Περι-διαβάζοντας_Νο 4: Οι βλάσφημες παρθένες της Αλεξάνδρας Κ* (του Παύλου Μουρουζίδη)
Περι-διαβάζοντας_Νο 4
---------
Επανέρχομαι και διαβάζω τη συλλογή διηγημάτων της Αλεξάνδρας Κ* «Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο», εκδόσεις Πατάκη. Μια δυναμική – και με το παραπάνω – γραφή, με παράθεση εμπειριών γύρω από το “γυναικείο βίωμα” στις σύγχρονες διαπροσωπικές σχέσεις.
Μια γραφή που δεν βολεύεται στην επανάληψη ενός ύφους, κάποιου επαναλαμβανόμενου μοτίβου ή φόρμας. Η γραφή της αφηγήτριας είναι πότε γ’ πρόσωπη, πότε α’ πρόσωπη, πότε με εναλλαγή (στο αριστοτεχνικό Η Ρόζα τα παράτησε), ελλειπτική (Γέροι Γάλλοι στο Αιγαίο), πότε με ένταση και εξομολογητικό νεύρο, με υποδόριο καυστικό χιούμορ και πότε αποστασιοποιημένη και παρατηρητική.
Αυτό που κύρια καταγράφεται ως “γυναικείο βίωμα” μέσα από τα διηγήματα της Αλεξάνδρας Κ* είναι η πολυποίκιλη ερωτική εμπειρία γυναικών, με παράθεση πολλών περιστατικών και αφηγήσεων. Μέσα από αυτή την κατάθεση, διαφαίνεται η κριτική ματιά απέναντι στην “πατριαρχία” (το σφάγιο), την οικογενειακή καταπίεση (Το σιδέρωμα), την “κοινωνική κατασκευή” ρόλων, την αποξένωση (Γαλοπούλα δίχως γέμιση), την αναπόφευκτη νευρική κατάρρευση και κατάθλιψη (Η Ρόζα…). Βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται με διάφορους τρόπους και κυρίαρχη την εσωτερική αφήγηση, είναι το σεξ μέσα από μια γυναικεία ματιά. Ο έρωτας όμως εδώ δεν καταδεικνύεται ως σχέση, επιθυμία, έστω ματαίωση, σε κάποιο – οποιοδήποτε – κοινωνικό φόντο, αλλά ως πεδίο σύγκρουσης, εγωιστικής κατάκτησης ή φόντο κατάρρευσης· η καταγγελία της εξουσιαστικής/πατριαρχικής στάσης (Το σφάγιο), ο ανταγωνισμός και η απογύμνωση των πρωταγωνιστών, της αφέλειας συντηρητικών ανθρώπων (Χήρα Τάκη), του υποτακτικού, καταθλιπτικού ψυχαναγκασμού (Η Ρόζα τα παράτησε). Ανθρώπινα ράκη από ερωτική απογοήτευση, εξουθενωμένα, νευρωτικά ή χαμένα σε μια θάλασσα αποξένωσης, εορταστικής ενίοτε υποκρισίας και κατανάλωσης, σε μία περιρέουσα ατμόσφαιρα μιας μάλλον υπόρρητης αλλά διάχυτης οριακά κυνικής συμπεριφοράς, συγκρατημένα ανταγωνιστικής στάσης ή (απόλυτα κατανοητής) εγκαρτέρησης (Το σιδέρωμα).
Κυριαρχεί η εσωτερική διαδρομή της ατομικής εμπειρίας, σε δεύτερο πλάνο μια main stream δικαιωματική καταγγελία, η οποία βιώνει/καταπιέζεται έντονα ή παρατηρεί κυνικά, χωρίς ποτέ όμως να συναισθάνεται ή να συμπάσχει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Άνδρες καταπίνουν δέντρα ή του εύστοχου και διασκεδαστικού Το φλοτέρ), μέσα σε ένα κλίμα δυσπιστίας και ατομικής επιβίωσης. Χωρίς ελπίδα, έλεος ή συμπόνοια πουθενά, η ανάδειξη, έστω εξ αντανάκλασης, κάποιου θετικού ιδεώδους θα ήταν μια – μεταφυσική έστω - διαφυγή . Η δυναμική γραφή της Α.Κ. είναι ωμή, πραγματιστική και ανελέητη. Κοινωνία δεν υπάρχει, ούτε έξω κόσμος, μόνο άνθρωποι που κυκλοφορούν σαν συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, ερμητικά περίκλειστα σαν φρούρια, απελπισμένοι, νευρωτικοί ή υπό κατάρρευση, πανέτοιμοι όμως να δώσουν την υπέρτατη μάχη της ατομικής περιφρούρησης.
Αυτό που καταγράφεται ως ατομικό βίωμα τελικά, όταν επικαλείται μια κάποια “ανθρώπινη κατάσταση”, δεν αποτελεί παρά μια υπόρρητη κυνική θέση πως αυτή είναι η «ανθρώπινη φύση», «το κακό είναι μέσα μας» και θα εκδηλωθεί με κάθε τρόπο και σε όλους τους τόνους, αργά ή γρήγορα, με δεδομένη και αδιαμφισβήτητη την κοινωνική πραγματικότητα. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η λογοτεχνική κατάθεση μιας κοινωνίας που έχει συντριβεί και καταβυθίζεται σε βαθιά κρίση και παρακμή, δεκαετίες τώρα. Όταν όμως αυτή η καταγραφή δεν εμφορείται από κάποια ελπίδα ή θετικό ιδεώδες, η έκπτωση στην ταλαντούχα μεν καταγραφή και η καθυπόταξη στο “βίωμα”, στον κυνικό πραγματισμό και τη δυστοπική πραγματικότητα, γίνεται αναπόφευκτη. Πώς να μην προστρέξει επομένως και το επώνυμο εφοπλιστικό ίδρυμα στη χορηγία της σχετικής βιβλιοπαρουσίασης, μπροστά σε τέτοιο ιδεωδώς θρυμματισμένο κόσμο…
Η Α.Κ. καταγράφει δυναμικά, με πραγματικό ταλέντο, διεισδυτικά μια κοινωνία κρίσης, σήψης και παρακμής, τολμώντας να καταβυθιστεί και στα εσώτερα έγκατα του ψυχισμού των αντιηρωικών – ενίοτε σκοτεινών - πρωταγωνιστών της, τόσο επιτυχώς προκλητικά, ώστε να προκαλεί έντονα και αμφίθυμα αισθήματα στον αναγνώστη. Μια λογοτεχνική καταγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας με έμφαση στην ατομική γυναικεία εμπειρία - “βίωμα”, έμφυλης/δικαιωματικής main stream αναφοράς, η οποία όμως δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Στα πολιτικά υπόρρητα του κυρίαρχου έμφυλου δικαιωματισμού, όπως αυτός αποτυπώνεται στην εν λόγω συλλογή διηγημάτων, συγκαταλέγονται κάποια ελάχιστα αντισοβιετικά κλισέ περί ολοκληρωτισμού, με το “τεθωρακισμένο βλέμμα” του ανθρώπου που νοιώθει, καταλαβαίνει αλλά δεν εκδηλώνεται, ή ο σαρκασμός “πέρασε στέπα και κομμουνισμό” κλπ. (Γαλοπούλα δίχως γέμιση), ενδεικτικά του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού ορίζοντα του κοινού νου.
Δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως πριν και πίσω από το «αθωράκιστο βλέμμα» της ατομικής επιβίωσης και κατάρρευσης, πίσω από την ανυπαρξία κάθε κοινωνικής αναφοράς ή υπόνοιας, πολύ πρόσφατα ακόμα υπήρχε ένας κόσμος που έχει φύγει ανεπιστρεπτί, μια κοινωνία και η εποχή της, οπωσδήποτε πιο κοινωνική και πιο ανθρώπινη. Και μαζί της το κοινωνικό ιδεώδες (όποτε/όπου/όταν) τη χαρακτήριζε, μαζί με τις πολιτικές/πολιτισμικές του εκφράσεις και παραλλαγές.
Ίσως, μια παλιότερη γενιά αναγνωστών να έχουμε συνηθίσει στη στρατευμένη λογοτεχνία, στα ευγενή της ιδεώδη και στην κοσμοθεωρία της που βάλλονται πλέον με κάθε τρόπο, συκοφαντείται και υποχωρεί, ώστε τελικά και η κατάθεση της σκληρής αντικοινωνικής πραγματικότητας να είναι επώδυνη για τέτοιου είδους … ευαισθησίες.
Αναμένοντας το, προαναγγελθέν από την ίδια, επόμενο μυθιστόρημα της αναμφισβήτητα ταλαντούχας Αλεξάνδρας Κ*, γνωρίζουμε πλέον πως έχουμε μπροστά μας την ταλαντούχα, σκανδαλιστική - έως βλάσφημη - γραφή μιας πολλά υποσχόμενης συγγραφέως, με όλες τις μεγάλες δυνατότητες και τα στοιχήματα μπροστά της. Αναμένουμε.
Παύλος Μουρουζίδης Πτολεμαΐδα, Αύγουστος ‘25