Το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης, του Νίκου Γουρλά
Το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος στην ταινία του από τις πρώτες κιόλας σκηνές δίνει το στίγμα της πορείας διαμόρφωσης του Στέλιου Καζαντζίδη. Είναι η σκηνή που οι Χίτες βασανίζουν τον κομμουνιστή πατέρα του. Η αμέσως επόμενη σκηνή είναι η μάχη για την επιβίωση βγαίνοντας από πολύ μικρός στο μεροκάματο κάνοντας πολλές δουλειές για να επιβιώσει αυτός και η οικογένεια του ( οικοδόμος, εργάτης σε εργοστάσιο κ.λπ). Τα δυο αυτά στοιχεία που πολύ εύστοχα ο σκηνοθέτης τα βάζει στην αρχή της ταινίας, εξηγούν γιατί ο Σ. Καζαντζίδης ακολούθησε αυτή την πορεία στην καλλιτεχνική και προσωπική ζωή του.
Ο σκηνοθέτης στην ταινία τον προσεγγίζει με σεβασμό, αναδεικνύει τη λεβεντιά του, την απαξίωσή του για τα πλούτη και τη δόξα, δείχνει ότι ο Καζαντζίδης έζησε με το κεφάλι ψηλά, με αξιοπρέπεια και πάλεψε όχι μόνο για αυτόν αλλά και για τους άλλους καλλιτέχνες όταν τα βάζει με τις δισκογραφικές διεκδικώντας τα ποσοστά τους στις πωλήσεις των δίσκων.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης αποσύρεται από τα πάλκα το 1965, όταν η αστική τάξη ανακαλύπτει τα «μπουζούκια», και, όπως εξομολογούνταν ο ίδιος, ενοχλείται αφάνταστα από τους νεόπλουτους και βολεμένους, «που ήθελαν να κάνουν επιδείξεις, που σκορπάνε το χρήμα τους γιατί το ‘χουν βγάλει χωρίς κόπο». Αλλά και όταν ο υπόκοσμος κυριαρχεί στην νύχτα εκβιάζοντας τον για προστασία. « Για ποιους παίζουμε ποιοι έχουν τα λεφτά » αναρωτιέται μετά τον τραμπουκισμό του από τους μπράβους .
Ο Στέλιος σε όλα αυτά αντιστέκεται , τους πετάει στα μούτρα τα λεφτά τους και αποσύρεται από τη νύχτα συνεχίζοντας μόνο με τη δισκογραφία του. Θέλει να τραγουδάει για τους λαϊκούς ανθρώπους, θέλει να μιλάει για τον πόνο τους, τον ξεριζωμό τους, θέλει η εργατιά να τον έχει στα χείλη της. Οι καλύτερες στιγμές του στο τραγούδι ήταν όπως λέει στην ταινία όταν τραγούδησε για τους μετανάστες στην Γερμανία «μόνο αυτές άξιζαν»
O Καζαντζίδης δεν θα είχε εξελιχθεί σε αυτό που γνωρίσαμε αν δεν είχε επιλέξει να πει τραγούδια συνθετών όπως ο Δερβενιώτης, ο Κολοκοτρώνης ο Μπακάλης που σε συνδυασμό με τους στίχους του Κώστα Βίρβου έδιναν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτοί και οι μετά απ’ αυτούς, όπως ο Πυθαγόρας, ήταν στην πλειοψηφία τους αριστεροί. Εδώ να σημειώσουμε ότι στην ταινία αν εξαιρέσουμε τον Πυθαγόρα σχεδόν καθόλου δεν εμφανίζονται όλοι οι παραπάνω μεγάλοι δημιουργοί πράγμα που αποτελεί κατά την γνώμη μου σοβαρό σεναριακό και σκηνοθετικό κενό .
Η ταινία δίνει μια μεγαλύτερη ενδεχομένως έμφασή στην προσωπική του ζωή, προφανώς για εμπορικούς λόγους όμως αυτό δεν την «μπατάρει» . Οι ερμηνείες του Χρήστου Μάστορα, της Κλέλια Ρένεση, της Ασημένιας Βουλιώτη αλλά και του υπόλοιπου καστ αποδίδουν με μεγάλη πιστότητα το κλίμα της εποχής και τους πραγματικούς χαρακτήρες . Φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τον Καζαντζίδη, ούτε να τον αντιγράψει, δεν έχει τα βιώματα και φυσικά ούτε την απέραντη φωνή του.
Ο Καζαντζίδης ήταν όχι μόνο η μεγάλη φωνή του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας εποχής που έχει κάποιες αναλογίες με τη σημερινή. Τα τραγούδια του συνδέθηκαν με την μεταπολεμική ιστορία, εκφράζοντας πολύ πλατιά λαϊκά στρώματα.Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως ο Στέλιος Καζαντζίδης έκφρασε με τον πιο χαρακτηριστικό και αυθεντικό τρόπο την πίκρα, τον πόνο, τον καημό της ήττας του λαϊκού κινήματος μετά τον Εμφύλιο. Και μάλιστα μέσα από μια φωνή με τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες και λαϊκή «ρίζα». Μ‘ αυτή την έννοια, ήταν ένας αυθεντικός και ανεπανάληπτος λαϊκός τραγουδιστής.
Δείτε ένα παλιότερο κείμενο του kommon “ Στέλιος Καζαντζίδης. Η φωνή των «κάτω» που δεν σίγησε ποτέ” όπου μαζί με την ταινία ίσως είναι ένας τρόπος να τον γνωρίσουν οι νέοι άνθρωποι που δεν τον ξέρουν και να τον θυμηθούν οι δικές μας γενιές που μεγαλώσαμε μαζί του.
ΑΠΟ: https://kommon.gr/