kozanitvbanner1363x131pix

MediRenatus834

MediaHome834p

1

b834pix

ecofloor230

pantelidisGIF834pix

asepop 2021 a

artinhouse2

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα

noisi1

Ο Θωμάς Αγραφιώτης "Ο Καραγκιόζης στον ελληνικό κινηματογράφο" | "ΠΟΝΗΡΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ"... "ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΣΠΙΤΗΣ"... "ΈΝΑΣ ΞΕΝΟΙΣΤΟΣ ΠΑΛΑΒΙΑΡΗΣ"...

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα "Ο Καραγκιόζης στον ελληνικό κινηματογράφο"

του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη

ε) «ΠΟΝΗΡΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» (1966)

Το δραματολόγιο του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών αποτελείται, κατά κύριο λόγο, από τα εξής τρία βασικά είδη: α) τα ηρωικά έργα, β) τις λαογραφικές-κοινωνικές παραστάσεις και γ) τις κωμωδίες. Οι κωμωδίες του Καραγκιόζη αποτελούν το δημοφιλέστερο και γνωστότερο είδος του ρεπερτορίου του για τη σημερινή εποχή. Οι «ρίζες» τους ανάγονται στο πανάρχαιο μιμικό θέατρο, το οποίο άκμασε την εποχή των ελληνιστικών και ιδίως των βυζαντινών χρόνων. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη θεωρία του Γερμανού ερευνητή Hermann Reich, ο Καραγκιόζης σαν ήρωας είναι ο απόγονος του βυζαντινού μίμου, ο οποίος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε φιγούρα για το κυρίαρχο τότε θέαμα του Θεάτρου Σκιών στην οθωμανική αυτοκρατορία. Πρόκειται αρχικώς για τη φιγούρα του Οθωμανού Karagöz, ο οποίος μετεξελίχθηκε στον κατοπινό νεοέλληνα Καραγκιόζη αμέσως μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους στα 1830.

Με την έννοια αυτή, οι κωμωδίες του Καραγκιόζη και της παρέας του με τη γνωστή παρέλαση των «τύπων» κατάγονται από το βυζαντινό μιμικό θέατρο. Ο Καραγκιόζης και οι υπόλοιποι ήρωες του μπερντέ δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μιμούνται πρόσωπα και καταστάσεις, με τον κύριο πρωταγωνιστή να αναλαμβάνει προθυμότατα όποια υπηρεσία και όποιο επάγγελμα του αναθέσουν, μιμούμενος ως χαρακτήρας τον κωμικό ήρωα της μεσαιωνικής φιλολογίας Θεόδωρο Πρόδρομο ή Φτωχοπρόδρομο.

Σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω, η κωμωδία του Καραγκιόζη έχει πολύ βαθιές ρίζες και διαθέτει μια πολύ μεγάλη παράδοση, για την αξία της οποίας όμως εκφράστηκαν κατά καιρούς και οι εξής επιφυλάξεις: «Αναμφίβολα, το λαϊκό Θέατρο Σκιών δημιούργησε κάποια παράδοση και εμφάνισε σημαντικούς καλλιτέχνες. Ωστόσο, κατά τη δική μας γνώμη, πολύ λίγο συντέλεσε στη διαμόρφωση του πνεύματος του σύγχρονου ελληνικού χιούμορ και οι εκτιμήσεις, που ανάγουν τον Καραγκιόζη περίπου ως τον “πατέρα” της σύγχρονης ελληνικής σάτιρας, είναι κάπως υπερβολικές. Το Θέατρο Σκιών, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, είχε απήχηση σε λαϊκά στρώματα του πληθυσμού, καλύπτοντας με τον τρόπο του την παντελή έλλειψη θεάτρων και άλλων λαϊκών θεαμάτων (π.χ., τσίρκο, όπερα, βαριετέ, κτλ.). Πιστεύουμε όμως πως συντέλεσε ελάχιστα στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής συνείδησης των σημαντικών συγγραφέων και λογοτεχνών» (Στ. Βαλούκου, Η Κωμωδία, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2001, σ. 519). Ο Βαλούκος, αμφισβητώντας τη συμβολή του Καραγκιόζη στη «διαμόρφωση της καλλιτεχνικής συνείδησης των σημαντικών συγγραφέων και λογοτεχνών», εννοεί ειδικότερα την περίπτωση των κωμωδιογράφων.

Η γνώμη μας, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική πάνω στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα, πιστεύουμε ότι οι επιρροές του Καραγκιόζη (πάνω στα έργα της νεοελληνικής κωμωδίας) είναι εμφανέστατες από την εποχή της «Βαβυλωνίας» στο νεοσύστατο νεοελληνικό κράτος μέχρι και την κινηματογραφική κωμωδία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου διακρίνονται σε δυο βασικές κατηγορίες ως προς τη σχέση τους με τον Καραγκιόζη: Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις κινηματογραφικές κωμωδίες, στις οποίες οι ηθοποιοί υποκρίνονται τους ίδιους τους ήρωες της τέχνης του Θεάτρου Σκιών, δηλαδή ενσαρκώνουν τον ίδιο τον Καραγκιόζη και την παρέα του, μέσα στον τρισδιάστατο χώρο και χωρίς τις δισδιάστατες σκιές. Αυτή η πρακτική έχει αξιοποιηθεί σε ηχογραφήσεις και ιδίως στο θέατρο με τον Καραγκιόζη να έχει ερμηνευτεί από ηθοποιούς όπως π.χ. η Κοτοπούλη, η Ραλλού Μάνου, ο Παπαγιαννόπουλος, ο Κατσαδράμης, ο Τσακίρογλου, ο Νέζερ, ο Λαζάνης και ο Βαμβακίδης. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και ελάχιστες ελληνικές ταινίες. Μία αποκλειστικά τέτοιου είδους ταινία είναι η κωμωδία της εταιρείας Κλακ Φιλμ και του Γιώργου Παπακώστα, σε σενάριο Θόδωρου Τέμπου με τον τίτλο «Πονηρός Πράκτωρ Καραγκιόζης»:

«Ο Πασάς αρρωσταίνει από μια σπάνια αρρώστια και ο γιατρός του δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Ο Καραγκιόζης, μπαρμπέρης και πρακτικός γιατρός, που καλείται να τον γιατρέψει, εκμεταλλεύεται τη γνωριμία του με τον Πασά: από τη μια πλευρά, προθυμοποιείται να μεταφέρει μια επιστολή του Νιόνιου στην αγαπημένη του Ζαχρέ, την κόρη του Βεληγκέκα, και από την άλλη, δεν διστάζει να πουλήσει το σεράι στον Μπαρμπαγιώργο, που έρχεται να εγκατασταθεί στην πόλη. Στο τέλος, μαζί με το Κολλητήρι, φεύγει στο Διάστημα. Γυρισμένη σε μια εποχή που οι περιπέτειες των μυστικών πρακτόρων ήταν της μόδας, η ταινία (πέραν του τίτλου της, δεν έχει καμιά σχέση με το είδος των ταινιών κατασκοπείας) δανείζεται στοιχεία από το αμερικανικό μπουρλέσκ και στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, για να διασκευάσει για την οθόνη το έργο του Θεάτρου Σκιών Ο Καραγκιόζης Γιατρός» (Δ. Κολιοδήμου, Λεξικό Ελληνικών Ταινιών από το 1914 μέχρι το 2000, εκδ. Γένους, Αθήνα 2001, σ. 377).

Στην ταινία αυτή, οι φιγούρες του μπερντέ αποκτούν «σάρκα και οστά»: Καραγκιόζης ο ποιοτικός ηθοποιός Γιώργος Δάνης, αν και ο ίδιος δεν είχε διακριθεί γενικότερα σε κωμικούς ρόλους. Μπαρμπαγιώργος ο επιβλητικός και κατεξοχήν μεγάλος κωμικός Βασίλης Αυλωνίτης. Πασάς ο ογκώδης και σπαρταριστός Κώστας Δούκας (γνωστότερος και ως αφεντικό του μπακαλόγατου Χατζηχρήστου). Χατζηαβάτης ο Γιάννης Φέρμης, τυποποιημένος σε ρόλους υπερευαίσθητου και καχεκτικού ανθρωπάκου. Βεληγκέκας ο Ζαννίνο, τυποποιημένος επίσης σε ρόλους αγροίκου και αγανακτισμένου επιτηρητή της τάξης. Ζαχρέ η ενζενί Ντίνα Τριάντη και Νιόνιος ο Τάκης Μηλιάδης. Η ίδια πρακτική, πάντως, συναντιέται σπανιότατα στις ελληνικές ταινίες, όπως π.χ. (αποκλειστικά και πάλι) στη βιντεοκωμωδία της Leon Film «Ο Καραγκιόζης» (1989) με τους Μπάμπη Ανθόπουλο και Κώστα Μακέδο ή στο φιλμ «Τσακιτζής, ο προστάτης των φτωχών» (1960) του Κώστα Ανδρίτσου, σε σενάριο Νίκου Φώσκολου, με τους Ανδρέα Μπάρκουλη (Τσακιτζής), Στέφανο Στρατηγό (Πασάς), Νάσο Κεδράκα (Καραγκιόζης) και Τάκη Μηλιάδη (Χατζηαβάτης).

Η δεύτερη κατηγορία ελληνικών ταινιών περιλαμβάνει κωμωδίες, οι ήρωες των οποίων έχουν δεχτεί επιρροές (συνειδητές ή ασυνείδητες και μικρές ή μεγάλες) από τις κωμικές φιγούρες του μπερντέ: Ο Λογοθετίδης ενέπνευσε και ερμήνευσε τύπους που ταίριαζαν με την ψυχοσύνθεση του Καραγκιόζη μέσα κυρίως από θεατρικές φόρμες. Παρόμοιο δρόμο ίσως να ακολουθούσαν και άλλοι ηθοποιοί του θεάτρου, όπως π.χ. οι Κοκκίνης, Αργυρόπουλος, Μαυρέας, Μάνος Φιλιππίδης κ.ά., αλλά πέθαναν πρόωρα και δεν πρόλαβαν τελικά την άνθιση του ελληνικού σινεμά. Ο Μακρής και ο Ζερβός ερμήνευσαν χαρακτήρες που ήταν κοντά στην αγαθή φύση του Μπαρμπαγιώργου, αν και σαν ηθοποιοί είχαν ταυτιστεί περισσότερο με το δράμα. Κοντά στον Μπαρμπαγιώργο, επίσης, κινήθηκαν ο Χατζηχρήστος, ο Δαμασιώτης και ο Τάσος Γιαννόπουλος, χωρίς όμως τη μυϊκή δύναμη του ορεσίβιου τσέλιγκα. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο Γιάννης Γκιωνάκης βρίσκονταν πιο κοντά στον πρωταγωνιστή Καραγκιόζη. Ο Γκιωνάκης όμως κινήθηκε κοντά και στον καρατερίστα και αργόστροφο Μορφονιό, όπως επίσης και οι Αντώνης Παπαδόπουλος, Νίκος Τσούκας, Γιάννης Φέρμης, Μιχάλης Μπούχλης, Γιάννης Βογιατζής, Φραγκίσκος Μανέλης, Πέτρος Γιαννακός, Χρήστος Ευθυμίου, Σαπφώ Νοταρά, Ταϋγέτη κτλ.. Ο Μίμης Φωτόπουλος κινήθηκε κοντά στον Καραγκιόζη, αλλά άντλησε και από τον Σταύρακα, τον οποίο όμως πιο πολύ μιμήθηκαν οι μάγκες Νίκος Φέρμας, Αθηνόδωρος Προύσαλης και Σταύρος Παράβας. Γενικότερα, οι γκάφες των Αυλωνίτη, Κωνσταντάρα, Σταυρίδη και Βουτσά κατατάσσουν τους κωμικούς αυτούς κοντά στον Καραγκιόζη, αλλά σε συνδυασμό και με στοιχεία από τον Νιόνιο. Ο Κωνσταντίνου, ο Μουστάκας, ο Πάντζας, ο Τσιτσόπουλος, ο Στολίγκας, ο Καλιβωκάς, ο Νικολαΐδης, ο Τσιβιλίκας, ο Γαβριηλίδης, οι Χριστοφορίδηδες, ο Γιάννης Μιχαλόπουλος, ο Δεμίρης, ο Ρηγόπουλος, ο Αλέκος Λειβαδίτης, ο Κάππης, ο Εξαρχάκος, ο Δεστούνης και εν μέρει ο Διανέλλος παρέπεμπαν στον Νιόνιο, τόσο ως συμπεριφορά αλλά και οπτικά. Οι Ξενίδης, Μηλιάδης, Μαλούχος, Κωνσταντόπουλος, Τζανετάκος, Βελέντζας, Τζεβελέκος, Κατσαδράμης, Πρωτοπαππάς αλλά και ο Νάσος Κεδράκας έπαιξαν ρόλους κοντά στον τύπο του Χατζηαβάτη. Ο Ρίζος επιβλήθηκε ως ο κοντός του σινεμά, ο Παπαζήσης ως Μανωλιός (το αντίστοιχο του κρητικού Μανούσου) και οι Γιάννης Σπαρίδης και Φίλιος Φιλιππίδης ως Αρμένηδες. Κοντά στον τύπο της Βεζιροπούλας ήταν οι ενζενί της οθόνης (π.χ. Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Λάσκαρη, Φόνσου, Βαλσάμη, Γιούλη κ.ά.), στο πλάι πάντα των ζεν πρεμιέ (π.χ. Μπάρκουλης, Παπαμιχαήλ, Αλεξανδράκης κτλ.). Κοντά στον τύπο της Αγλαΐας ήταν η Νίτσα Τσαγανέα, η Γαρμπή και η Ζαφειρίου. Ως ποικιλόμορφη εξουσία του Πασά, οι Δούκας, Τζενεράλης, Έξαρχος, Αργύρης, Διαμαντόπουλος, Ιωαννίδης, Καλλέργης, Παπαχρήστος, Στρατηγός, Αντρέας Φιλιππίδης, Πλατής, ο Χρήστος Τσαγανέας και ιδίως ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Μαζί τους στο ρόλο του Βεληγκέκα, οι Ζαννίνο, Καλογήρου, Μπισλάνης κ.ά., ενώ πιο πολύ σε ρόλο χαφιέ οι Σταρένιος, Μεντής, Αρτέμης Μάτσας.

στ) «ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΣΠΙΤΗΣ» (1963)

Η κινηματογραφική κωμωδία «Πονηρός Πράκτωρ Καραγκιόζης» παρουσιάζει τους ήρωες του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών να αποκτούν «σάρκα και οστά», έτσι ώστε οι ηθοποιοί της ταινίας να υποδύονται και να ενσαρκώνουν τον ίδιο τον Καραγκιόζη (Γιώργος Δάνης), τον ίδιο τον Χατζηαβάτη (Γιάννης Φέρμης), τον ίδιο τον Νιόνιο (Τάκης Μηλιάδης) κ.ο.κ., μέσα από μια θεματική που λειτουργούσε, κατά κάποιον τρόπο, ως μία συρραφή από διάφορα αποσπάσματα γνωστών κωμωδιών του μπερντέ και ξεκινώντας με χασαποσέρβικο και με φιγούρες επί της ίδιας της σκηνής (σύμφωνα με το σχετικό υλικό από τα εισαγωγικά γράμματα της ταινίας).

Ωστόσο, η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε πολύ σπάνια στις κωμωδίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό που παρατηρήθηκε, κατά κύριο λόγο, ήταν η άμεση μόνο επίδραση της ελληνικής κινηματογραφικής κωμωδίας από τους τύπους του Καραγκιόζη σε επίπεδο ερμηνειών και σε επίπεδο θεματολογίας, για την οποία θεματολογία αξίζει να παραθέσουμε μια άποψη του Ανανίδη για μια πιο παλιά σχετική θέση της Μητροπούλου: «Η Αγλαΐα Μητροπούλου σημειώνει ότι: “οι ελληνικές κωμωδίες μιμούνται τη θεματική των αμερικανικών κωμωδιών των δεκαετιών του ’30 και του ’40 και δεν δανείζονται στοιχεία από τον Καραγκιόζη”. Η άποψη αυτή μας φαίνεται λίγο μονομερής. Ναι μεν υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία με αμερικάνικες κωμωδίες του Κάπρα ή του Κιούκορ, πιστεύουμε όμως ότι οι ελληνικές κωμωδίες χρησιμοποιούν περισσότερο το θέμα του Θεάτρου Σκιών που είναι η κοινωνική και οικονομική διαφορά, παρά την αντίθεση αρσενικού και θηλυκού ή τη διαφορά μορφωτικού επιπέδου που διαπραγματεύονται περισσότερο οι χολιγουντιανές ταινίες» (Α. Ανανίδη, Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2007, σ. 70).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ελληνική κινηματογραφική κωμωδία άντλησε κυρίως από το Θέατρο Σκιών, αφενός θεματικά και αφετέρου σε επίπεδο επιδράσεων των Ελλήνων ηθοποιών από τους κωμικούς τύπους του Καραγκιόζη. Η αντιπροσωπευτικότερη σχετική περίπτωση για τον κινηματογράφο είναι ίσως αυτή του κωμικού ηθοποιού Θανάση Βέγγου (1927-2011). Κατά την προσωπική μας άποψη μάλιστα, θεωρούμε ότι η πλέον αντιπροσωπευτική κωμωδία του Βέγγου (σε σχέση με τον Καραγκιόζη) είναι η κωμωδία «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης» (1963) του Αλέκου Σακελλάριου.

Βεβαίως, είχαν γυριστεί (μέχρι τότε) πολλές ακόμα ταινίες με πρωταγωνιστή τον Βέγγο, αλλά η σχέση του με τον Καραγκιόζη δεν είχε προσδιοριστεί ακόμα με σαφήνεια και πέρα από την απλή οπτική ομοιότητα αυτών των δύο ηρώων, λόγω της φαλάκρας και γενικά λόγω της κοινής (άσχημης φαινομενικά αλλά αστείας και καλόψυχης κατά βάθος) μουτσούνας. Στις πιο πολλές από τις προγενέστερες ταινίες του, ο Βέγγος παίζει δεύτερους ρόλους ή έχει πρωταγωνιστικό ρόλο που δεν έχει ακόμα σφυρηλατηθεί, όσο χρειάζεται, στις δομές και φόρμες του Καραγκιόζη.

Σε κάποιες προγενέστερες ταινίες, πάλι, ο Βέγγος συνθέτει μεν δίδυμο με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο («Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ»), με τον Νίκο Σταυρίδη («Οι δοσατζήδες») ή κυρίως με τον Φραγκίσκο Μανέλλη στο εύθραυστο κωμικό δίδυμο που πλάσανε μαζί ως «Μήτρος και Μητρούσης», αλλά ο Σακελλάριος είναι αυτός που, κατά τη γνώμη μας, συλλαμβάνει ορθότερα από όλους την «καραγκιόζικη» προέλευση του Βέγγου. Είναι βέβαιο ότι ο Βέγγος προσέδωσε ακόμα πιο κινηματογραφικό χαρακτήρα στο ρόλο του (με την πάροδο των χρόνων) και με έντονες επιρροές από τις κωμωδίες του αμερικάνικου κινηματογράφου και ιδίως από τις βωβές κωμωδίες, δίνοντας έμφαση στα οπτικά τεχνάσματα του Μπάστερ Κήτον ή του Τσάρλι Τσάπλιν, από τον οποίο μάλιστα δανείστηκε και το έντονο συγκινησιακό στοιχείο για τον τρικυμιώδη έρωτα του Θανάση με κάποια ωραία κοπέλα και μολονότι το τελευταίο ερωτικό στοιχείο είναι κάτι που λείπει από τον Καραγκιόζη. Τα δεδομένα αυτά τελειοποιούνται στην ταινία «Ένας ξένοιαστος παλαβιάρης»(1971) του Ερρίκου Θαλασσινού. Στο έργο αυτό, πέρα από τη σισύφεια μοίρα του Καραγκιόζη να αλλάζει τα επαγγέλματα σαν πουκάμισα, ο σεναριογράφος Γιώργος Λαζαρίδης πετυχαίνει άμεσες αναγωγές στον Καραγκιόζη μέσα από: α) τον τρόπο που συστήνεται ο Βέγγος ως Καραγκιόζης, β) τoν αυτοσχέδιο Καραγκιόζη που παριστάνει σωματικά ο ίδιος, γ) τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του Βέγγου και δ) τον μπερντέ με τις κρεμασμένες φιγούρες του Γενεράλη υπό τον ήχο του χασαποσέρβικου σε κάποιο πλάνο.

Επιστρέφοντας στην ταινία του 1963, θα παρουσιάσουμε αρχικώς την υπόθεσή της, χρησιμοποιώντας το όνομα του Καραγκιόζη αντί για το όνομα του Βέγγου: «Ο Καραγκιόζης έρχεται στην Αθήνα από το νησί του, για να βρει μια καλή δουλειά. Χρησιμοποιώντας πολιτικό μέσο, βρίσκει δουλειά αρχικώς σε ένα εστιατόριο. Οι πελάτες του είναι ένας μάγκας, ένας κουφός και ένα ζευγάρι με ένα κακομαθημένο αγοράκι. Οι απαιτήσεις των πελατών αυτών και κυρίως η άρνηση του παιδιού να φάει, εκνευρίζουν τον άπειρο Καραγκιόζη και τον οδηγούν στο να τρίψει τα μούτρα του παιδιού με ένα πιάτο μακαρόνια. Ο Καραγκιόζης σερβιτόρος απολύεται και διώχνεται βιαίως. Επόμενο επάγγελμα είναι διαιτητής αγώνων μποξ, μια δουλειά όμως στην οποία μπαίνει με την υπόγεια συμφωνία να μεροληπτήσει υπέρ του αδύναμου αθλητή. Η διαιτητική νοθεία εξαγριώνει το κοινό και ο διαιτητής τρώει το ξύλο της χρονιάς του ακόμα και από τον ευνοούμενο μποξέρ. Ο Καραγκιόζης κατόπιν επικαλείται τον οίκτο για να βρει δουλειά. Ένας φαρμακοποιός τον προσλαμβάνει για βοηθό του, αλλά μόλις μένει μόνος του ο Καραγκιόζης, τα κάνει θάλασσα και φεύγει και πάλι με μαυρισμένο μάτι. Χωρίς να γνωρίζει και πάλι τη δουλειά, αναλαμβάνει το φωτογραφείο μιας χήρας, αλλά πέφτει από γκάφα σε γκάφα. Καταφεύγει μετά στο πιο εύκολο και λιγότερο απαιτητικό, όπως εσφαλμένως νομίζει, πόστο του αστυνόμου. Τα παρατάει όλα, ποντάρει μάταια σε έναν καλό γάμο και τελικά γυρίζει στο νησί του, προχωρώντας σε μία άμεση καταγγελία εναντίον της αστυφιλίας».

Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μια σπονδυλωτή κωμωδία, η οποία αποτελείται συνολικά από έξι μικρές ιστορίες, με κοινό συνδετικό κρίκο τους τον Καραγκιόζη και την προσπάθειά του να στεριώσει σε μια δουλειά, για να φάει ψωμάκι. Οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να έχουν τους τίτλους: «Ο Καραγκιόζης σερβιτόρος», «Ο Καραγκιόζης διαιτητής αγώνων μποξ», «Ο Καραγκιόζης φαρμακοποιός», «Ο Καραγκιόζης φωτογράφος», «Ο Καραγκιόζης αστυνόμος» και «Ο Καραγκιόζης γαμπρός». Τα σενάρια των ιστοριών αυτών είναι άνισα μεταξύ τους. Τα καλύτερα, κατά την άποψή μας, είναι τα δύο πρώτα του σερβιτόρου και κυρίως του διαιτητή, με τα οποία η ταινία απογειώνεται από την αρχή, για να πέσει κάπως ως προς το ρυθμό της με τα κατοπινά σκετς και κυρίως με τα δύο τελευταία, στα οποία είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει η αρχική ένταση και σπιρτάδα. Όμως, επειδή η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, η ταινία έχει κατακτήσει από την πρώτη κιόλας στιγμή το θεατή και η μετέπειτα κοιλιά της δεν φαίνεται ικανή να χαλάσει το συνολικά καλό αποτέλεσμα.

Αυτό που έχει σημασία πάντως, είναι να δούμε τον Καραγκιόζη-Βέγγο σε σχέση με τα επαγγέλματά του. Είναι πρόθυμος για όλα, γιατί θέλει να στεριώσει κάπου και να φάει ψωμάκι. Αναλαμβάνει πρόθυμα όλες τις δουλειές, ακόμα και αν δεν τις γνωρίζει. Όμως στερείται υπομονής ως σερβιτόρος. Ως διαιτητής, δρα παρασκηνιακά και τα κάνει θάλασσα, επειδή η νοθεία του είναι ερασιτεχνικά στημένη, ειδικά μάλιστα αν πρέπει να κερδίσει πάση θυσία ο χειρότερος. Ως φαρμακοποιός είναι μια σκέτη αποτυχία, ακριβώς επειδή είναι άσχετος. Ως φωτογράφος είναι επίσης άσχετος και πέφτει από γκάφα σε γκάφα. Ως αστυνομικός, είναι μεν φιλότιμος, αλλά καταλαβαίνει ότι είναι λίγος. Ως εραστής είναι απλώς το θύμα. Με λίγα λόγια, είναι ο φιλότιμος Έλληνας που για να επιβιώσει, επικαλείται τη ρήση: «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις». Οι γκάφες του βεβαίως έχουν σαν σκοπό το γέλιο. Στο τέλος, όμως, δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά: «Εδώ (ενν. στο νησί) αν κάτσεις και δουλέψεις, θα φας ψωμάκι. Στην Αθήνα, το ψωμάκι είναι δύσκολο. Η καρπαζιά είναι εύκολη».

Κλείνοντας, θα θέλαμε να προβούμε σε πολύ σημαντική διευκρίνιση. Ορισμένοι θεωρούν ότι οι κωμικές κατεργαριές του Καραγκιόζη (εναντίον της εξουσίας) τον κάνουν να διαφέρει από τον ηθικότερο Βέγγο, τον «καλό μας άνθρωπο». Η άποψη αυτή όμως είναι λανθασμένη, ακριβώς επειδή «ο καλός μας άνθρωπος» προβαίνει σε παρόμοιες κομπίνες, προκειμένου να επιβιώσει, π.χ. ως διαρρήκτης στον «Ηλία του 16ου», ως κομπιναδόρος θυρωρός στον «Παπατρέχα»ή ακόμα και σαν κλέφτης στο «Θανάση, πάρε το όπλο σου», ενάντια όμως πάντοτε στο κακόψυχο αφεντικό του. Με άλλα λόγια, Βέγγος και Καραγκιόζης επιδίδονται, όταν χρειάζεται, στις ίδιες ακριβώς «νοθείες» σε βάρος του ισχυρού, με κοινό τόπο αναφοράς ακόμα και το ίδιο το χασαποσέρβικο στις κωμωδίες: α) «Βοήθεια! Ο Βέγγος φαλακρός πράκτωρ 000» του Θανάση Βέγγου (συνοδεία φιγούρας) και β) «Το Μεγάλο Κανόνι» του Πάνου Γλυκοφρύδη (σε μεγάλη θεατρική σκηνή).

 

Πληροφορίες για τα cookies

Τα cookies είναι σύντομες αναφορές που αποστέλλονται και αποθηκεύονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη μέσω του προγράμματος περιήγησης όταν αυτό συνδέεται στο Ιντερνέτ. Τα cookies μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων του χρήστη όσο αυτός είναι συνδεδεμένος, για να του παράσχουν τις ζητούμενες υπηρεσίες και που ορισμένες φορές τείνουν να μην διατηρούν. Τα cookies μπορεί να είναι τα ίδια ή άλλων:

  • Technical cookies (τεχνικά cookies) που διευκολύνουν την πλοήγηση των χρηστών και τη χρήση των διαφόρων επιλογών ή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον ιστό, όπως προσδιορίζουν τη συνεδρία, επιτρέπουν την πρόσβαση σε ορισμένες περιοχές, διευκολύνουν τις παραγγελίες & τις αγορές, συμπληρώνουν φόρμες & εγγραφές, παρέχουν ασφάλεια, διευκολύνουν λειτουργίες (βίντεο, κοινωνικά δίκτυα κλπ.).
  • Customization cookies (cookies προσαρμογής) που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους (γλώσσα, πρόγραμμα πλοήγησης - browser, διαμόρφωση, κ.α.).
  • Analytical cookies (cookies ανάλυσης) που επιτρέπουν την ανώνυμη ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών του Ιντερνέτ, επιτρέπουν την μέτρηση της δραστηριότητας του χρήστη και την ανάπτυξη προφίλ πλοήγησης για την βελτίωση των ιστότοπων.

Ως εκ τούτου, όταν έχετε πρόσβαση στον ιστότοπο μας, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Νόμου 34/2002 των Υπηρεσιών Κοινωνίας της Πληροφορίας, στην αναλυτική επεξεργασία των cookies ζητάμε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση τους, με σκοπό να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας. Χρησιμοποιούμε την υπηρεσία του Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων στατιστικών πληροφοριών όπως για παράδειγμα ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο μας. Τα cookies που προστίθενται από την υπηρεσία Google Analytics διέπονται από τις πολιτικές απορρήτου του Google Analytics. Αν επιθυμείτε μπορείτε να απενεργοποιήσετε τα cookies από το Google Analytics.

Παρακαλούμε, σημειώστε ότι μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή απενεργοποιήσετε τα cookies σύμφωνα με τις οδηγίες του προγράμματος πλοήγησης σας (browser).