«Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας» – Ακρίβεια: Ραγδαία επιδείνωση καταγράφουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Τα νοικοκυριά μειώνουν την κατανάλωση ειδών διατροφής λόγω της ακρίβειας
Ραγδαία επιδείνωση των όρων ζωής της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, λόγω της καλπάζουσας ακρίβειας και της «εξαϋλωσης» των καθηλωμένων μισθών και συντάξεων, με βασικό χαρακτηριστικό την αύξηση των νοικοκυριών που αγγίζουν τα όρια της φτώχειας καταγράφουν τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς του 2023.
Το δε μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022).Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι:
- Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ το μήνα.
-
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 16,8% του προϋπολογισμού
τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
-
Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των
νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των
νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.
-
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 23.325,96
ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.052,24 ευρώ.
-
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 εμφανίζεται μειωμένη κατά 20,5% σε σύγκριση με το 2008.
Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
-
στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%),
-
στη στέγαση (14,1%) και
-
στις μεταφορές (13,1%),
ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στην εκπαίδευση και τα οινοπνευματώδη
ποτά και καπνό.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρουσιάζεται στις ομάδες:
-
εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (15,9%),
-
αναψυχή και πολιτισμό (7,0%),
-
υγεία (6,3%),
ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφεται στα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (0,9%).
Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), στα παρακάτω είδη:
-
έλαια και λίπη (11,9%),
-
ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (9,8%)
-
φρούτα (7,2%)
-
λαχανικά (6,6%),
-
γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (6,6%),
-
μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (6,1%),
-
λοιπά είδη διατροφής (6,0%),
-
κρέας (3,3%),
-
αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (1,2%),
ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
-
ψάρια (-3,9%) και
-
καφές, τσάι και κακάο (-1,2)
Μειώνεται η μέση μηνιαία κατανάλωση (ποσότητες) ειδών διατροφής, καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας
Η ΕΛΣΤΑΤ μετά τις οι μεταβολές στη μέση μηνιαία κατανάλωση ειδών διατροφής, οινοπνευματωδών ποτών και καπνού, μεταξύ των ετών 2022 και 2023.
Σε όλες τις κατηγορίες της ομάδας ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών παρατηρούνται μειώσεις, ως παρακάτω:
-
ελαιόλαδο -13,6%
-
οινοπνευματώδη ποτά -12,7%
-
Ψάρια -11,8%
-
ρύζι -10,7%
-
τυρί -6,1%
-
κρέας -6,1%
-
αυγά -5,3%
-
γάλα -5,2%
-
ζυμαρικά -5,2 %
-
ψωμί, είδη αρτοποιίας, -4,3%
-
φρούτα -4,0%
-
λαχανικά -3,4%
-
τσιγάρα -2,5%
-
γιαούρτι -1,1%
Η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία, παρουσίασε αύξηση σε:
-
υγραέριο 11,7%
-
φυσικό αέριο 7,2%
και μείωση σε
-
ηλεκτρική ενέργεια -9,2%
-
υγρά καύσιμα -4,2%
-
στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κ.λπ.) -3,8%
Τέλος, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022).
Το 2023, τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.