Είθε μια ποιητική να φέρει τη νοσταλγία των χωριών στους κουρασμένους ανθρώπους των μεγαλουπόλεων (της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
Ζούμε σε μια εποχή που λείπει εντελώς το μέλλον στα χωριά μας. Ανακινώντας τη θύμηση όμως, μπορούμε να αφυπνίσουμε
τις θύμησες των κουρασμένων πρωτευουσιάνων για να ξαναγυρίσουν στη φυσικότητα του χωριού, στην απλότητα και στην ομορφιά της.
Εμείς οι ποιητές μπορούμε να διεγείρουμε τον εγκεφαλικό τους μηχανισμό για να ζήσει έστω και με τη μνήμη ένας άνθρωπος κουρασμένος από τις αντιξοότητες της ζωής, εκείνες τις όμορφες στιγμές, τις μοναδικές, που ρίζωσαν στον παιδικό του κόσμο.
Μπορούμε να του θυμίσουμε χαρακτηριστικές εικόνες που σκορπούσαν μυρωδιές στο διάβα τους, πετούμενα κελαδήματα στα πλατάνια του χωριού του, τον παπά του χωριού του, που σκορπούσε ευλογία και καλοσύνη, την καμπάνα της εκκλησίας που τον καλούσε για προσευχές που νικούσαν τον πόνο του, με την ευχή «η θύμηση να φέρει τη νοσταλγία και η νοσταλγία με τη σειρά της να τον επαναφέρει στην απλότητα του χωριού», ξαναγυρνώντας τον στην πηγή του χωριού του με τα γάργαρα νερά της, θυμίζοντας του πώς ξεδιψούσε τα χείλη του κουρασμένος από τις γεωργικές δουλειές.
Ο ποιητής Βερίτης Γεώργιος με το ποίημά του «Η πηγή του χωριού μου» ίσως τους κεντρίσει πολλές από τις θύμησές τους και δούμε κάποτε τα χωριά μας που ερημώνουν, να σφύζουν και πάλι από ζωή, όπως παλιά, για να ξαναρχίσει μια πνευματική αναγέννηση μέσα από την πείρα και τη σοφία της ζωής τους που θα βοηθήσει – γιατί όχι;- στην πνευματική τόνωση και ανάπτυξη των χωριών μας που ολοένα μέρα με τη μέρα μαραζώνουν από ζωή και από ανθρώπους.
Η πηγή του χωριού μου
Την πηγή του χωριού μου με τα λούλουδα γύρω
Που σκορπούσανε πάντα το λεπτό τους το μύρο
Την πηγή του χωριού μου δεν την έχω ξεχάσει
Κι ας ασπρίσαν τα τόσα χρόνια που ‘χουν περάσει.
Στην πηγή του χωριού μου μενεξέδες ανθούσαν
Και στα δυο της πλατάνια τα πουλιά κελαηδούσαν.
Στα καθάρια νερά της τρέχαμ’ όλοι το δείλι
Απ’ τ’ αλώνια γυρνώντας με φρυγμένα τα χείλη.
Κι ο παπάς του χωριού μας με την άσπρη γενειάδα
Που κρατούσε της πίστης την ακοίμητη δάδα
Χαιρετώντας μας όλους, κάθε βράδυ περνούσε
Κι η καμπάνα σε λίγο το σπερνό μας μηνούσε.
Βραδινές προσευχές μου των παιδιάτικων χρόνων
Που νικούσατε πάντα τον ανθρώπινο πόνο
Με γλυκιά νοσταλγία σας γυρίζω στο νου μου
Καθώς πάλι θυμάμαι την πηγή του χωριού μου…
(ποίηση Γ. Βερίτη)