Οικουμενική γιορτή ή μήπως η Αντουανέτα πήρε την εκδίκησή της; (γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΡΙΛΛΑ )
Κατά γενική παραδοχή η τελετή που σηματοδοτεί το εναρκτήριο λάκτισμα για του Ολυμπιακούς Αγώνες,
παρά το γεγονός ότι συνδέεται με ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός, διεκδικεί ταυτόχρονα και να αυτονομείται, να έχει καλλιτεχνικές, εικαστικές, αισθητικές και υψηλού συμβολισμού αξιώσεις και γενικότερα φιλοδοξεί να καταγράφεται στα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα.
Αλλά εδώ αρχίζουν τα δύσκολα…. Οπως ο επικίνδυνος ανορθολογισμός να ερμηνεύσει κανείς ένα τέτοιο γεγονός με διατυπώσεις και κρίσεις αποκομμένες από τον πολιτικό, κοινωνικό και παγκόσμιο περίγυρο. Εν ολίγοις, για μια γιορτή που οργανώνεται και υλοποιείται για λογαριασμό της πλέον διεφθαρμένης αθλητικής οργάνωσης και που διεξάγεται στο πλαίσιο και εντός ενός ακραίου, ανεξέλεγκτου, επιθετικού, αποθρασυμμένου καπιταλισμού θα ήταν ανόητο να επινοήσουμε καθιαγιασμένες, άσπιλες και αμόλυντες υψηλές αξίες.
Και αυτό ανεξάρτητα από τις καλύτερες προθέσεις που μπορεί να έχει ο κάθε συγκεκριμένος καλλιτέχνης που αναλαμβάνει αυτό το τεραστίων απαιτήσεων εγχείρημα.
Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι ήταν ένα πολιτικό γεγονός.
Πολλά μπορεί να πει κάποιος για τις εικαστικές, αισθητικές, σκηνοθετικές επιλογές αυτού που παρακολουθήσαμε να συμβαίνει στο Παρίσι. Ωστόσο, το να απομονώσει επιμέρους επιτυχημένες ή αποτυχημένες στιγμές, να αποθεώσει ή να κατακεραυνώσει πολύ λίγη σημασία έχει, αν πίσω από αυτά δεν αξιολογήσει ότι:
Το προφανέστατα κατακερματισμένο – και όχι υπαινικτικό – ιστορικό αφήγημα ταιριάζει στον επιδιωκόμενο πολιτικό και συνειδησιακό χυλό στον οποίο εισέρχονται οι ευρωπαϊκοί λαοί.
Το τί ανέδειξε και τι απέκρυψε δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τις κεντρικές πολιτικές – ιστορικές παραδοχές της Γαλλίας και όχι μόνο. Η Γαλλία δεν ήταν μόνο κοιτίδα των αστικών επαναστάσεων – κοινός τόπος ότι η εικόνα με την αποκεφαλισμένη Αντουανέτα να κρατάει το κεφάλι της ξάφνιασε και συζητήθηκε πολύ -του Διαφωτισμού, της μόδας, της σαμπάνιας, αλλά και κοιτίδα της πρώτης μεγάλης Κομμούνας, η χώρα στην οποία συναρθρώθηκαν ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα. Αλλά και η χώρα που οφείλει το οικονομικό της μεγαλείο στην άγρια αποικιοκρατία.
Η προβολή των δικαιωμάτων των ανθρώπων διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού – που προφανέστατα και αδιαπραγμάτευτα πρέπει να έχουν – είναι ευαισθησία, αλλά η μονομέρεια είναι και ατζέντα κατακερματισμού και ατομισμού σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό περιβάλλον που υπαγορεύει απροκάλυπτα τη δικαιωματική ατζέντα και όπου η έννοια των στοιχειωδών ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, ακόμα και αυτό το δικαίωμα στη ζωή έχει απολύτως και βιαίως συνθλιβεί. Οπως είναι φανερό απουσίαζαν από αυτό το “παρτυ” οι τρανς που κοιμούνται στους υπονόμους του Παρισιού.
Και εδώ ας κάνουμε κάποιες επισημάνσεις:
Ο,τι είδαμε στους τηλεοπτικούς δέκτες παρουσιάστηκε ως μεγάλη λαϊκή γιορτή, στην διάρκεια της οποίας γλεντούσε όλο το Παρίσι. Οχι. Ο λαός του Παρισιού δεν ήταν εκεί. Και η αλήθεια είναι ότι μήνες νωρίτερα δεν μπορούσε καν να πλησιάσει στον Σηκουάνα. Δεν πλησίασε ούτε στην τελετή έναρξης, παρά μόνο όσοι μπορούσαν να διαθέσουν 1000 ευρώ και άνω για το εισιτήριο εισόδου.
Ο, τι επέλεξαν οι τηλεοπτικοί σκηνοθέτες να μεταδώσουν δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά πολιτική επιλογή. Ποιος είδε τους Αλγερινούς αθλητές να πετούν λουλούδια στον Σηκουάνα, στη γέφυρα Saint – Michel (δείτε το ΒΙΝΤΟ ΕΔΩ); Κανείς. Επειδή εκεί ακριβώς τον Οκτώβριο του 1961, ο Σηκουάνας βάφτηκε κόκκινος. Η γαλλική αστυνομία, υπό τις διαταγές του Μωρίς Παπόν (έναν διαβολικό άνθρωπο, συνεργάτη των Ναζί, που τους είχε παραδώσει τους Εβραίους του Μπορντώ συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και κατάφερε στην Απελευθέρωση να εμφανιστεί ως “αντιστασιακός) πέταξε στο παρισινό ποτάμι αλγερινούς διαδηλωτές. Ο απολογισμός αυτού του εγκλήματος, σύμφωνα με ανεξάρτητες έρευνες, ήταν 200 νεκροί Αλγερινοί είτε από σφαίρες της Αστυνομίας, είτε από πνιγμό στον Σηκουάνα. Αλλά μέσα στο κυριαρχικό αφήγημα, αυτή η σπουδαία και μεγάλη πράξη μνήμης των Αλγερινών αθλητών κρίθηκε ανάξια μετάδοσης. Διότι και οι συμβολισμοί έχουν τα όρια τους!
Ποιος είδε το κοινό να επευφημεί την Παλαιστινιακή αποστολής; Προφανώς κανείς…. Και τώρα ας κρυφτούμε πίσω από το δάκτυλό μας πως η επιλογή η Ρωσία να είναι αποκλεισμένη από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά όχι το Ισραήλ που έχει σκοτώσει 15.000 δεν συνδέεται με τις σκηνοθετικές τηλεοπτικές επιλογές.
Επομένως:
‘Ηταν μια ξέφρενο, ξέσαλο και πολύχρωμο πάρτυ; Ναι ήταν!
Ηταν ένα γεγονός που ξάφνιασε με τις αφηγηματικές και ενδυματολογικές επιλογές του; Ναι ήταν!
Ηταν λαϊκό πανηγύρι; Οχι!
Αλλά ως εκεί….
Από τη στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο, και εκείνο που ελέγχει και κερδοσκοπεί ΚΑΙ με τους Ολυμπιακούς Αγώνες αντιμετωπίζει τον αθλητισμό ως εμπόρευμα, με/και από το οποίο προσδοκά υπερκέρδη – πατώντας επί “πτωμάτων” ανταγωνιστών και συνειδήσεων – ο καλλιτεχνικός πολτός είναι εύλογος και ευνόητος.
Αλλο τόσο εύλογο είναι και ο καλλιτέχνης να ισορροπεί ανάμεσα στις καλές προθέσεις και την καπιταλιστική άβυσσο.
Ωστόσο, αυτά είναι και τα όρια τέτοιων φαντασμαγορικών υπερθεαμάτων σε μια εποχή όπου οι λέξεις Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη έχουν νόημα μόνο για εκείνους που εκείνο το απόγευμα ήταν αποκλεισμένοι από τη “γιορτή”.