Γεντί Κουλέ: Εξοργιστική απάντηση Μενδώνη για την προστασία του τόπου που βρέθηκαν ομαδικοί τάφοι εκτελεσμένων του Εμφυλίου
Το Επταπύργιο και ο περίγυρός του αποτελούν μαρτυρικό τόπο για χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους, λαϊκούς αγωνιστές, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ. Μέσα στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν
χιλιάδες και στον περίρυγό του εκτελέστηκαν εκατοντάδες, από το 1946 έως και το 1955. Οι τρεις ομαδικοί τάφοι με 33 ανθρώπινους σκελετούς κομμουνιστών που εκτελέστηκαν τη περίοδο του Εμφυλίου συνιστούν μία ακόμη υλική μαρτυρία για το τι ήταν το Επταπύργιο.
Κομμουνιστές και άλλοι λαϊκοί αγωνιστές δικάζονταν στο Εκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, καταδικάζονταν σε θάνατο, εκτελούνταν στην περιοχή έξω από το Επταπύργιο, τον «συνήθη τόπο εκτελέσεων» και, όπως αποδεικνύεται, το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του πετούσαν τις σωρούς τους σε λάκκους που έσκαβαν οι ποινικοί κρατούμενοι του Γεντί Κουλέ. Οι συγγενείς τους, γονείς, σύζυγοι, αδέλφια, δεν έμαθαν ποτέ αν θάφτηκαν και πού θάφτηκαν.
Αυτονόητο; Οχι για όλους…
Η υπουργός Πολιτισμού, Λ. Μενδώνη σε μια απάντηση μνημειώδους γραφειοκρατικής αποστασιοποίησης – στην πραγματικότητα πολιτικής και ιδεολογικής αποστασιοποίησης – με αφορμή σχετική ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρεί ότι “δεν εντοπίστηκαν νεότερα στρώματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος παρά μόνο ομαδικοί τάφοι με 34 νεκρούς, οι οποίοι ανήκουν σε ταφές νεοτέρων χρόνων (20ού αι.) και ως εκ τούτου δεν συνιστούν αρχαιολογικό εύρημα” (!) και πως “η αρμόδιαΕφορεία παρακολουθεί τη συνέχεια εκτέλεσης του έργου από το Δήμο Συκεών και εάν διαπιστωθεί η εύρεση αρχαιοτήτων, θα προχωρήσει σε όλες τις προβλεπόμενες από τον Νόμο ενέργειες».
Αλλά, όπως επισημαίνει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, η υπουργός Πολιτισμού επιλέγει να πει τη μισή αλήθειά… δηλαδή να πει ψέμματα. Και αυτό διότι στον ν. 4858/2021 «Κύρωση κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς» και ειδικότερα στο άρθρο 2 εδάφιο δδ του νόμου ορίζεται πως: «Ως ιστορικοί τόποι νοούνται είτε εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς που αποτέλεσαν ή που υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν τον χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων, ή εκτάσεις που περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται μνημεία μεταγενέστερα του 1830, είτε σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης μεταγενέστερα του 1830, τα οποία συνιστούν χαρακτηριστικούς και ομοιογενείς χώρους, που είναι δυνατόν να οριοθετηθούν τοπογραφικά, και των οποίων επιβάλλεται η προστασία λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους.»
Συνεπώς έχει με βάση τον Αρχαιολογικό Νόμο τη θεσμική ευθύνη και την υποχρέωση να προχωρήσει στην κήρυξη της περιοχής των ευρημάτων του Επταπυργίου σε ιστορικό τόπο.
“Η σκανδαλώδης αποποίηση ευθυνών και η συνακόλουθη μη προστασία του σημαντικού ευρήματος δεν είναι λοιπόν θέση που στηρίζεται στο νόμο: αντίθετα, είναι μια ξεκάθαρη γραφειοκρατική υπεκφυγή που υποκρύπτει τη συντηρητική στροφή του ΥΠΠΟ, παραπέμποντας στις πιο σκοτεινές εποχές της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η υπουργική-κυβερνητική αυτή θέση δεν αγνοεί απλώς την έννοια του ιστορικού τόπου, τον οποίο προβλέπει ο ίδιος ο αρχαιολογικός νόμος· αγνοεί κυρίως την πρόοδο που έχει σημειωθεί κατά τη μεταπολίτευση στο κομμάτι της επίσημης πολιτικής αναγνώρισης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και της αποκατάστασης των πολιτικά διωκόμενων Ελλήνων. Αγνοεί επίσης τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη της αρχαιολογίας, την ανάπτυξη της αρχαιολογίας του «σύγχρονου παρελθόντος» και την υπέρβαση της διχοτόμησης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος που αυτή επέφερε διαμορφώνοντας νέες μορφές θεωρίας και πρακτικής.“, σημειώνει ο ΣΕΑ.
“Η απάντηση του ΥΠΠΟ -που δεν αναφέρει καν ότι οι νεκροί είναι εκτελεσμένοι του Εμφυλίου, τα σώματα των οποίων δεν δόθηκαν ποτέ στους συγγενείς τους- επιχειρεί να βάλει στο περιθώριο ένα ιστορικό κεφάλαιο της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας, συντασσόμενο με μια σκοτεινή ιστοριογραφικά και πολιτικά εποχή, καταλήγει ο ΣΕΑ.