Σαν σήμερα 19 Αυγούστου του 1936, φασίστες του Φράνκο δολοφονούν τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ο Φεντερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Φουέντε Βακέρος, ένα μικρό χωριό στον νομό Βέγα, στην περιφέρεια της Γρανάδας.
Η τελευταία μάλιστα επηρέασε βαθύτατα τον νεαρό Φεντερίκο στην καλλιτεχνική του εκπαίδευση, στον οποίο μετέδωσε το πάθος της για το πιάνο και τη μουσική.
Το 1909 ο 11χρονος Φεντερίκο μετακομίζει στη Γρανάδα της Ανδαλουσίας, όπου γρήγορα εντάχθηκε σε τοπικές καλλιτεχνικές ομάδες.
Στην ίδια πόλη θα σπουδάσει στο «Colegio del Sagrado Corazón», που διευθύνεται από έναν ξάδερφο της μητέρας του. Το 1914 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο, φοιτώντας αρχικά στη Νομική σχολή (βάσει της επιθυμίας του πατέρα του) για να μεταπηδήσει έπειτα στη φιλολογία.
Στη Γρανάδα γνωρίζει τις περιοχές των τσιγγάνων (gitani) της πόλης, εμπειρίες που θα επηρεάσουν βαθύτατα τη θεματολογία της ποίησής του. Ο "Τσιγγάνος" και η "Τσιγγάνικη Ζωή" θα αποτελέσουν ένα από τα σημαντικότερα μοτίβα του Ισπανού.
Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας.
Εκεί έρχεται σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες των Ισπανικών Γραμμάτων και Τεχνών, όπως ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, ο ποιητής Ραφαέλ Αλμπέρτι και ο Χιμένεθ.
Την ίδια ακριβώς περίοδο συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούν τελικά το 1921, με τίτλο "Βιβλίο Ποιημάτων".
Ήδη όμως από το 1918 είχε δημοσιεύσει το "Εντυπώσεις & Τοπία", ταξιδιωτικές δηλαδή εμπειρίες από την επίσκεψή του στην Καστίλη.
Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής της Γρανάδα.
Σύνθεση εκείνης της περιόδου αποτελεί το "Ποίημα Του Κάντε Χόντο", λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας. Λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το "Ρομανθέρο Χιτάνο", έργο που ολοκληρώθηκε τελικά το 1927 και αποτελεί σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης.
Ακολουθούν τα "Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί" και το θεατρικό έργο "Μαριάνα Πινέδα", που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
Στα 1929-1930 ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα θα ταξιδέψει στις ΗΠΑ και στην Κούβα, σε μία αναζήτηση νέων πηγών έμπνευσης. Δημιουργεί έτσι το ποίημα "Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη".
Στην Ισπανία θα επιστρέψει το 1931 και συνθέτει το "Ντιβάνι Της Ταμαρίτ", δουλεύοντας παράλληλα έργα για κουκλοθέατρο.
Η προτίμησή του στα θεατρικά έργα γίνεται πλέον εμφανέστατη. Ενδεικτικό είναι ότι τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του και πιο αναγνωρίσιμες δημιουργίες: "Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα", "Ματωμένος Γάμος", "Γέρμα", "Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας", όλα τους τραγωδίες με βασική θεματολογία την κοινωνική καταπίεση.
Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργανώνει μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του ισπανικού Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε εργατικές κι αγροτικές περιοχές.
Το 1936 υποδέχεται τον Αλμπέρτι, ενώ συντάσσει μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού. Παράλληλα, ξεκίνά να συνθέτει μια νέα σειρά θεατρικών έργων υπό τη μορφή επιθεώρησης. Τον Ιούλιο ξεσπά ο Ισπανικός Εμφύλιος.
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα δεν γλυτώνει από τη μπότα του φασισμού. Κατευθυνόμενος μαζί με τον κουνιάδο στη Γρανάδα με σκοπό να επισκεφτεί και να αποχαιρετίσει τον πατέρα του, συνελήφθη απο οπαδούς του Φράνκο, στο σπίτι των Ροσάλες, φαλαγγιτών φίλων του.
Τελικά τα χαράματα της 19ης Αυγούστου 1936, στρατιωτικοί του πολιτικού κινήματος CEDA πυροβόλησαν τον Γκαρθία Λόρκα, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Το πτώμα του πετάχθηκε σε ανώνυμο τάφο στην περιοχή Fuentegrande de Alfacar στα περίχωρα του Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα.
Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ, παρά τις επίμονες προσπάθειες ετών. Κατά καιρούς έχουν έρθει στο φως νέα στοιχεία από τις τελευταίες ώρες και τον τόπο ταφής του Λόρκα, χωρίς όμως να αποδώσουν καρπούς.