκοκκινισμένο και λαμπερό, τα μάτια γυάλιζαν.
-Με είπε όμορφη!
Ελένηηηηη ακούγεται από μακριά η φωνή του Δημητρό έρχομαιαι!
Ξαφνιάστηκε, συνήλθε η Ελένη, έφτιαξε το μαντήλι στα μαλλιά της, τίναξε την ποδιά της μάζεψε το κέντημα κι άρχισε να ψάχνει τα λιγοστά πρόβατά της.
΄΄Γιάννη τον λένε, από την Κατράνιτσα. Κοντοχωριανός! Μα γιατί τον σκέφτομαι συνέχεια, αφού δεν πρόκειται να τον ξαναδώ;
Η εικόνα του Γιάννη Κατρανιτσιώτη την τυραννούσε στριφογύριζε στο στρώμα κι ο ύπνος άργησε πολύ να ρθει την λυτρώσει.
-Άντε μωρ’ Λένη φώναξε η μάνα της ανοίγοντας με θόρυβο την πόρτα.
Ο ήλιος έφτασε στο μεσημέρι, σήκω κι έχουμε ένα σωρό δουλειές. Πρέπει να ζυμώσουμε και να ψήσουμε ψωμιά έχουμε και μια μπουγάδα από δω ως την λίμνη του Όστροβου. Έλα, σήκω, μην αργείς θα ρθούν οι άντρες από τη δουλειά κι ακόμα δεν έβαλα το φαϊ στη φωτιά κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
Τρόμαξε η Ελένη. Το άλογό της γλίστρησε στην πέτρα, κι έσφιξε τα χαλινάρια. Μπροστά της άλογα και μουλάρια στη σειρά φορτωμένα με τα πολύχρωμα προικιά της διασχίζουν το μονοπάτι. Δεξιά τον ορίζοντα γαληνεύει η γαλάζια γραμμή της μεγάλης και βαθειάς λίμνης του Οστρόβου η Βεγορίτιδα. Αριστερά ανοίγεται θαμπός ο κάμπος των Καϊλιαρίων με το Σινιάτσικο να χώνει την κορφή του στις πρωινές ομίχλες.
Ο πατέρας της κι ο αδελφός της ήρθαν δίπλα της.
-Ελένη πως είσαι; Μήπως κουράστηκες να κάνουμε μια στάση; Έχουμε αρκετό χρόνο μην ανησυχείς. Της λέει ο πατέρας της και ξεπεζεύει.
-Όχι πατέρα δεν θέλω να ταλαιπωρείται ο κόσμος που μας ακολουθεί.
-Τι λες αυτού μωρ Λένη, τον κόσμο θα λογαριάσουμε, εξάλλου όλοι τους σόι μας είναι. Της είπε προσπαθώντας να την πείσει ο αδελφός της.
-Καλά να κατέβω να ξεμουδιάσω, έλα βρε Δημητρό βόηθαμε.
Έστρωσε στο χώμα ένα χράμι ο Δημητρός και την βοήθησε να καθίσει. Της πιάνει το χέρι και της λέει:
-Λένη από το πρωί που κινήσαμε ούτε ένα χαμόγελο δεν είδα από σένα, τι συμβαίνει; Παντρεύεσαι σήμερα, μέρα χαράς ή μπας το ξέχασες.
-Όχι Δημητρό τι λες τώρα, από τη συγκίνηση είναι. Αλλά σταμάτα σε παρακαλώ έρχεται η μάνα.
Έκατσε δίπλα της και τις ταίριαξε τα μαλλιά. -Λίγο πριν φτάσουμε στο χωρίο θα σταματήσουμε να βάλεις το νυφικό, να χτενίσουμε τα μαλλιά για πιαστεί καλά το πέπλο.....
-Πού μωρ μάνα στα χωράφια; τι αποκόβει απότομα η Ελένη.
Μπά σε καλό σου κόρη μου, τι έπαθες; Την ρώτησε έκπληκτη η μάνα της.
-Ε, τι γάμος είναι αυτός δυό ώρες τώρα στα βουνά και στις λάσπες; Είπε με κατεβασμένα τα μούτρα.
Της πιάνει το σαγόνι η μάνα της τραβώντας το πρόσωπο προς το μέρος της και την κοιτάει στα μάτια. Τι συμβαίνει... πες μου το τώρα όσο είναι ακόμα καιρός.
-Δεν ....συμβαίνει τίποτα.... από το άλογο είναι..... δεν τοχω μαθημένο.
-Άστα αυτά και δεν με γελάς εμένα,.... έλα πες μου. Της είπε σε αυστηρό τόνο. Δεν πιστεύω προκομμένη μου όλο αυτό τον καιρό να συναντιόσουνα κρυφά με τον γαμπρό κι έχουμε τίποτα μύθια;.... Χαλασιά μας θα μας σφάξει ο πατέρα σου.
-Ποιο γαμπρό μωρ μάνα,.... που να τον δω.... σάμπως και τον ξέρω.
-Αυτό μας έλειπε,.... τότε τι έχεις;
-Να ψες στο όνειρό μου βάλτωνα τάχα σε λάσπες που με τραβούσαν να με καταπιούν και προσπαθούσα μάνα να βγω, φώναζα αλλά η φωνή δεν έβγαινε άπλωνα τα χέρια να πιαστώ αλλά κανείς μάνα και τριγύρω μια σκοτεινιά μάνα μια νύχτα! Ξύπνησα μέσα στο ιδρώτα και την αγωνία πολύ φοβήθηκα. Μάνα τι τάχα όνειρο είναι αυτό;
-Γι αυτό είσαι έτσι της λέει η μάνα χαμογελώντας. Τίποτα δεν είναι. Ένα όνειρο όπως τόσα και τόσα. Είναι η αγωνία σου.... η κούραση απ’ όλες αυτές τις μέρες... με τις προετοιμασίες. Τι θαρρείς έτσι εύκολα είναι όλα στη ζωή; Έλα σκούπισε τα μάτια σου, δεκαεννιά χρονών κορίτσι μες την ομορφιά να στενοχωριέται την μέρα του γάμου της με χαζοόνειρα; Άιντε σήκω τώρα κι έρχονται οι ξαδέλφες και θειές σου. Της είπε η μάνα της προσπαθώντας να κρύψει το φόβο της για τ’ όνειρο.
Αναθάρρεψε η Ελένη και γλύκανε το πρόσωπο. –Έχει δίκιο η μάνα, ένα όνειρο ήταν. Ο Γιάννης μ’ αγαπάει και τον αγαπώ!
Μάζεψαν τα στρωσίδια φόρτωσαν τα ζώα και η γαμήλια πομπή συνέχισε το δρόμο της.
Πίσω στο Βέρμιο, τα πρωινά αθώα λευκά σύννεφα άρχισαν τώρα να πυκνώνουν, να αναδύονται το ένα μέσα από το άλλο κι από γκρίζα να γίνονται μαυρογάλαζα.
Ο Δημητρός ανησύχησε. –Πατέρα ο καιρός μαζεύει το πάει για βροχή.
-Δεν μας πιάνει εμάς, τραβάει νότια. Κοίταξε... μην σπείρεις τον πανικό. Έχουμε πολλά να κάνουμε όταν φτάσουμε έξω από την Κατράνιτσα, αλλοίμονό μας αν σκορπίσουμε τώρα. Η Ελένη τι κάνει;
-Έρχεται με τις ξαδέρφες της.
-Καλέ Ελένη πως είναι ο γαμπρός; Τον είδες έστω και κρυφά; Είναι νέος, μεσόκοπος, γέρος; Την ρωτούσαν με περιέργεια μεγάλη οι ξαδέρφες της.
-Δεν ξέρω που να τον δω; Η μάνα, μου είπε μέσες άκρες πως είναι νέος και γεροδεμένο παιδί. Και γύρισε το πρόσωπό της κατά τον καϊλιαργιώτικο κάμπο.
…Ελένη θάρθω να σε ζητήσω από τους δικού σου. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο….
-Τι αποκοτιά; Μη το κάνεις θα με σφάξει στο γόνατο ο πατέρας μου. Βγάλτο από τον νου σου.
-Ε και πως θα γίνει! Να στείλω προξενιό;
-Α μπράβο, προξενιό! Με τον θείο σου τον τσέλιγκα που ο πατέρας μου και τ’ αδέλφια μου πολύ τον εκτιμούν.
Κι ένα Σαββάτο απόγευμα ο θείος και ο πατέρας του Γιάννη ήρθαν στο σπίτι. Οι γονείς της τους καλοδέχτηκαν. Έστρωσαν τραπέζι. Έπιασαν κουβέντα για τα κοπάδια για τους μπιστικούς για τα εργατικά και έξυπνα παιδιά. Εκεί πάνω γυρίζει ο τσέλιγκας και λέει: Να τέτοιο παιδί είναι ο ανιψιός μου ο Γιάννης γιος του αδελφού μου από δω και επειδή όπως μάθαμε έχετε ένα πολύ καλό και προκομμένο κορίτσι την Ελένη αν το θέλετε κι εσείς να συγγενέψουμε. Η μάνα κατέβασε σεμνά το κεφάλι κοιτώντας από τις άκρες των ματιών.
-Φτάνει τσέλιγκα δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα παινέματα για την κόρη μου και τον ανεψιό σου. Μου φτάνει και μου περισσεύει η εμπιστοσύνη που έχω σε σένα ΄΄δέχομαι΄΄. Δώσανε τα χέρια, άλλαξαν σημάδια σφραγίζοντας το απαράβατο του λόγου τους κι ορίσανε τους αρραβώνες.
Χινόπωρο κι ο Νοέμβρης περνά χρώματα σε οξιές, καστανιές και βελανιδιές. Φεγγοβολάει ολάκερο το σπίτι της Ελένης! Φωνές ευχές κόσμος πολύς πλημμύρισε τα δωμάτια του και την μεγάλη σάλα. Μπρος την ορθάνοιχτη εξώπορτα, άλογα στολισμένα με πολύχρωμα χάμουρα και φλοκάτες χλιμιντρίζουν και χτυπούν τις οπλές τους στο καλντερίμι. Όλη η γειτονιά στο πόδι….Τι γίνεται καλέ; …τι γιορτάζουν;… ρωτούσαν οι γυναίκες τεντώνοντας τ’ αυτιά και στυλώνοντας τα μάτια.
-Την Ελένη αρραβωνιάζουν! Ποιος είναι ο γαμπρός; Δεν ξέρω, άκουσα ότι είναι από την Κατράνιτσα. …Άντε με το καλό και στα δικά μας τα κορίτσια! Έλεγε μια η μία στην άλλη.
Ο καλός όντας είναι στρωμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με βαριά μάλλινα χράμια.
Στα μπάσια μεγάλες μαξιλάρες φορτωμένες με γεωμετρικά σχήματα, λουλούδια, παγόνια και πετεινούς που μαλώνουν. Ένας κόσμος χρωματιστός που ξεκινά από το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο της ώχρας, το χτυπητό πορτοκαλί και φτάνει ως το γαλάζιο, το άσπρο και το μαύρο. Όλα υφασμένα με μεγάλη φαντασία και χέρια επιδέξια.
Η μεγάλη φωτιά στο τζάκι σκορπάει ζεστασιά στο χώρο και στους αρραβωνιαστάδες
Στην κορυφή κάθονται οι γονείς του γαμπρού, δίπλα τους ο τσέλιγκας με την γυναίκα του, τα δύο αδέλφια του με τις γυναίκες τους, θείοι κι εξαδέλφια, δεκαπέντε όλοι κι όλοι. Απέναντι τους ο πατέρας της Ελένης, τα αδέλφια της ο Δημητρός κι ο Χαρίσης και στη σειρά συγγενείς του πατέρα της και την μάνας της.
Δεξιά πάνω από τις μαξιλάρες μια στενόμακρη μάλλινη μπάντα που καλύπτει το τοίχο τραβούσε τα βλέμματα των γυναικών. Πάνω σε βαθύ πορφυρό κάμπο, περήφανο όλο νεύρο καλπάζει ένα άσπρο άλογο. Στολισμένο με κίτρινα χαλινάρια, γαλάζια σέλα και κόκκινες μικρές φούντες στο μέτωπο, τον λαιμό και τα καπούλια. Στο ελαφρά κατεβασμένο κεφάλι του, ανάκατη ανεμίζει η πλούσια χαίτη του. Η μακριά ουρά του με τις μικρές πλεξούδες, πέφτει σαν κυματιστός καταρράκτης στα πόδια του, συμπληρώνοντας την αρχοντιά! Μια θωριά γεμάτη δύναμη, ευγένεια και χάρη να καλπάζει στα σύννεφα! Όμοιο με το άτι τ’ Αη- Γιώργη.
Ένας καταπράσινος κισσός κλείνει γύρω γύρω τις άκρες της υπέροχης μπάντας.
Η μάνα της Ελένης μαζί με τις ανεψιές της με τους μεγάλους ασημένιους δίσκους προσφέρουν τσίπουρο, σταφίδες και λουκούμια στους αρραβωνιαστάδες. Κάποια στιγμή επικρατεί σιωπή. Σηκώνονται οι πατεράδες παίρνουν από το δίσκο τα δαχτυλίδια και με τελετουργικό τρόπο τα αλλάζουν φιλιούνται σταυρωτά κι εύχονται ΄΄Χαϊρλίτ’κα΄΄! Ο Δημητρός αρπάζει το ντουφέκι βγαίνει στο μπαλκόνι και ρίχνει τρεις ντουφεκιές στον αέρα για να το μάθει το χωριό. Γέμισαν οι σοφράδες από ψητά, πίτες, μεζέδες και άφθονο κρασί. Ήρθαν οι μουζικάντες κι άρχισαν τα νουμπέτια τα τραγούδια και τους χορούς της αρραβώνας. Ως την άλλη μέρα το πρωί κράτησε το γλέντι.
Ένα τίναγμα του αλόγου έβγαλε την Ελένη από τις θύμησες. Ξεπέζεψε για να ξεμουδιάσει περπατώντας δίπλα στ’ άλογο της.
-Ελένη τι σκέφτεσαι και χαμογελάς; Τους αρραβώνες ή το ψεσινό γλέντι; Την ρώτησε η Φωτεινή η πιο πιστή της φίλη καθώς την πλησίασε.
-Όχι, στους αρραβώνες ήμουν κλεισμένη στο δωμάτιο του αργαλειού, μαζί με δυο ξαδέρφες μου. Μόνο τις φωνές και τα τραγούδια άκουγα. Μετά μια βδομάδα που ήρθε ο γαμπρός για να γνωρίσει τους γονείς μου με βάλανε στο δωμάτιο της γιαγιάς μου.
-Τι κακό να μην μπορείς να δεις αυτόν που θα παντρευτείς; Αυτό κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει. Είναι άδικο να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή μ’ έναν άνθρωπο που δεν θα τον αγαπήσεις ούτε θα σ’ αγαπήσει ποτέ. Είπε με λυπημένο ύφος η Φωτεινή.
-Εγώ προσπάθησα να τον δω αλλά η γιαγιά μου με τραβούσε. Μη Ελένη δεν κάνει κόρη μου την μέρα του γάμου θα τον δεις.
-Κι αν είναι άσχημος;..... Γέρος;..... Πως θα ζήσω όλα τα χρόνια μαζί του γιαγιά.
-Μη βάζεις έγνοια και νέος είναι κι όμορφος είναι.
-Η γιαγιά σου βοήθησε πολύ στην προίκα σου αλλά και σε όλες τις δουλειές.
-Έχω και το όνομα της και μου χει αδυναμία αυτή με μεγάλωσε. Μου δωσε και την μεγάλη μπάντα με το άλογο, την είχε προικιό από την γιαγιά της. Έξι μήνες την ύφανε η προγιαγιά μου.
-Πω πω τι άλογο είναι αυτό όταν ερχόμουνα σπίτι σας δεν χόρταινα να την θαυμάζω.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από τους αρραβώνες σου, πως πέρασε ο καιρός. Ε! Ελένη σου μιλάω που τρέχει ο νου σου στον γαμπρό;
-Παντού, έχω και μια στενοχώρια σήμερα να εδώ στο στήθος.
-Είναι που φεύγεις από τα γονικά σου, από το σπίτι σου. Αυτά θα περάσουν, θα συνηθίσεις με τον καιρό... τα πέρασα και τα ξέρω..
-Φωτεινή πως σου φάνηκε η προίκα μου, χρόνια την ετοίμαζε η μάννα μου με τις γιαγιάδες μου. Αλλά και γω, από τον αργαλειό στο κέντημα, από το κέντημα στο ράψιμο, έραβα τα πουκάμισα για το σόι του γαμπρού ήταν και πολλά.
-Έχει να λέει το χωριό για την προίκα σου αλλά και για τα καλέσματα του γάμου. Πως μοσχοβολούσε το ρουφτένιο το ψωμί στα ζυμώματα;
-Εγώ θαύμασα την τέχνη της Αρετής καθώς στόλιζε το παξιμάδι. Τι άξια γυναίκα! Παλιά νοικοκυρά! Αμ τα τραγούδια,.. πόσα ξέρει; Έχει και ωραία φωνή! Από όλα όσα είπε μου άρεσε η νεραντζούλα κι εκείνο που το τραγουδούσε κι έκλαιγε η μάνα μου
‘’Κυρ γιέ μ’ κι ποιος τον κάνει της κορασιάς το γάμο;
Ν αφέντη της τον κάνει με μόσχο με σταφύλι
με μόσχο με σταφύλι, με τη δροσιά στα χείλη’’.
-Τι δώρα σ’ έστειλε ο γαμπρός με τους καλεστάδες;
-Μου έστειλε ένα γαλάζιο μεταξωτό ύφασμα για φόρεμα, τρεις σειρές φλουριά, ένα μενταγιόν με χρυσή καδένα και μια ασημένια πόρπη.
-Ελένηηη φτάσαμεεε. Ακούστηκε η φωνή του Δημητρού.
Σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο, δίπλα στον Ασπροπόταμο, ξεφόρτωσαν τα ζώα κι έστησαν μια μεγάλη τέντα. Έβγαλε η μάνα από την κασέλα το νυφιάτικο ολομέταξο λευκό μπροκάρ φόρεμα με τα ανάγλυφα τριαντάφυλλα κι γυναίκες πιάσανε το τραγούδι.
Της γαλανής το φόρεμα, της ρούσας το φουστάνι.
Πέντε ραφτάδες το ’ραβαν κι εξήντα μαθητάδες
κι ένα μικρό ραφτόπουλο ράβει και τραγουδάει..
Γλίστρησε ανάλαφρα το φόρεμα στο σώμα της Ελένης αφήνοντας στο άνοιγμα του στέρνου να φανεί η στολισμένη με κουμπιά και γαϊτάνια τραχηλιά.
Με την χρυσοκέντητη ζώνη έσφιξαν την μακριά ποδιά στην μέση της και την κλείδωσαν με την μαλαματοκαπνισμένη φουσκωτή πόρπη. Γεμάτος έμπνευση ο ασημουργός από τη Νεβέσκα, σφυρηλάτησε πάνω στο μέταλλο την Πόλη με τα αρχοντικά της, τους πύργους, το Βόσπορο με τις γαλέρες, την Αγιά Σοφιά χωρίς τους μιναρέδες και ένωσε τους δύο φουσκωτούς δίσκους με τον δικέφαλο αετό με μια κοραλλένια πέτρα στο κέντρο του. Όλη η βυζαντινή μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης ξεδιπλώνονταν πάνω στην πόρπη.
Με προσοχή της φόρεσαν τον εφαρμοστό μακρυμάνικο μαύρο λιμπαντέ, στην Νιάουστα τον παρήγγειλλε η μάνα της και οι τερζίδες κέντησαν πάνω του με λεπτό χρυσόνημα, πέρλες και μαργαριτάρια ανάλαφρες συνθέσεις με λουλούδια, μπουμπούκια, φύλλα και κομψά ανθέμια στις γωνίες, στην πλάτη και τα μανίκια. Πέρασαν στα χέρια της τα ασημένια συρματερά βραχιόλια και κρεμάσανε στ’ αυτιά της τα χρυσά μακριά σκουλαρίκια της γιαγιάς της, κειμήλιο από μάνα σε κόρη. Στο στήθος καρφίτσωσαν τις τρεις σειρές φλουριά και κρέμασαν το κωνσταντινάτο φλουρί, δώρα του γαμπρού.
Της χτένισαν οι φίλες της τα ολόμαυρα μαλλιά της και η Αρετή αφού τα έπλεξε σε δύο χοντρές πλεξίδες τις τύλιξε σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Στο κέντρο στερέωσε τον ντουρά, ένα μπομπάρι με αποχτενίδια, τυλιγμένο με χρυσά τέλια. Έβαλε το βυσσινί φέσι με τις χρυσές φούντες και πάνω του στήριξε το μακρύ πέπλο με τις ασημένιες συρματερές καρφοβελόνες που οι άκρες τους καταλήγουν σε μακριά λεπτά φύλλα, ρόδακες και τσαμπιά σταφυλιών.
Άστραψε ολόκληρη με την ομορφιά της η Ελένη και φωτίστηκε το γκρίζο της συννεφιάς.
Ο καιρός είχε βαρύνει πολύ. Φόρτωναν στα μουλάρια τις κασέλες με τα προικιά όταν ακούστηκαν τραγούδια και φωνές από την απέναντι όχθη του Ασπροπόταμου. Ήταν οι κατρανιτσίωτες που ήρθαν να συνοδεύσουν την νύφη και γαμήλια πομπή.
<< Ώρα να ξεκινήσουμε. Φώναξε ο πατέρας της Ελένης>>.
Με δάκρυα στα μάτια την ασπάστηκαν συγγενείς, φίλοι και πρώτοι, πρώτοι οι γονείς και τα αδέλφια της. Ανέβηκε στο άλογο η Ελένη και κρατώντας το ζώο γερά από τα χαλινάρια ο Δημητρός μπήκαν στα θολά νερά του ρέματος. <<Το ρέμα γίνεται ορμητικό>> ακούγεται η φωνή του πατέρα. Φέρτε τα φορτωμένα ζώα από δω, πιο πάνω, από τον πόρο... πιο πάνω . Ο αχός του ρέματος δυνάμωνε, τα νερά πλημμύρισαν απ’ άκρη σ’ άκρη την κοίτη και ξαφνικά άνθρωποι και ζώα βρέθηκαν στην δίνη τους.<<Δημητρό... Δημητρό φέρε το άλογο με την Ελένη.... δίπλα από τα μουλάρια που κόβουν την ορμή των νερών, φώναξε ο πατέρας μ’ όλη την δύναμη της γεμάτης αγωνία φωνής του. Στα γόνατα βαρούσε το νερό τον Δημητρό, το άλογο ζορίζονταν, τσαλαβουτούσε, χλιμίντριζε. <<Δημητρό βοήθεια φωνάζει γεμάτη τρόμο η Ελένη. Μη φοβάσαι της αποκρίνεται το κρατάω γερά>>. Τα νερά ολοένα φούσκωναν, όταν έφτασαν στη μέση της κοίτης ένα από τα μουλάρια γλίστρησε, έγειρε το φορτίο του και χτυπώντας τον Δημητρό τον πέταξε πέρα. Τα νερά τον παρέσυραν, τα χασε ο Δημητρός, ένας πρωτοξάδελφος του όρμησε μέσα στα θυμωμένα νερά και τον τράβηξε έξω. Η Λένη... που είναι η Λένη είπε βλέποντας το άλογο της μοναχό να προσπαθεί να βγει στην όχθη. Άρχισε να φωνάζει τσαλαβουτώντας στα νερά, όμως καμιά απόκριση. Μόλις αντιλήφθηκε ο κόσμος τι έγινε άρχισε να τρέχει στις όχθες, να ψάχνει να φωνάζει, οι πιο τολμηροί μπήκανε στο φουρτουνιασμένο ρέμα.
<<Πρόσεχε Δημητρό φώναξε ο αδελφός του ο Χαρίσης έρχεται πολύ νερό έλα έξω>>. Δεν πρόλαβε, τα νερά τον άρπαξαν και στροβιλίζοντας τον στρίμωξαν πάνω σ’ ένα βράχο. Έτρεξαν όλοι προς τον βράχο ο Χαρίσης έδεσε ένα σχοινί σ’ ένα άλογο έκανε θηλιά την άλλη άκρη μπήκε στο ρέμα πλησίασε όσο κοντά μπορούσε και με τέχνη την πέταξε προς τον Δημητρό αυτός πιάστηκε από το σχοινί και τον τράβηξαν από τον θάνατο. Εκείνη την ώρα ήρθε και ο Γιάννης με όλους τους συγγενείς του, για μια στιγμή μαρμάρωσε δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Όρμησε μέσα στο νερό φωνάζοντας την Ελένη χτυπούσε τα νερά, ύψωνε τις γροθιές του στον ουρανό ξεστομίζοντας βλαστήμιες και γιατί, γιατί, γιατί Θεέ μου, γιατί Ελένη. Το μόνο που του αποκρίνονταν ήταν ο βρυχηθμός του ρέματος. Δίπλα του περνούσαν κορμοί δένδρων, κασέλες, υφάσματα, φλοκάτες ό,τι έβρισκε στο δρόμο του το ρέμα το ’παιρνε στα θολά νερά του. Όλη την νύχτα με αναμμένους δαυλούς στα χέρια έψαχναν, φώναζαν, έκλαιγαν.
Το πρωί ένας ήλιος θλιβερός, πικρός, προσπαθεί να ζεστάνει τον χαλασμό. Στις όχθες όρθια κορμιά βρεγμένα, λασπωμένα, κουρασμένα, με πρόσωπα παγωμένα, απελπισμένα. Το ρέμα είχε ξεθυμάνει. Όμως πάνω στην οργή του δεν του έφτασε που πήρε την νύφη σκόρπισε και την προίκα της. Κεντήματα, υφαντά, ρούχα, υφάσματα, σκεπάσματα βελέντζες όλα τα λάσπωσε, τα τσαλάκωσε, τα διέλυσε και τ’ άπλωσε στις όχθες, τα κρέμασε στα κλαδιά, τα στρίμωξε στις πέτρες και στους βράχους. Πλάι στην ιτιά καθισμένη η μάνα με ξέπλεκα, μουσκεμένα μαλλιά, με μάτια ορθάνοιχτα στυλωμένα στο κενό χαϊδεύει το νυφικό πέπλο της Ελένης και με τρεμάμενη φωνή θρηνεί, τ’ όνειρο, τ’ όνειρο Ελένη μου, τ’ όνειρο κορίτσι μου, τ’ όνειρο.
<<Γιάννη ακούγεται η η φωνή της Αρέτης, έλα να με βοηθήσεις>>.
Ξαφνικά όλοι τους πάγωσαν ο Γιάννης κρατώντας στα χέρια του το άψυχο κορμί της Ελένης βγήκε από το ποτάμι το απίθωσε πάνω στα κλαδιά κι ο θρήνος απλώθηκε σ’ όλο το Βέρμιο ακούστηκε ως το Γραμματίκοβο.
Χαράξε η ανατολή, στο χωριό δεν ακούγεται φωνή. Η Αρετή πέρασε την εξώπορτα που είναι σκεπασμένη μ’ ένα μεγάλο μαύρο πανί διέσχισε τη αυλή αφού καλημέρισε τον Δημητρό που έφευγε με το άλογο και μπήκε στο σπίτι. Ο πατέρας καθισμένος σταυροπόδι, σκυφτός με το να χέρι στο μέτωπο πίνει με βαριές κινήσεις το καφέ του. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Αρετή.
- Κωσταντή σήκω... πρέπει να κάνεις πέτρα την καρδιά σου...το ξέρω είναι δύσκολο πολύ... όμως πρέπει. Δεν βγαίνει τίποτα με το να κάθεσαι χωμένος στη λύπη στα σκοτάδια. Η Κωσταντίναινα δεν στέκει στα καλά της...η μάνα σου δεν είναι καλά.. κι αυτή η πεθερά σου ούτε τρώει ούτε πίνει. Οι μπιστικοί σου στα κοπάδια έχουν δυσκολίες και σε καρτερούν. Δυό φορές ήρθε κι έφυγε ο Γιάννης από την Κατράνιτσα, θέλει να σου μιλήσει. Είπε θα ξανάρθει σε δυό μέρες. Ως κι ο μπέης θέλει να σ’ επισκεφτεί για να σε συλλυπηθεί.
-Αρετή πέρασαν τρεις μήνες κι ο πόνος μέρα με τη μέρα μεγαλώνει. Πως βρε Αρετή να αντέξω τόσο θάνατο πως να ξεπαγώσω το μαύρο σπιτικό μου; Μου λες; Κάθε λίγο ακούω τη φωνής της, την βλέπω στην πόρτα να μου φέρνει το καφέ και λαχταρνάω. Πουνε βρε Αρετή το κορίτσι μου;
-Σήκω...σήκω Κωσταντή... αυτό που κάνεις στο εαυτό σου είναι το χειρότερο.
Σηκώθηκε η Αρετή και τράβηξε τις βαριές κουρτίνες, άνοιξε το παράθυρο και το φως χίμηξε πάνω στο σκοτάδι κι ο καθαρός αέρας στη μυρωδιά της κλεισούρας και τα διέλυσαν. Ταράχτηκε ο Κωνσταντής, κλονίστηκε άφησε να του ξεφύγει ένα <<ωχ>> κι έφερε την παλάμη του μπροστά στα μάτια. Η Αρετή γύρισε και τον κοίταξε. <<Θε μου πως γέρασε έτσι ο Κωνσταντής μέσα σε τρεις μήνες>> είπε με συμπόνια.
-Αρετή για κάτσε που σε θέλω, της είπε με μισόκλειστα τα μάτια. Για πές μου με τα προικιά τι έγινε;
-Όσα δεν πήρε το ρέμα τα μαζέψαμε, τα καθαρίσαμε και τα τακτοποιήσαμε στην αποθήκη. Τα δύο χρυσοκέντητα σιγκούνια, τους λιμπαντέδες, τα φέσια και τα φορέματα τα κρεμάσαμε στην ντουλάπα. Τα δυό χειμωνιάτικα σιγκούνια κι αυτό το φλοκιαστό τα βάλαμε στη μεγάλη κασέλα αυτή με το σιντέφι.
-Την κόκκινη την μπάντα με το άλογο, αυτή της γιαγιάς μου, που αγαπούσε η Λένη την βρήκατε;
-Ωχ...την είδα πιασμένη στις ρίζες ενός γεροπλάτανου. Φώναξα τον Γιάννη να με βοηθήσει. Όταν την τράβηξε ...αχ Παναγιά μου.. από κάτω βρήκαμε την Λένη.
Έπεσε σιωπή, έκλαιγε η Αρετή.
-Σε ρωτάω ...γιατί σκέφτηκα πολλά και διάφορα όλο αυτό τον καιρό το κουβέντιασα με τον Δημητρό και τον Χαρίση και...αποφάσισα να τα δώσω σ’ έναν κυρατζή που τα ζητάει.
-Θα τα πουλήσεις Κωσταντή;
-Ναι...όλα. Τα κοσμήματα χρυσά και ασήμια θα τα πάρει ένας χρυσικός από τη Νεβέσκα...προχθές ο Χαρίσης πούλησε το κοπάδι της Λένης στο Όστροβο. Με τους παράδες που θα συγκεντρώσω, θα βάλλω κι εγώ όσα επιπλέον χρειαστούν για να χτιστεί ένα γιοφύρι εκεί που χάθηκε η Λένη μου. Με τρεμάμενα χείλη έσκυψε το κεφάλι ο Κωνσταντής για να μη δει η Αρετή τα δακρυσμένα μάτια του.
Αργύρης Θ. Παφίλης. 17-1-2019