Ο Μαρξ κατεβαίνει στις αμερικανικές εκλογές (Γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου)
Ο Τραμπ και οι οπαδοί του επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι οι Δημοκρατικοί, υπό την ηγεσία της «συντρόφισσας» Κάμαλα Χάρις, μετατρέπονται σε ένα «κομμουνιστικό» κόμμα που θα ανατρέψει τη λειτουργία του καπιταλισμού προς όφελος μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Παραδόξως ήταν ο Αμερικανός τέως πρόεδρος που παρουσίασε την πιο «μαρξιστική» πρόταση της προεκλογικής περιόδου.
Στην Ιστορία του τελευταίου αιώνα πρέπει να έχουν υπάρξει λίγες χώρες πέρα από την πρώην ΕΣΣΔ, την Κούβα και την Κίνα όπου οι λέξεις κομμουνισμός και μαρξισμός να ακούγονταν τόσο συχνά σε πολιτικές συγκεντρώσεις και στην αρθρογραφία όσο συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ. Γιατί οι Ρεπουμπλικανοί του Τραμπ επιμένουν ότι δίνουν τη μητέρα των μαχών απέναντι στην κόκκινη απειλή.
Αμέσως μετά την αποχώρηση του Τζο Μπάιντεν από την προεδρική κούρσα ο Τραμπ έγραψε ότι τώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια «μαρξίστρια της ριζοσπαστικής αριστεράς, τη συντρόφισσα Κάμαλα Χάρις» προκειμένου να εξασφαλίσει ότι «οι ΗΠΑ δεν θα γίνουν ποτέ κομμουνιστικές». Προ ημερών η ακροδεξιά εφημερίδα New York Post παρουσίαζε στην πρώτη σελίδα της την Κάμαλα Χάρις με ένα σφυροδρέπανο και τον τίτλο Καμουνισμός (Kamunism). Πριν περάσουν όμως 24 ώρες ο Τραμπ πλειοδότησε στη γελοιότητα, προωθώντας μια εικόνα τεχνητής νοημοσύνης που έδειχνε την αντίπαλό του να απευθύνεται σε χιλιάδες ερυθροφρουρούς σε μια αίθουσα γεμάτη με σφυροδρέπανα.
Εξίσου αστείο βέβαια με το γεγονός ότι αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι πιστεύουν πραγματικά ότι η Χάρις είναι κομμουνίστρια, είναι ότι αρκετοί Δημοκρατικοί προσπαθούν να απαντήσουν με σοβαρά επιχειρήματα –μια διαδικασία τόσο άσκοπη, όσο να επιχειρηματολογείς για το ότι δεν είσαι ελέφαντας. Για την πολιτική κουλτούρα της Αμερικής όμως τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στα καλύτερα «στοιχειοθετημένα» επιχειρήματα του Τραμπ υποτίθεται ότι είναι η παρατήρησή του πως ο πατέρας της Αμερικανίδας αντιπροέδρου, ο Ντόναλντ Χάρις, είναι «μαρξιστής». Στην πραγματικότητα βέβαια ο σημαντικός αυτός οικονομολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ανήκει στη λεγόμενη μετά-κεϊνσιανή σχολή. Προφανώς για να γράψει το magnum opus του, το βιβλίο «Συσσώρευση Κεφαλαίου και Διανομή Εισοδήματος» μελέτησε σε βάθος το έργο του Μαρξ.
Όσο επηρεάστηκε όμως από αυτό, άλλο τόσο επηρεάστηκε και από οικονομολόγους όπως ο Ρικάρντο. Όπως μας θύμιζε μάλιστα προ ημερών και η Washington Post, όταν κλήθηκε να εφαρμόσει στην πράξη τις θεωρίες του ως οικονομικός σύμβουλος για την κυβέρνηση της Τζαμάικας, προώθησε ιδιωτικοποιήσεις αεροδρομίων και μείωση της φορολογίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Το πραγματικό όμως πρόβλημα για τις ΗΠΑ είναι ότι δεν αποκαλεί μόνο ο Τραμπ τον Ντόναλντ Χάρις μαρξιστή, αλλά σχεδόν το σύνολο του αμερικανικού Τύπου. Το κάνουν μάλιστα με την ίδια ευκολία με την οποία τα αμερικανικά πρακτορεία ειδήσεων χαρακτήριζαν τον Αλέξη Τσίπρα «ακροαριστερό» τη στιγμή που ιδιωτικοποιούσε και αυτός αεροδρόμια και τρένα.
Η πεποίθηση ότι η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα «ερυθρά απειλή» δεν προέρχεται από τους συνωμοσιολόγους οπαδούς του Τραμπ, αλλά συχνά παρεισφρέει στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Πριν από τρία χρόνια ανάμεσα στα ευπώλητα των αμερικανικών βιβλιοπωλείων φιγουράριζε το «American Marxism», το οποίο υποστήριζε ότι οι μαρξιστικές ιδέες είναι πλέον κυρίαρχες στα σχολεία, τα ΜΜΕ και στον λόγο των πολιτικών.
Τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν τόσο αστεία όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Μαρκ Λεβίν, ο οποίος στις δημόσιες εμφανίσεις του μπερδεύει τη σχολή της Φρανκφούρτης με τη Σχολή του Φραγκλίνου (sic) ενώ αποκαλεί τον ιστορικό υλισμό «υλιστικό ιστορικισμό». Παρ’ όλα αυτά το «American Marxism» πούλησε σε λίγες εβδομάδες περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, επιβεβαιώνοντας πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο δημόσιος διάλογος στη μητρόπολη του καπιταλισμού.
Αυτό πάντως που ελάχιστοι παρατήρησαν είναι ότι ο υποψήφιος που παρουσίασε την πιο «μαρξιστική» πρόταση (αν και στη συνέχεια ανακάλεσε) ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, όταν υποστήριξε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει «να μπορεί να επηρεάζει τις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας». Στο δεύτερο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστηρίζουν ότι -ως ενδιάμεσο μέσο στο δρόμο προς τον κομμουνισμό – «η πίστωση θα πρέπει να συγκεντρωθεί στα χέρια του κράτους, μέσω μιας εθνικής τράπεζας, με κρατικά κεφάλαια και αποκλειστικό μονοπώλιο».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρόταση του τέως προέδρου προκάλεσε απανωτά εγκεφαλικά στους φιλελεύθερους σχολιαστές των ΗΠΑ, που θεωρούν αδιανόητο να υπάρχουν έστω και ψήγματα δημοκρατικού ελέγχου στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής μιας χώρας. Όπως μου εξηγούσε όμως πριν από μερικά χρόνια ο Γερμανός πρώην υπουργός Οικονομικών, Όσκαρ Λαφοντέν, «η “ανεξαρτησία” των κεντρικών τραπεζών είναι μια νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και ανοησία. Κάθε κεντρική τράπεζα πρέπει να ελέγχεται δημοκρατικά».
Προφανώς ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται ούτε για τους Αμερικανούς πολίτες, ούτε για τις επιπτώσεις των αποφάσεων της FED στην παγκόσμια οικονομία. Η πρότασή του ήταν μάλλον ακόμη μία έκφανση του ναρκισσισμού του («εγώ ξέρω καλύτερα από τη FED»). Το γεγονός όμως ότι η μοναδική λογική πρόταση που έχει παραθέσει σε όλη τη σταδιοδρομία του εξόργισε τόσο τους «προοδευτικούς» αντιπάλους του, μας λέει πολλά για το σκοτεινό παρόν και μέλλον της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ.
ΠΗΓΗ: info-war.gr