Πως μπορείς να αποδέχεσαι τη γενοκτονία; (του Θανάση Σκαμνάκη)
Στην ταινία του 1995, Ο καπνός, των Γουέιν Γουάνγκ και Πολ Όστερ,ο πρωταγωνιστής (Χάρβεϊ Καϊτέλ), είχε ένα καπνοπωλείο σε κάποια διασταύρωση στο Μπρούκλιντης Νέας Υόρκης
, και κάθε πρωί έβγαινε και το φωτογράφιζε από το ίδιο σημείο, την ίδια ώρα, από την ίδια γωνία. Ύστερα από πολλά χρόνια διαπίστωσε ότι εκείνο που φαινόταν ίδιο και δεν άλλαζε, δεν ήταν καθόλου ίδιο. Οι αλλαγές που είχε υποστεί ήταν πολύ μεγάλες. Ανεπαίσθητες στη ροή της κάθε μέρας αλλά εντυπωσιακές στην αλλαγή των χρόνων.
Υπενθυμίζοντας το εύρημα της ταινίας, προσπαθώ να μιλήσω για την καθημερινή αλλαγή, προσθήκη ή αφαίρεση, δημιουργία ή απώλεια, τις ανεπαίσθητες αλλαγές που συνιστούν τη ζωή μας, και οι οποίες ενσωματώνονται κατά τρόπο βαθύ και ουσιαστικό στην καρδιά της πόλης και της συνείδησης των ανθρώπων της.
Σιγά-σιγά αλλάζουν πολλά, αλλά και παραμένουν ίδια, τροφοδοτώντας ένα αίσθημα ηρεμίας, σταθερότητας, μπορεί και σιγουριάς. Ό,τι δεν βλέπουμε να αλλάζει είναι σαν να μην αλλάζει.
Ουσιαστικά οι άνθρωποι το αποδέχονται αυτό με ανακούφιση. Ακόμη κι αν δε ζουν καλά, η συνήθεια νικάει απέναντι στο φόβο για το χειρότερο. Και σήμερα ο φόβος του χειρότερου είναι κυρίαρχο αίσθημα, είτε ο πόλεμος, είτε η οικονομική κρίση, είτε απρόβλεπτα ατυχήματα. Ρέει από παντού και εδραιώνει ένα αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Το οποίο οδηγεί σε παθητικότητα, αδράνεια, συχνά αδιαφορία – αρκεί να αρπάξει η φωτιά στο δίπλα χωράφι- καθώς αποθεώνεται η ατομικότητα και αντιστοίχως υποχωρούν η συλλογική και η κοινωνική συνείδηση.
Το ακούμε ως παραίνεση από πολλές πλευρές – των διαρκώς προσαρμοζόμενων οι οποίες οικτίρουν εκείνους που επιμένουν πως η ζωή είναι αλλιώς, πως θέλει ευαισθησία, ανατροπές, προσπάθεια, ρίσκο: έχουν αλλάξει οι καιροί, και εννοούν αλλάξτε τη συνείδησή σας, εμείς τη βολέψαμε έτσι. (Αλλά, λέω, το παν δεν είναι να τη βολέψεις!).
Αναζητώ ερμηνείες για την σημερινή παθητικότητα των κοινωνιών. Για τον τρόπο που ενσωματώνονται στις κυρίαρχες επιλογές, με όποιο κόστος.
Αναζητώ μέσα από αυτή τη διαδρομή τη μετατροπή ενός μεγάλου μέρους των κατοίκων της χώρας του Ισραήλ, σε υποστηρικτές των φόνων που διεξάγει το καθεστώς. Το πως αυτός ο λαός των διωγμένων, των κυνηγημένων, των κατακρεουργημένων, από το ναζιστικό μίσος αλλά και από το προηγηθέν μίσος λαών (οι οποίοι, λαοί,συμπεριλαμβανομένων και συμπατριωτών μας, συμμετείχαν με τον τρόπο τους στην εξόντωση, για να αποσπάσουν ένα μερίδιο εβραϊκού πλούτου), πως αυτοί οι αιώνιοι πρόσφυγεςπου έφτιαξαν ένα κράτος στηριγμένο στην αρχική βία εναντίον των αραβικών πληθυσμών της περιοχής, αλλά που υποσχέθηκαν προοδευτική διακυβέρνηση, σοσιαλιστικού τύπου κιμπούτς και επαγγέλθηκαν ειρηνική διαβίωση, μετατράπηκαν σε διαρκείς καταπατητές, φανατικούς και μισαλλόδοξους, σε υποστηρικτές των γενοκτονικών φόνων, σε εκείνους που βγάζουν το δάχτυλο κατά τη γνωστή χειρονομία, όπως η ισραηλινή κυρία στο κέντρο της Αθήνας προς τους διαδηλωτές, σ’ εκείνους που, ως στρατιώτες αλλά και ως ένοπλοι έποικοι, δολοφονούν οι ίδιοι χωρίς ενοχή. Και αυτή η αποδοχή της γενοκτονίας τους αλλάζει με τη σειρά της, ως λαό.
Θα θυμηθείτε βέβαια το πως ο γερμανικός λαός της φιλοσοφίας και της μουσικής, της προηγμένης τεχνολογίας και γνώσης, της υψηλής αισθητικής, του Μαρξ και των προλεταριακών επαναστάσεων, μετατράπηκε σε μαζικό φονιά πρώτα των δικών του που στάθηκαν αντίθετοι, κι ύστερα των λαών της Ευρώπης. Η ανάμνησή σας δεν θα αρέσει στους Ισραηλινούς, αλλά δεν υπάρχει καλύτερη και ακριβέστερη.
Εδώ ας παρεμβάλλω ένα σχόλιο: Η επίκληση του αντισημιτισμού, ξανά και ξανά σε κάθε διαμαρτυρία και διαφωνία από το Νετανιάχου αλλά και από πολλούς ισραηλινούς,είναι μια τεράστια και επικίνδυνη ανοησία. Δεν είναι μόνο ότι ευτελίζει ένα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα, εργαλειοποιώντας το, αλλά αλλάζει και τα δεδομένα μεταθέτοντας στην ουσία την ατζέντα σε ένα αντιαραβισμό και αντιμουσουλμανισμό που ενδημεί πλέον στην Ευρώπη.
Τι ακριβώς επιδιώκουν, να γίνει ο περιπλανώμενος Ιουδαίος το φόβητρο των λαών του πλανήτη, όπως έλεγε και ο ήρωας του μυθιστορήματος, για το οποίο έγραφα σε προηγούμενο σημείωμα;
Αναζητώ, από την άλλη, εκείνη τη δύναμη που μέσα στην αλλαγή παραμένει και επιμένει, αλλάζει, δημιουργεί, ονειρεύεται και εξεγείρεται, μένει μόνη, λίγη και εύπιστη, συμμέτοχη και απογοητευόμενη, λοιδορούμενη και αιμάσσουσα ποικιλοτρόπως. Και επιμένει, όχι για την τιμή των όπλων αλλά για την τιμή του κόσμου και τη δική της. Και για το μέλλον μας.
Αυτούς τους γενναίους ισραηλινούς που σήκωσαν την παλαιστινιακή σημαία στο λιμάνι υποδεχόμενοι το αιχμαλωτισμένο πλοίο των ακτιβιστών πριν μερικές βδομάδες, εκείνων που οι φωτογραφίες του Καϊτέλ δεν στέκονται ικανές να αλλοιώσουν τον ανθρώπινο πρόσωπό τους, που συγκεντρώνονται ακόμη στις αμερικάνικες πόλεις διαδηλώνοντας «όχι στ’ όνομά μας». Που αλλάζουν μέσα στην αλλαγή, αλλά παραμένουν οι ίδιοι.
Ούτως ή άλλως, ετούτος ο νέος αιώνας, ο οποίος έχει πλέον περάσει την ενηλικίωση, έθεσε πολλά ερωτήματα και προκλήσεις, που πρέπει να απαντηθούν σχεδόν από την αρχή.
ΠΗΓΗ: https://kommon.gr/