Η νοσταλγία του ΟΧΙ (Γράφει ο Κωνσταντίνος Πουλής)
Πιο πολύ κι από την ηρωική ανάμνηση μιας εποχής όπου όλα φάνταζαν δυνατά, μιας εποχής αληθινής αβεβαιότητας, που οι ελίτ δεν συγχώρεσαν ποτέ
, αναπολώ κάτι άλλο, αδιόρατο πια αλλά απολύτως κρίσιμο για μένα: Η εποχή του δημοψηφίσματος χαρακτηριζόταν πρωτίστως από το ότι στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκονταν πολιτικά ερωτήματα. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί έκτοτε. Συζητήσαμε όσο συζητήσαμε την «κωλοτούμπα», όπου λίγο πολύ έχουμε καταλάβει ποιος είναι με ποιον και δεν έχουμε να ξαναμοιράσουμε τίποτα. Όσες βόλτες κι αν τα γυρίσουμε τα επιχειρήματα, δεν είναι πολύπλοκο το ζήτημα. Κάποιοι θεώρησαν ότι είναι προτιμότερο να βρίσκονται στα πράγματα, έστω κι αν υιοθετήσουν τις πολιτικές των αντιπάλων τους. Δεν τους θεωρώ ούτε αξιομίσητους ούτε προδότες, είναι μια σεβαστή πολιτική στάση, που δεν είναι για μένα αριστερή. Όμως το κυριότερο είναι ότι έκτοτε ηθικολογούμε και σκανδαλολογούμε, χωρίς τέλος. Αυτό δεν συνιστά πολιτική υποχώρηση, συνιστά παραίτηση από την πολιτική.
Έχουμε αποδεχτεί ότι τα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία θα είναι ιδιωτικά, η κατοικία θα είναι απλησίαστη, ο κόσμος θα κλαίει όταν ανοίγει τον λογαριασμό του ρεύματος, το 8ωρο θα πάει περίπατο, το εκπτωτικό μακαρόνι θα είναι το νέο εθνικό μας φαγητό, αλλά υπάρχουν και μερικά πράγματα στα οποία δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας: και συζητάμε για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Εγκλήματα είναι, και πρέπει να τιμωρηθούν, συμφωνώ. Όμως η ιδέα ότι αυτό είναι η πολιτική, μπορεί να εμφανίζεται ως αυτονόητη, αλλά δεν είναι.
Δεν εννοώ βεβαίως ότι κακώς τα συζητάμε αυτά, ή ότι κακώς στηρίζουν αυτά τα αιτήματα προσωπικότητες της Αριστεράς στον δημόσιο διάλογο. Όμως πιστεύω ότι τα κίνητρα και η στόχευσή μας δεν είναι ίδια με τα πολιτικά κόμματα που κάνουν την ίδια στιγμή κάτι πολύ πιο πονηρό με τη δημόσια συζήτηση. Χρησιμοποιούν την εύλογη πολιτική αγανάκτηση που προκαλούν οι παρανομίες, προκειμένου να αποσιωπήσουν ότι έχουν ήδη υποχωρήσει στο κεντρικό πολιτικό διακύβευμα.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι το έγκλημα των Τεμπών. Η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση των τρένων ατόνησε, διότι είναι αφηρημένη πολιτικά, αλλά και διότι οι κεντρικοί πολιτικοί παίκτες της αντιπολίτευσης είχαν συναινέσει στην ιδιωτικοποίηση. Όταν λοιπόν όλοι στοιχήθηκαν πίσω από τους συγγενείς, ήρθε η ώρα που οι συγγενείς, πρωτίστως η Μαρία Καρυστιανού, επεδίωξε κάτι που δεν μπορούσαν να στηρίξουν, και το αίτημα της μεγαλύτερης κινητοποίησης που έχουμε ζήσει οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, χωρίς ορατή λύση.
Η πολιτική συζήτηση είναι πια επαγγελματικό άθλημα για πανεπιστημιακούς ή περιθωριακή φλυαρία επιφυλλυδογράφων. Εμείς λέμε ότι δεχόμαστε όλα τα παραπάνω, τα οποία κάποτε αποτελούσαν τη «μνημονιακή συναίνεση», γιατί η εποχή δεν σηκώνει θεωρητικές αναζητήσεις για δικαιότερο κόσμο, αλλά τους λέμε αυστηρά ότι δεν θα εγκληματείτε όμως! Το όριό μας, η «κόκκινη γραμμή» μας, όπως θα το λέγαμε επετειακά με λεξιλόγιο Τσακαλώτου του ’15, είναι η παραβίαση της νομιμότητας. Όμως η διαφορά από τον κόσμο του ’15 είναι ότι τότε για μία μόνο στιγμή είχε φανεί ότι όλα είναι πιθανά, ακόμη και το να μην είναι ο κόσμος μας έτσι.
Ο Σεφέρης αντιμετώπιζε με ειρωνεία και αποστροφή το καβαφικό «grand rifiuto», το μεγάλο «όχι», λέγοντας ότι του φέρνει στον νου τα «όχι» που έλαχαν του καθενός στο μεροκάματό του. Λογικό για τον Σεφέρη, που μας έχει αφήσει έναν σημαντικό όγκο επιστολογραφίας όπου γκρινιάζει σταθερά ότι στις μέρες μας είναι αδύνατο να βρεις δουλικό της προκοπής. Έτσι, λοιπόν, κανένα μεγάλο «όχι» δεν θα πει ο άνθρωπος του μεροκάματου, το πολύ να ανοίξει καμία μπάρα στα διόδια.
Η γοητεία όμως εκείνης της περιόδου για μένα δεν είναι μόνο ο ηρωισμός: δεν είναι μόνο, θέλω να πω, το θάρρος που επέδειξε ο κόσμος αψηφώντας τις συνέπειες. Θυμίζω ότι μας είχαν γανώσει τα αυτιά για το πόσο μεγάλη τρέλα θα ήταν να πούμε «όχι», και το είπαμε. Κουτσά, στραβά, δειλά, το είπαμε. Ήταν το «όχι» που μας έλαχε. Και το χαρακτηριστικό του ήταν ότι ακριβώς επειδή είχαμε να κάνουμε με συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας, όπου το μέταλλο δεν έχει πάρει τη μορφή του, αυτή η πολιτική ορμή συνδυάστηκε με αληθινά ερωτήματα. Όχι επειδή ο λαός είναι σοφός και ενημερωμένος. Ίσως δεν είναι τίποτα από τα δύο. Όμως εκείνη την περίοδο η ριζική πολιτικοποίηση συνέβη αυθόρμητα και έθετε ερωτήματα που τάραζαν συθέμελα τον κόσμο όπως τον ξέραμε: τέθηκε σοβαρά το ζήτημα της ανισότητας του πλούτου και μαζί έγινε αγώνας για να βρεθεί η Χρυσή Αυγή από τη βουλή στη φυλακή, με μια μάχη που ήταν μαζί πολιτική και ιδεολογική, για την ανισότητα και τον ρατσισμό.
Θεωρώ δευτερεύον ότι οι διεθνείς πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου έχουν ομολογήσει κατόπιν εορτής όλα αυτά που η Αριστερά ισχυριζόταν: ότι το πρώτο μνημόνιο έγινε για τις τράπεζες και όχι για τους μισθούς μας κλπ. Ολα αυτά έχουν πια μικρή σημασία, είναι η προαγωγή που βρίσκει τον στρατιώτη νεκρό στο χαράκωμα. Το μόνο που έμεινε από εκείνες τις μέρες είναι η λύσσα του αστικού συστήματος για την αναίδεια όσων δεν φοβήθηκαν, και βεβαίως η γνώση μας για το ποιοι επέμειναν και ποιοι στήριξαν το status quo.
Δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να εμπνεύσεις το κουράγιο σε άλλους, όπως ακριβώς δεν υπάρχει και ασφαλής μέθοδος για να μαζέψεις τα κουράγια σου μέσα στην καταστροφή. Δεν έχει κανένα νόημα να είσαι ο προπονητής που φωνάζει «εμπρός γενναίοι μου» όταν η ομάδα τρώει το ένατο γκολ. Υπάρχουν κινήσεις βαθύτερες, ευρύτερες, που δεν μας ρωτάνε για το πώς θα θέλαμε τον κόσμο και την κοινωνία.
Στο λιγοστό κομμάτι ευθύνης που πέφτει στους λιπόσαρκους ώμους μου, αυτό που μπορώ να κάνω είναι να προσέχω τα λόγια μου, έστω τι συζητάω. Και πιστεύω ότι όσες φορές κι αν χάσουμε, όσες φορές και αν ξανακερδίζει εκλογές ο Μητσοτάκης και οι όμοιοί του, μπορούμε να εμπνευστούμε από μία εποχή που αυτά που λέγαμε είχαν νόημα. Όχι επειδή νικούσαμε. Σπάσαμε τα μούτρα μας, άγρια. Είχαν νόημα γιατί άγγιζαν το πολιτικό μεδούλι της ζωής. Δεν περιμέναμε άδεια από δικαστές για να μιλήσουμε, κάναμε αυτό που κάνει η πολιτική: είχαμε το θάρρος να μιλήσουμε για τον κόσμο σαν να μην είναι αμετακίνητος.
Αυτό δεν χαρίζεται και δεν δημιουργείται με μαγικό ραβδί. Διαβάζω ότι η φήμη του Δάντη είχε εξαπλωθεί τόσο, ώστε τον θεωρούσαν νεκρομάντη. Ο Ματέο Βισκόντι και ο γιος του, λέει, σχεδίαζαν να του αναθέσουν να σκοτώσει με μαγεία τον Πάπα. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος. Εμείς ζούμε μετά το σπάσιμο του μαγικού ραβδιού, ναυαγισμένοι και κατάκοποι. Ζούμε σε συνθήκες ολοκληρωτικής επικράτησης του συστημικού λόγου. Τόσο πολύ, ώστε θεωρούμε μεγάλη νίκη να τεκμηριώνουμε ότι οι άρχοντες μας δεν είναι τελικά τίμιοι, όπως μας έλεγαν, αλλά μας κλέβουν. Πίσω από την αριστεία τους κρύβεται η αδικία, ποιος θα το περίμενε.
Εννοώ ότι για τα δικά μου παράλογα μέτρα, ένας λόγος που θα αποδεχόταν την πολιτική τάξη αλλά θα έτρεχε τους υπουργούς του Μητσοτάκη στα δικαστήρια, δεν είναι θρίαμβος πολιτικά, είναι μάλλον το αντίθετο. Διότι, αν ψάχνουμε για «καθαρά χέρια» προκειμένου να εφαρμοστεί η ίδια πολιτική, δεν θα πάμε μακριά. Θα έχουμε μια πολιτική που κινείται στα όρια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης αλλά βροντοφωνάζει «δεν είμαστε ίδιοι» επειδή δεν κάνει ρουσφέτια.
Προτείνω λοιπόν κάτι σχετικά εύκολο, γιατί δεν απαιτεί να κριθεί με το υποδεκάμετρο της κοινωνικά μετρήσιμης επιτυχίας και αποτελεσματικότητας. Να μη χάσουμε την αίσθηση του πολιτικού ονείρου, το βαθύ αίσθημα δικαίου που διψάει για ισότητα. Για δικαιοσύνη όχι από αυτές που απονέμουν τα δικαστήρια, αλλά από αυτές που διεκδικούν οι λαοί.
Προφανώς, αν πολιτεύεται κανείς στον αστερισμό της μνημονιακής συναίνεσης, να δέχεσαι τον νεοφιλελευθερισμό ως κίνηση ωριμότητας και να μιλάς για καθαρά χέρια είναι εντελώς εύλογο. Είναι μια στάση εργαλειακά πολύ λογική. Υπό τον όρο ότι χρησιμοποιείται για να αποκρύπτει την πρωταρχική παραίτηση από το κεντρικό πολιτικό επίδικο.
Αντιλαμβάνομαι το αντεπιχείρημα ότι και η γαλλική επανάσταση με εξεγέρσεις για το ψωμί ξεκινά. Αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο μιας κίνησης που αφορμάται από το συγκυριακό και εμψυχώνεται για να διεκδικήσει το πλήρες νόημα της πολιτικής. Καταλαβαίνω την πιθανότητα, όμως αυτό που βλέπω το συμβολίζει μάλλον καλύτερα ο Παύλος Πολάκης. Τον έχει κάνει σημαία η δεξιά, υποτίθεται της αριστερής αναίδειας και τραχύτητας. Αυτά είναι αδιάφορα. Ο Πολάκης συμβολίζει κάτι πολύ ουσιαστικότερο για το σημερινό μας αδιέξοδο. Είναι αυτός που έχοντας αποδεχθεί τον πυρήνα της ασκούμενης πολιτικής την κρίσιμη στιγμή, έκτοτε ξεχειλίζει μαγκιά φωνάζοντας στον πολιτικό του αντίπαλο ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΑΝΟΜΕΙΤΕ! Δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο όρθιο από δημόσιο αγαθό και εργασιακή προστασία, αλλά εμείς θα τους λέμε να μην κάνουν σκάνδαλα.
Βεβαίως και θα κάνουν σκάνδαλα. Η εξουσία βαδίζει χέρι χέρι με τη διαφθορά. Αυτές οι μικρές απολαύσεις είναι το αλατοπίπερο της πολιτικής ζωής, μερικά δις από το Ταμείο Ανάκαμψης, μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και δεν ξέρω πού αλλού.
Το δίδαγμα του ’15 δεν είναι το θάρρος. Το δίδαγμα του ’15 είναι η συζήτηση επί πραγματικών διλημμάτων. Αλλιώς, θα έχουμε όσους συνέτριψαν τα λαϊκά συμφέροντα, να ηθικολογούν για τον κακό Μητσοτάκη, προκειμένου να εφαρμόσουν τις πολιτικές του εντός των ορίων του νόμου. Η νίκη του δημοψηφίσματος ήταν και μια (τρομακτικά σπάνια) νίκη στο πεδίο της ενημέρωσης, μια ήττα των καναλιών, που απέτυχαν επιτέλους μια φορά να επιβάλλουν την ατζέντα τους. Η ανάληψη του βάρους μιας άλλης συζήτησης λοιπόν είναι απαραίτητη.
Γράφοντας ο Χόμπσμπάουμ για τον Σαμπάτε έλεγε ότι με κοινά μέτρα, η πορεία του ήταν μια σπατάλη ζωής. Έκλεβε τις τράπεζες όπως ο ταυρομάχος αντιμετώπιζε τον ταύρο, κάνοντας επίδειξη θάρρους. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα αν το θάρρος είναι κολλητικό, όπως πίστευαν όσοι μάχονταν για την «παραδειγματική πράξη». Σε συνθήκες τέτοιας πολιτικής διάλυσης, που δεν έχουμε καταφέρει ούτε μία αντιπολεμική διαδήλωση της προκοπής να κάνουμε, ας μας μείνει ένα μικρό χωράφι αξιοπρέπειας: να μη συζητάμε εκτός θέματος, απλώς γιατί το κάνουν όλοι. Ή έστω, όσο και όταν το κάνουμε, να αντιλαμβανόμαστε πόσοι έχουν μπλεχτεί στην ίδια συζήτηση με πολύ διαφορετικά συμφέροντα από τα δικά μας.