"Αύριο το μνημόσυνο της σφαγής. Βγαίνοντας απ' το χωριό στις ανηφοριές του βουνού ελπίζω να ξαναδώ τον θείο μου τον Αβράμη"... [ Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης ]
"Τον Ιούλη τού ’77 μ’ έστειλαν στο χωριό της μάνας μου, το Μεσόβουνο.
Κατσικίσιο τυρί και βουνίσιος αέρας, ποντιακά μοιρολόγια και πετροπόλεμος με τα παιδιά του άλλου μαχαλά. Κάθε φορά που σηκωνόμουνα τη νύχτα προς νερού μου, μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι ο θειος μου ο Αβράμης, λωλός από βόμβα του εθνικού στρατού, για να ανέβουμε στις πλαγιές του Βέρμιου. Κι εκεί κάτω από μια κατάξερη βαλανιδιά, «Σςςςς» μού ’κανε με το δάχτυλο – λαγοί, κουκουβάγιες και ελάφια ακινητούσαν. Λίγο πιο μακριά πύκνωναν οι σκιές απ’ τους εκτελεσμένους του χωριού. Κατέβαιναν απ’ τα λημέρια τους οι αρκούδες και απίθωναν μπροστά τους μέλι.
Στο χωριό πηγαίνω κάθε χρόνο, όλο κηδείες και μνημόσυνα. Το παλιόσπιτο της γιαγιάς στέκεται ακόμη, πνιγμένο απ’ αγριόχορτα κι ακακίες. Κάθε φορά που ανηφορίζω στην πλαγιά με περιμένει ο θειος μου, από δεκαετίες πεθαμένος. Πέντε τόμοι άγραφης ιστορίας το χαμόγελό του".
Π.Χ. - Δυτικά του Βάλτου
[Αύριο το μνημόσυνο της σφαγής. Βγαίνοντας απ' το χωριό στις ανηφοριές του βουνού ελπίζω να ξαναδώ τον θειο μου τον Αβράμη]