ΑΜΦΙΚΤΥΟΝIΕΣ - ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΙΔΕΑ: ΔYΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟI ΘΕΣΜΟΙ (Ποίηση της Παρθένας ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ)
ΒΡΑΒΕΙΟ «ΤΟΥ ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΟΣ ΠΙΝΔΑΡΟΥ» από την «ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»
Ω, Αγαλμάτινα πνεύματα των συνδακτυλίων Αμφικτυονιών
μακρινά και άγνωστα στην αψυχομάχητη έκπληξη
και τον αγκύλιο θαυμασμό μου
μαρμαρωμένα, - ακίνητα στα μακρινά, γεράνια πέλαγα
ενωμένα στις γάργαρες πηγές
και στα ποσειδωνιάτα βάθη των θαλασσών
βασανισμένα στη σφοδρή νοσταλγία της αγαπημένης σας πατρίδας
κλεισμένα στους διάσημους μύθους και στους κιονόκρανους ναούς σας!...
Π ο ι α δ ι π λ ο μ α γ ε υ μ έ ν η Α μ φ ι κ τ υ ο ν ί α ν’ α π ο ι κ ί σ ω;
Π ο ι α ξ α κ ο υ σ τ ή Π υ θ ί α σ α ς ν α ρ ω τ ή σ ω;
Σε ποιο άρμα ν’ ανεβώ, το επιτήδειο πνεύμα του Όξυλου
να πάω ν’ ανταμώσω; Και που να’ ναι άραγε αυτό;
Μήπως στην Ολυμπία ανάμεσα σ’ ερείπια, πλίνθους μ’ αερικά και θεία;
Ή μήπως ν’ αγωνίζεται αεί στην ιστορία,
να κάνει ιερό θεσμό το πνεύμα το ελληνικό
στην τέλεση της άθλησης κι αείροων αγώνων,
για μια ειρήνη ποθητή προγόνων κι απογόνων;
Ω, μ ε θ υ σ τ ι κ ή Ά λ τ ι ς, ι ε ρ ή, με τις σταχτοπράσινες αγριελιές
και τα σκιερά πλατάνια σου!...
Στεφάνωσε τους άσπιλους νικητές μ’ όλη τη θεσπέσια ομορφιά σου,
θυσία ιερή, στην Ήρα να προσφέρω, κρέας του μόσχου ευωδιαστό
που με λαχτάρα έθρεψα αυτούς για να ταΐσω,
την δοξασμένη τους μορφή στην πλάκα, τη μαρμάρινη, αιώνια να στήσω!
Τ η ς Ν ί κ η ς τ’ ανοιχτά φτερά οι Νύμφες
με φύλλα ελιάς θε να στολίσουν
για να πετάξει ανάλαφρα πάνω στ’ αγάλματα της
και να φωνάξει στις Στοές μ’ αντίλαλο μεγάλο, στις Αμφικτυονίες της,
τ ο ό ν ο μ α τ ο υ ν ι κ η τ ή ! Ω, Ολυμπία αθάνατη, αστέρι της ψυχής μου,
σε προσκυνώ!... Χ ε ι ρ ο κ ρ ο τ ώ τ ο ν Θ ρ ί α μ β ο ! ...
Να υψώσω θέλω Αετό στο Στάδιο σου το τρανό,
να το υπεραρματώσω, να’ ρθουν κι οι Αμφικτύονες, κριτές και αθλητές,
ν’ αγωνιστούνε τίμια, - περήφανα,- στο Δία ν’ ορκιστούν,
ευθύμαχοι να δοξαστούν σε ουρανό και γη,
με ποιήματα να στολιστούν από τους ποιητές
η δ ό ξ α κ α ι η φ ή μ η τ ο υ ς ν α γ ί ν ο υ ν ε γ ν ω σ τ έ ς.