Ο Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης γράφει για τον Θανάση Βέγγο !
"Θωμάς Αγραφιώτης"
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ
(29 Μαΐου 1927 - Μαΐου 2011)
του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ο «καλός μας άνθρωπος», ο Θανάσης Βέγγος, πέρασε στην αιωνιότητα των σκιών και του «Επέκεινα». Πριν ωστόσο από αυτό το πέρασμα του Θανάση στην άλλη όχθη, είχε προηγηθεί, χάρη στον κινηματογράφο, το πέρασμά του στην αθανασία των κινηματογραφικών εικόνων μέσα από τις οποίες είχε ήδη σφυρηλατηθεί η εικόνα, το ύφος και το ήθος του αξέχαστου Έλληνα ηθοποιού.
Ο Θανάσης Βέγγος, όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ότι «στη γαλέρα της ζωής» είχε τραβήξει «άγριο κουπί», ήταν και στην πραγματικότητα «ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» με όλους αυτούς τους πολλούς και ποικίλους συμβολισμούς που θα μπορούσαν να δοθούν σε αυτόν τον όρο, έτσι ώστε χάρη στο ρυθμό του και την κίνησή του να ταυτίζεται ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα ηθοποιό με αυτό που θα λέγαμε «κινηματογραφικό» Καραγκιόζη.
Η καριέρα του Βέγγου ξεκίνησε από τη σκόνη της Μακρονήσου και από την προσωπική του φιλία με τον Νίκο Κούνδουρο. Χάρη στον Κούνδουρο, ο Θανάσης Βέγγος μπαίνει στον κινηματογράφο με την ταινία «Μαγική Πόλις» (1954) και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 θα συμμετάσχει σε αρκετές ελληνικές ταινίες, με μικρούς αλλά συχνά αξιομνημόνευτους ρόλους, όπως π.χ. στο επόμενο έργο του Κούνδουρου «Ο Δράκος» ή στο πλάι της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε πολλά από τα πρώτα της έργα, όπως ενδεικτικά με ένα μικρό συγκινητικό ρόλο στο «Κορίτσι με τα παραμύθια» του Ανδρέα Λαμπρινού, στη «Μουσίτσα» του Γιάννη Δαλιανίδη με τις ζωγραφιές του ή ως φίλος του Μιμικού Ανδρέα Μπάρκουλη (μαζί τον ηθοποιό τότε Γιάννη Δαλιανίδη) στην ταινία «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγόρη Γρηγορίου.
Λίγο πριν από την αυγή της δεκαετίας του 1960, ωστόσο, ο Βέγγος θα αρχίσει δειλά-σιγά να διακρίνεται σε μεγαλύτερους δεύτερους ρόλους με πιο αξιομνημόνευτο τον καρπαζοεισπράκτορα Θωμά στον «Ηλία του 16ου» του Αλέκου Σακελάριου, τον περιπλανώμενο Ιουδαίο και συνέταιρο του Νίκου Σταυρίδη στους «Δοσατζήδες» του Βασίλη Γεωργιάδη και τον παλιό μαθητή του καραγκιοζοπαίχτη Τρανού (Θάνος Κωτσόπουλος) στην ταινία «Καραγκιόζης, ο αδικημένος της ζωής» των Βασίλη Γεωργιάδη και Ερρίκου Θαλασσινού.
Με την αυγή της δεκαετίας του 1960, οι παραπάνω ρόλοι του Θανάση Βέγγου πληθαίνουν, αρχής γενομένης με τον ίδιο ως ερωτευμένο όργανο του νόμου στο νησί της «Μανταλένας» του Ντίνου Δημόπουλου. Αυτό όμως που έχει την πιο μεγάλη σημασία για τον Βέγγο είναι, την ίδια χρονιά, ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος στην ταινία «Μήτρος και Μητρούσης στην Αθήνα» του Στέλιου Τατασόπουλου. Με τους Μήτρο και Μητρούση, ξεκινάει ουσιαστικά ο πρώτος κύκλος ταινιών με τον Θανάση Βέγγο ως πρωταγωνιστή, πλάθοντας εν προκειμένω ένα πρωτότυπο και ελπιδοφόρο, πλην όμως τελικά βραχύβιο, κινηματογραφικό κωμικό δίδυμο μαζί με τον αξέχαστο Φραγκίσκο Μανέλλη και στα πρότυπα των Φράνκο-Τσίτσο ή Άμποτ & Κοστέλο. Η πρωταγωνιστική, αν και βραχύβια, αρχή του Βέγγου ήταν ήδη γεγονός!
Παράλληλα με πολλούς ακόμα δεύτερους ρόλους την ίδια εποχή (και με πιο αξιομνημόνευτο ίσως τον αμπελοφιλόσοφο καφετζή Θρασύβουλα στον «Ατσίδα» του Γιάννη Δαλιανίδη), ο Βέγγος διακρίνεται σε έναν ακόμα πρωταγωνιστικό ρόλο, ίσως πιο αξιοσημείωτο χάρη στις δραματικές του πτυχές και στο πλάι του καταπληκτικού Βασίλη Διαμαντόπουλου, στην ταινία του «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Ροβήρου Μανθούλη (1962), όταν μάλιστα σε μια αφοπλιστικά ανατριχιαστική σκηνή ανθολογίας του έργου αυτού, ο Διαμαντόπουλος ρίχνει την ιδέα να μην σε πιάνουν οι σφαίρες («Να είσαι αόρατος, ε;») και ο Βέγγος να φαντάζεται τον εαυτό του να κρατάει όπλο (αντί για μύλο του καφέ) και να φωνάζει: «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ!» προς γνώση και συμμόρφωση για όλους όσοι (θέλουν εύκολα να) ξεχνάνε...
Όμως, ο Βέγγος συνέχιζε να πλάθει τον κωμικό του χαρακτήρα κερδίζοντας, αθόρυβα αλλά συστηματικά, νέους πρωταγωνιστικούς ρόλους (π.χ. σε ταινίες του Πάνου Γλυκοφρύδη, όπως π.χ. «Ζήτω η τρέλα» ή «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του»), ενώ την ίδια περίοδο εγκαινιάζεται και η συνεργασία του Βέγγου με τον παραγωγό και σκηνοθέτη Κώστα Στράντζαλη και με ταινίες όπως π.χ. «Σχολή για σοφερίνες» του Κώστα Στράντζαλη ή (ως δήθεν ποιητής Αυγερινός) «Τύφλα να έχει ο Μάρλον Μπράντο» του Ορέστη Λάσκου: «Απόψε, σήμερα και χθες, όλες οι πόρτες είν’ κλειστές και εγώ είμαι απόξω, και μες στο θάμπος το θαμπό παίρνω αμπάριζα να μπω και με πετάνε όξω. Όλος ο κόσμος με αγνοεί, βαρέθηκα πια τη ζωή, τούς φόνους και τα μίση, αλί, αλί και τρισαλί, φωνάχτε αμέσως τον Αλή να με καρατομήσει». Βρισκόμαστε ήδη στο δεύτερο βασικό κύκλο ταινιών του πρωταγωνιστή Θανάση Βέγγου.
Η απότομη έκρηξη και επιτυχία των πρωταγωνιστικών ρόλων του Θανάση Βέγγου στο τέλος του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1960, κορυφώνεται με πολλούς τίτλους, όπως «Ο πολύτεκνος» του Ερρίκου Θαλασσινού, «Τα δίδυμα» του Κώστα Καραγιάννη και κυρίως «Έξω φτώχεια και καλή καρδιά» του Πάνου Γλυκοφρύδη (σε μια υπέροχη συνεργασία του Βέγγου με τον υπέροχο Γιώργο Οικονομίδη) και δύο σπουδαία έργα του Αλέκου Σακελλάριου: α) Το «Θα σε κάνω βασίλισσα», μια κάπως προσγειωμένη κωμωδία, περισσότερο θεατρικών ρυθμών, αλλά έξοχα πάντοτε ερμηνευμένη από τον κ. Τσιλιβίκη και Μπεΐζάνη Θανάση Βέγγο. Και β) ακόμα περισσότερο την κωμωδία «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης».
Στον «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη», έχουμε να κάνουμε με μια σπονδυλωτή κωμωδία, η οποία αποτελείται συνολικά από έξι μικρές ιστορίες, με κοινό συνδετικό κρίκο τους την προσπάθεια του Βέγγου να στεριώσει σε μια δουλειά, σαν άλλος Καραγκιόζης, για να φάει ψωμάκι. Οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να έχουν και τους τίτλους: «Ο Καραγκιόζης σερβιτόρος», «Ο Καραγκιόζης διαιτητής αγώνων μποξ», «Ο Καραγκιόζης φαρμακοποιός», «Ο Καραγκιόζης φωτογράφος», «Ο Καραγκιόζης αστυνόμος» και «Ο Καραγκιόζης γαμπρός». Τα σενάρια των ιστοριών αυτών, αν και κάπως άνισα μεταξύ τους (η ταινία απογειώνεται αρχικώς με τις δύο πρώτες ιστορίες του σερβιτόρου και του διαιτητή, για να πέσει κάπως ως προς το ρυθμό της με τις επόμενες και κυρίως με τις δύο τελευταίες), θα μπορούσαν για πρώτη φορά να συσχετίσουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια τη σχέση του Θανάση Βέγγου με τη μορφή, τη δομή, το ύφος και το ήθος ενός κινηματογραφικού Καραγκιόζη.
Η διαφαινόμενη πρωταγωνιστική κυριαρχία του Θανάση Βέγγου οδήγησε τον ίδιο σε έναν τρίτο κύκλο ταινιών με την ίδρυση της δικής του κινηματογραφικής εταιρείας ακριβώς στα μισά της δεκαετίας του 1960 με αποτέλεσμα την εμφάνιση της πασίγνωστης φίρμας «Θ-Β: Ταινίες Γέλιου», μέσα από τις οποίες σιγά-σιγά ο Βέγγος προσπάθησε να δώσει σάρκα και οστά στο προσωπικό του κινηματογραφικό και σκηνοθετικό όραμα. Έτσι, μετά από την πρώτη ταινία της εν λόγω εταιρείας με την ταινία «Είναι ένας... τρελός-τρελός Βέγγος» σε σκηνοθεσία Πάνου Γλυκοφρύδη (1965) και μετά από τις κατοπινές επιτυχίες «Ο Παπατρέχας» και «Πάρε, κόσμε», αμφότερες σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού, ο ίδιος ο Βέγγος περνάει και πίσω και από την κάμερα, αναλαμβάνοντας και τη σκηνοθεσία των κωμωδιών του και επιβάλλοντας το επώνυμο «Βέγγος» όχι μόνο στη φίρμα της εταιρείας του, αλλά και στους τίτλους των ταινιών του, όπως π.χ. «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος» (στα πρότυπα του γνωστού έργου: «Δόκτωρ Ζιβάγκο») και κυρίως οι δύο ταινίες με τις περιπέτειες του Φαλακρού Πράκτορα Θ-Β 000 και στα πρότυπα της τότε μόδας των κατασκοπευτικών ταινιών με τον Πράκτορα 007 Τζέημς Μποντ.
Με τις δύο κωμωδίες πρακτόρων (και ιδίως με τη δεύτερη ως ακόμα πιο κοντινή στο σουρεαλισμό), η δύσπιστη (προς τον εμπορικό κινηματογράφο) κριτική επαίνεσε τον Βέγγο και άρχισε να τον κατατάσσει σε μια διαφορετική κατηγορία Ελλήνων ηθοποιών και ειδικότερα ως ένα κωμικό που δεν ανήκει τόσο στη χορεία των θεατρικών κωμικών της κινηματογραφικής ηθογραφίας και ενός πιο θεατρικού, άρα στατικού, τρόπου ερμηνείας, αλλά στη χορεία των πιο κινηματογραφικών ηθοποιών, που έδιναν πιο μεγάλη έμφαση στον κινηματογραφικό ρυθμό και την κίνηση, παρά στο θεατρικό λόγο. Την ίδια στιγμή όμως, η απρόσεκτη οικονομική διαχείριση της παραγωγής των ταινιών του οδήγησαν την επιχείρηση του Βέγγου (παρά την εμπορικότητα των ταινιών του και τα πολλά κομμένα εισιτήριά του) στην οικονομική κατάρρευση και χρεωκοπία της εταιρείας «Θ-Β: Ταινίες Γέλιου». Με τον τρόπο αυτό έκλεισε ο τρίτος μεγάλος κύκλος της πρωταγωνιστικής πορείας του Θανάση Βέγγου, για να ανοίξει ένας νέος τέταρτος κύκλος του στη Φίνος Φιλμ και κυρίως ένας νέος κύκλος συνεργασιών του με τον Ντίνο Κατσουρίδη.
Με τον καινούριο κύκλο ταινιών του Βέγγου, τον τέταρτο κατά σειρά και μέσα στα πλαίσια μιας άτυπης κατάταξης, το επώνυμο «Βέγγος» παραδίδει σιγά-σιγά τη θέση του στους τίτλους των ταινιών του στο όνομα «Θανάσης». Η αλλαγή αυτή συνοδεύεται και από ένα σταδιακό πέρασμα από τον κωμικό Βέγγο στον πιο δραματικό Θανάση με πιο χαρακτηριστικές τις δύο μεγάλες επιτυχίες του Ντίνου Κατσουρίδη: «Θανάση, πάρε το όπλο σου» (1972) και κυρίως «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» (1971) με την εκκίνηση της δεκαετίας του 1970 και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Σε αυτά τα δύο έργα, ο Θανάσης Βέγγος περνάει πλέον και σαφή πολιτικά μηνύματα, δίνοντας έμφαση στις δραματικές πτυχές των ταινιών αυτών και στις τραγικές διαστάσεις του μύθου τους με όχι υποχρεωτικά αίσιο ή ευτυχισμένο τέλος, ταυτόχρονα με τα σαφή πολιτικά μηνύματα των ταινιών του και στη Φίνος Φιλμ με κωμωδίες όπως π.χ. «Διακοπές στο Βιετνάμ» του Πάνου Γλυκοφρύδη ή «Ένας ξένοιαστος παλαβιάρης» του Ερρίκου Θαλασσινού.
Μετά και από την πολύ δυνατή μεταπολιτευτική ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» (1976) των Πάνου Γλυκοφρύδη και Ντίνου Κατσουρίδη (και στην τελευταία του συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ) ο Θανάσης Βέγγος δίνει το δικό του σχόλιο για τη δικτατορία του Μεταξά και τη δικτατορία του Παπαδόπουλου και περνάει σύντομα στη μετά Φίνον εποχή και σε έναν ακόμα πέμπτο κύκλο ταινιών του, στον οποίο εκτός από τις νέες του συνεργασίες με τον Κατσουρίδη (π.χ. «Ο φαλακρός μαθητής») και με τον Πάνο Γλυκοφρύδη (π.χ. «Το μεγάλο κανόνι»), κυριαρχούν, πάνω από όλα, οι δύο μεγάλες του επιτυχίες σε σκηνοθεσία Θόδωρου Μαραγκού: «Από πού πάνε για τη χαβούζα» για τα κακώς κείμενα του τομέα της υγείας (1978) και «Θανάση, σφίξε και άλλο το ζωνάρι» για τη διαφθορά της δημόσιας διοίκησης (1980), κωμωδίες με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο, που προετοίμαζαν το έδαφος για τη μεγάλη πολιτική αλλαγή της δεκαετίας του 1980.
Από κινηματογραφική άποψη, ωστόσο, η δεκαετία του 1980 δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγική για τον Βέγγο, αφενός λόγω της μικρής και ασήμαντης παρουσίας του σε βιντεοκασέτες και αφετέρου λόγω της μέτριας επιτυχίας και αποδοχής της πολυδιαφημισμένης τηλεοπτικής σειράς «Τα Βεγγαλικά» στην κρατική τηλεόραση. Ο Βέγγος, όμως, την ίδια περίοδο ήταν σταθερά από τα πρώτα ονόματα στο θέατρο και την επιθεώρηση, κάτι που ίσχυε και στις περασμένες δεκαετίες, ενώ ιδιαίτερα αγαπητές ήταν και οι τηλεοπτικές διαφημίσεις προϊόντων, στις οποίες πρωταγωνιστούσε στα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια (και αργότερα και στα ιδιωτικά), ενώ με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης (1990) ο Θανάσης Βέγγος έκανε εξαρχής αισθητή την παρουσία του με την τηλεοπτική σειρά «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» στην ιδιωτική τηλεόραση του ΑΝΤ1.
Θα έπρεπε πάντως να εισέλθουμε στη δεκαετία του 1990, για να περάσει ο Βέγγος στον έκτο (και τελευταίο) κύκλο ταινιών του, με ταινίες σκηνοθετών του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου», από τις οποίες οι πιο σημαντικές ήταν οι σπονδυλωτές ταινίες του Παντελή Βούλγαρη «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991) και «Όλα είναι δρόμος» (1997), με τον Βέγγο να συμμετέχει σε μία από τις τρεις ιστορίες κάθε ταινίας, ενώ σημαδιακή θεωρείται και η συμμετοχή του στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα» στο ρόλο του ταξιτζή με το συγκινητικό του λογύδριο για την Ελλάδα που πεθαίνει και με την ιδιαίτερη αναφορά του στη φύση και το μπισκότο. Την ίδια εποχή και με την αυγή του νέου αιώνα, ο Βέγγος επανεμφανίστηκε με επιτυχία στην τηλεοπτική οθόνη του Mega Channel με τη σειρά «Περί Ανέμων και Υδάτων», ενώ οι διαφημίσεις του παρέμεναν σταθερά δημοφιλείς (ιδίως η διαφήμιση για τον ΟΣΕ, η οποία αξιοποίησε ένα προσωπικό του ατύχημα στις γραμμές του τρένου, όπως επίσης και η διαφήμιση του ελληνικού καφέ «Λουμίδη» μαζί και με τον καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιο Σπαθάρη, σε μια σπάνια συνύπαρξη ενός καραγκιοζοπαίχτη, ζωντανού τότε θρύλου του Θεάτρου Σκιών, με τον κατεξοχήν κινηματογραφικό Καραγκιόζη Θανάση Βέγγο). Από τα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000, ο Βέγγος αποθεώνεται στο θέατρο της Επιδαύρου και σε αριστοφανικές κωμωδίες, ενώ η κινηματογραφική του δράση ολοκληρώνεται κυρίως με δύο σταθμούς:
α) Με το ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σολδάτου με τον τίτλο: «Ένας άνθρωπος παντός καιρού» (2004) και λίγο μετά από την κυκλοφορία του ομώνυμου βιβλίου του Γιάννη Σολδάτου από τις εκδόσεις «Αιγόκερως». Και β) με την ολιγόλεπτη και συγκινητική συμμετοχή του Βέγγου (στην προτελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση) στην ταινία «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη (2009) και λίγο καιρό πριν από τα σοβαρά προβλήματα υγείας του προς το τέλος του 2010.
Με τη συμμετοχή του Βέγγου στην «Ψυχή Βαθιά» («Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;»), είχα την προσωπική τιμή και ευκαιρία στο να τον γνωρίσω από πολύ κοντά, να συνεργαστώ μαζί του, αλλά και να συμπρωταγωνιστήσω στα ελάχιστα λεπτά της συμμετοχής του στην ταινία. Είχα ήδη συμμετάσχει τον Ιούνιο του 2007 σε μια οντισιόν στην πατρίδα μου την Κοζάνη, με την οποία οντισιόν ο Παντελής Βούλγαρης αναζητούσε ηθοποιούς από τοπικούς θεατρικούς θιάσους, για να συμμετάσχουν στην ταινία του, αναζητώντας, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος, ντόπιες «φάτσες» από την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς τα γεγονότα της ταινίας θα διαδραματίζονταν στα σύνορα της Καστοριάς. Από την άλλη, υπήρχε και η εύλογη αιτία της αξιοποίησης του ντόπιου υλικού για πρακτικούς ή και οικονομικούς λόγους με αποτέλεσμα να ακολουθήσει και μια δεύτερη οντισιόν ακριβώς ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 2008, καθώς τα γυρίσματα επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσουν.
Πράγματι, το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008 (και ενώ ο καιρός είχε χαλάσει για τα καλά και παρά το ότι βρισκόμασταν ακόμα στην αρχή του φθινόπωρου), ένας εκ των βασικών συνεργατών του Παντελή Βούλγαρη επικοινώνησε μαζί μου και μου είπε ότι ο κακός καιρός ενδεικνυόταν για τα γυρίσματα που προορίζονταν (υπό άλλες συνθήκες) για τα τέλη Νοέμβρη. Η έκπληξή μου μεγάλωσε, όταν μου ανακοινώθηκε ότι ο σκηνοθέτης θα με χρειαζόταν μόλις για μια μέρα και για ένα πολύ συγκεκριμένο ρόλο στο πλάι του Βέγγου, για ένα ρόλο δηλαδή που δεν θα έπρεπε να «καεί» σε άλλες σκηνές, καθώς θα υποδυόμουν το δεκανέα που θα παρέδιδε στον παππού το πτώμα του εγγονού του. Μια μέρα προετοιμασιών την Κυριακή 21 του μηνός (κούρεμα, ξύρισμα, παραλαβή όπλου-στολής, ενώ θα αποκτούσα ποιητική αδεία και την πρώτη μου «σαρδέλα») και την επόμενη μέρα Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου από τα ξημερώματα κιόλας πρώτος-πρώτος ο Βέγγος ετοιμοπόλεμος, παρά την ηλικία του, μαζί με ολόκληρο το επιτελείο ηθοποιών και υπόλοιπων συνεργατών του σκηνοθέτη.
Για λίγα λεπτά σκηνών θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ημέρα γυρισμάτων, μέχρι που τα τελικά απογευματινά γυρίσματα με έφεραν τελικά τετ-α-τετ με τον αγαπημένο Θανάση, ο οποίος έδινε πάντα τον καλύτερό του εαυτό με έναν απόλυτο και έντιμο επαγγελματισμό και παρά τα χρόνια που τον βάραιναν και που τον έκαναν συχνά-πυκνά να ξεχνάει. Τα ελάχιστα λεπτά της παρουσίας του στην ταινία επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, αν και στο τελικό μοντάζ περικόπηκαν πολλές σκηνές, όπως με λύπη διαπίστωσα στην πρώτη επίσημη προβολή της ταινίας στην Καστοριά τον Οκτώβριο του 2009. Αλλά όλο αυτό είναι μια άλλη πολύ μεγάλη ιστορία…
Ο αγαπημένος όλων μας Αθανάσιος Βέγγος πέρασε στην αθανασία, μετά από νοσηλεία λίγων μηνών, το πρωί της Τρίτης 3 Μαΐου 2011