Μιά σταγόνα νερό στο τσιμέντο, του Θανάση Σκαμνάκη
Όπως το είχε προβλέψει ο Καβάφης, η πόλη μας ακολούθησε όπου κι αν πήγαμε. Κι αν αποπειραθήκαμε πλειστάκις να διαφύγουμε από την επιμονή της, κι όταν ακόμη τα καταφέρναμε, η πόλη εύρισκε πάντα τρόπους να μας υπενθυμίζει πόσο υπάρχει μέσα μας.
Κι έτσι μπορεί και να τη νοσταλγήσαμε λιγάκι. Καλοκαιρινή. Αίθρια. Μιά σταγόνα νερό στο τσιμέντο όταν εξατμίζεται βράδυ αργά, και μυρίζει σαν περιβόλια που ποτίζονται, μια κινηματογραφική οθόνη που κλέβει ματιές από το έγκλημα εντός της στο τρυφερό κορίτσι του μπαλκονιού, μια μπύρα που αφρίζει νομίζοντας πως αλλάζει τον κόσμο, και την απόλαυση του!..
Και τώρα, σα να μας έλειψε, αλλά και όχι, τη ξαναβρίσκουμε όπως την αφήσαμε. Σχεδόν με αίματα, σχεδόν με επουλώσεις!
Πριν ακόμη πάρεις τη στροφή της εθνικής, στην τελική ευθεία, από νοσταλγία ξανάγινε παρόν, ύπαρξη από όνειρο (σαν να μην έλειψε ποτέ;).
Η πόλη είναι εδώ. Μισή βρώμα, μισή έρωτας.
Η πόλη έχει σχέδια και γωνίες πλημμύρα στα παιδιά και τα όνειρα. Η πόλη είναι η απογοήτευσή μας και η γοητεία της (και της απογοήτευσης και της πόλης η γοητεία). Η πόλη είναι ό,τι δεν έγινε καλά κι ό,τι θα γίνει καλύτερο. Ή μπορεί και να χαθεί μέσα στον ορυμαγδό των απουσιών και των διαρκών αναγεννήσεων.
Η πόλη είναι η ψυχή μας μετουσιωμένη σε ασχήμια, θόρυβο, αναθυμιάσεις, και φωτεινές έναστρες νύχτες (και ελπίδες). Με μας ή χωρίς. Με τους φίλους μας που λείπουν ποικιλοτρόπως και εκείνους που παρουσιάζονται.
Η πόλη, ο τρόπος σα να βρίζουμε τη μάνα μας και να την αγαπάμε.
Δεν χάσαμε την υπομονή μας τόσο που τριγυρίζαμε σε αμμουδιές γράφοντας σχήματα, ούτε αφήσαμε να κατακλύσει η θάλασσα τις φαντασίες μας. Όσο κι να λένε (και είναι αλήθεια) πως η πόλη γίνεται ξένη και καταβροχθίζει τα παιδιά της, είτε με τη βουή της είτε με την απουσία της, υπάρχουν πάντα εκείνοι και εκείνα που τη μετασχηματίζουν. Μια αιώνια πόλη χαμόγελο, όπως την σχεδίασε στην οθόνη ο μακρινός πια Λάμπρος Λιαρόπουλος.
Γιατί περιέλαβε όλα μας τα μικρά και τα μεγάλα. Ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, ν’ αλλάξουμε μέσα μας, να πάμε βόλτα στο Λυκαβηττό αγκαλιά μ’ ένα κορίτσι. Η διαδήλωση που έμεινε στην ιστορία και όλες οι άλλες που δεν τις θυμήθηκε κανείς, κι όμως έγιναν μέρος του κόσμου και μέρος της προσδοκίας του. Οι θρηνητικές βραδιές των διαψεύσεων, αισθημάτων και πίστεων, και η αναγέννησή τους, με νέους τρόπους, νέα μορφή, άλλα ρούχα – αδιάκοπα.
Κι αν η δύση είναι η καλύτερή της ώρα, έχει ζήσει και καλύτερα, κι έχει πιστέψει σε ισχυρότερα. Και μας έπεισε να την πιστέψουμε και να τα πιστέψουμε.
Τώρα που θα ξαναβγείς στους δρόμους μη κοιτάξεις τόσο προς τα κράσπεδα. Αυτό σε βοηθάει να πατάς στέρεα. Κοίταζε ευθεία (αυτό βοηθάει στις καταπονήσεις της οσφυϊκής χώρας) σε άλλα πρόσωπα, και κοίταζε σα κάδρο τις γωνίες, τα ψηλώματα, ένα κομμάτι νεοκλασικό, ένα κομμάτι ουρανό. Όπως ο Κυριάκος ο δικός μας – πόσο πολύ του άρεσε, να την κοιτάζει έτσι και να την ζωγραφίζει!
Καλωσορίσαμε, καλωσορίσατε λοιπόν κι ας επιβαρύνεται η πόλη με αυτοκίνητα, φωνές, θορύβους, αναμονές. Καλωσορίσαμε κι ας νοιώσαμε τόσο καλά – καλύτερα πες – στις θάλασσες και τα βουνά. Καλώς σας βρήκαμε γνωστοί και άγνωστοι, αλλά όχι ξένοι. Σχεδόν μας λείψατε!
ΑΠΟ: https://kommon.gr/