"Ταπεινή μου άποψη πάντα με αγάπη" (γράφει η Αριστέα Αδαμίδου)
Αριστέα Αδαμίδου.
--------------
Ταπεινή μου άποψη πάντα με αγάπη :
Δεν μπορεί να μας βοηθήσει κανείς να ξεχάσουμε πως η περιοχή μας έχει αφήσει ιστορία. Πως υπήρξε απαραίτητη για την εξέλιξη ολόκληρης της χώρας.
Αγαπώ την πόλη μου βαθιά, μα η Πτολεμαΐδα με πληγώνει ξανά και ξανά. Κι όμως, δεν είναι οι άνθρωποί της που πληγώνουν∙ κάθε άλλο. Δεν είναι τυχαίο που φίλοι μου από άλλες πόλεις έρχονται και μου λένε: «Αριστέα, τι υπέροχοι άνθρωποι είστε, πόσο όμορφα μας κάνατε να περάσουμε». Γιατί εδώ οι συμπολίτες μας ξέρουν να αγκαλιάζουν, να ανοίγουν τα σπίτια και τις καρδιές τους.
Κι όμως, πίσω από αυτή τη ζεστασιά κρύβεται μια πικρή αλήθεια: οι «μεγάλοι» κρατούν μαστίγιο και χτυπούν ανελέητα. Η οικονομία της πόλης ( και ολόκληρης της περιοχής ) κατρακύλησε κάτω από το μηδέν, πάνω στις δικές μας πλάτες. Μιλούν για ανάπτυξη, μα ποια ανάπτυξη έρχεται όταν κερδίζει μόνο ένας και οι πολλοί χάνουν;
Έφυγα για την Αθήνα όχι γιατί δεν αγαπώ την πόλη μου. Έφυγα γιατί το επάγγελμά μου εδώ δεν είχε έδαφος να ριζώσει, δεν ταίριαζε με τα όνειρά μου. Κι αν κάποιοι το ονομάσουν φιλοδοξία, ας είναι. Δεν το μετανιώνω. Γιατί η ζωή θέλει και ρίσκο, θέλει να παίξεις με τη φωτιά∙ αλλιώς μένεις ασφαλής αλλά κλεισμένος σ’ έναν κόσμο φανταστικό, χωρίς να έχεις κατακτήσει τίποτα αληθινό.
Κι όμως, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κάποτε ήταν η ΑΕΒΑΛ∙ την έκλεισαν. Μετά η ΔΕΗ∙ τώρα κι αυτή σβήνει. Και τώρα τι; Ως πότε θα είμαστε η τελευταία τρύπα του ζουρνά; Ως πότε θα παλεύουμε για λίγο φως κι έπειτα πάλι στο σκοτάδι; Είναι όμορφο να υπηρετείς τους «μεγάλους και τρανούς», για να σε λένε χρήσιμο και αγαπητό. Μα ως πότε θα είναι αυτό αρκετό;
Δεν είναι ειρωνεία να περπατάς στους δρόμους και να βλέπεις κλειστά μαγαζιά, ερειπωμένα καταστήματα, ξεχασμένες γωνιές; Δεν είναι ειρωνεία να μιλάμε για πρόοδο, να στήνουμε βιτρίνες και εκδηλώσεις για το θεαθήναι, ενώ από πίσω δεν υπάρχει τίποτα; Δεν είναι ειρωνεία να επενδύουμε σε όνειρα χωρίς υπόβαθρο, απλώς για να λέμε ότι «κάτι γίνεται»;
Κι όμως, εδώ, στη Δυτική Μακεδονία, υπάρχει ένα φωτεινό παράδειγμα. Το Αμύνταιο. Μια πόλη που δεν σου γεμίζει το μάτι, μα κάνει πράγματα αξιοζήλευτα, λειτουργεί σαν πρότυπο. Από εκεί πρέπει να εμπνευστούμε. Γιατί η αληθινή αλλαγή δεν ξεκινά από τα μεγάλα κεφάλια∙ ξεκινά από ανθρώπους που τολμούν, που αγαπούν τον τόπο τους και δεν σταματούν να δημιουργούν.
Κι ίσως, τελικά, αυτό να είναι το στοίχημα. Να μην περιμένουμε σωτήρες απ’ έξω, αλλά να γίνουμε εμείς οι ίδιοι οι σπόροι που θα φυτρώσουν σε αυτόν τον τόπο. Γιατί η Πτολεμαΐδα δεν είναι τα κλειστά της εργοστάσια, ούτε τα μαγαζιά με τα σκονισμένα ρολά. Είναι οι άνθρωποί της, η ψυχή της, το πείσμα και η αγάπη που κουβαλάμε όλοι μέσα μας.
Κι όσο υπάρχουμε εμείς που μιλάμε, που θυμόμαστε, που αγαπάμε, η πόλη δεν θα χαθεί.
Γιατί μια πόλη που αγαπιέται αληθινά, ποτέ δεν πεθαίνει.