Ο Αργύρης Παφίλης για τον σπουδαίο Γρεβενιώτη μουσικό και άνθρωπο Χρήστο Ντάγκαλα που έφυγε από ζωή: « Μια αρμοδεσία πολιτισμού ένας αυθεντικός δημιουργός της δημοτικής παράδοσης»!!
"Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος Γρεβενιώτης μουσικός Χρήστος Ντάγκαλας".
Αρμοδεσιά πολιτισμού. Χρήστος Ντάγκαλας.
Η φωνή του, η ερμηνεία του είναι συναισθηματική βίωση, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωγραφική του. Η φύση, οι εκδηλώσεις των ανθρώπων σε κάποιες ώρες ακριβές, τον συγκινούν βαθειά και τα φτιάχνει νότες στο λαούτο, χρώμα στη φωνή του, τα φτιάχνει εικόνες και τα απλώνει στο μουσαμά. Αυθεντικός δημιουργός, φιλόξενος, σεμνός, σπουδαίος καλλιτέχνης. Καλό ταξίδι Χρήστο!
Κείμενο μου από το cd ΄΄Απόψε στ’ όνειρο μου΄΄
Γρεβενιώτικη Πίνδος. Μια θάλασσα βουνά στην πλατωσιά του απέραντου.
Το πανόραμά της απειλητικά όμορφο, επιβλητικό. Κοιτάς το τοπίο τριγύρω, τον Σμόλικα, να χάνεται στην καταχνιά, τη Βασιλίτσα την Ωραία των βουνών, φορτωμένη νεροσυρμές και ρόμπολα, τον Λύγκο, το Αυγό με την αρματωσιά της Βάλια Κάλντα, την Πυροστιά με τα μαυρόπευκα και τ’ αγρίμια της, τον Όρλιακα με τα καταράχια που ξεκόβεται βαρύς και μόνος. Ακούς το βουητό του Βενέτικου, θαμπώνεσαι από το χρώμα του, από τα παιγνιδίσματα του κάτασπρου αφρού του, νοιώθεις δέος στην δύναμη του ορμητικού Αλιάκμονα καθώς χαράζει τον τόπο και ακούγεται σα μια συνεχή μακρινή βροντή.
Εδώ οι λαγκαδιές βουίζουν μυστικά στην άχνα του άπειρου και το κάθε τοπίο είναι μια ψυχική διάθεση στο φως, στο χρώμα, στους ήχους, στην ιστορία του ανθρώπου και στα τραγούδια του. Διαλεχτός κι αρίφνητος κόσμος. Πανεύοσμος. Τραχύς.
Αυτή η θαυμαστή βουνίσια αχειροποίητη ομορφιά, που είναι όλο καρδιά και ζωή, μετoυσιώνεται σε μουσική, παίρνει τη φωνή του Χρήστου Ντάγκαλα και με τον ανασασμό του αποβροχάρη αέρα ξεχύνεται από την κορυφή της Μόσιας. Λούζεται στα νερά του Κρεμαστού Νερού, στη Βάλια Κίρνα, και κουβαλώντας άρωμα από το ατρύγητο θυμάρι, δροσιά της αγριομέντας, διασχίζει τo δάσoς του Σουλιάτου τραβάει για την Αβδέλλα πατρίδα των αδελφών Γιάννη και Μιλτιάδη Μανάκη, των πρωτοπορών της φωτογραφικής και κινηματογραφικής τέχνης στα βαλκάνια, και μια μυσταγωγία χρωμάτων και ήχων σκορπιέται στις λοφοπλαγίες καθώς ο Χρήστος τραγουδάει τον Σιαμανίκο και το κλέψιμο μιας νύφης Σαμαρινιώτισσας από Περιβολιώτες μιά Κυργιακίτσα το πρωί. Περνάει από το μοναστήρι τ’ Αι Νικόλα, σαν αγιοκέρι ακουμπά στην πέτρινη κορμοστασιά του, δρασκελάει τα μονοπάτια των κιρατζίδων, παίρνει μαζί του το τραγούδι ‘’Κυρατζόπουλο’’, το σμίγει με τον αχό του Ασπροπόταμου (Αράου Άλμπου) και ανηφορίζει σε πλαγιές πνιγμένες στα μαυρόπευκα, τα έλατα, τις φαντίνες. Μεθάει ο αέρας από τις μοσχοβολιές του ρετσινιού Πότε θαρθεί η Άνοιξη κι ο πόνος γίνεται λαούτο, η φωνή αηδόνι, αντιλαλούν τα ριζοβούνια της Πίνδου και σειούνται τα έλατα. Ο Κολοβός μπερδεύεται με το πανηγύρι των κυπροκούδουνων, τα βελάσματα το σάλαγο του τσοπάνη και ανεβαίνει ως τα βοσκοτόπια της Σαμαρίνας. Από το γεφύρι του Ματσαγκάνη περνάει την πύλη της Κρανιάς ανεβαίνει στις Μπάλτσες, ανεμολογούν τα Μαυρόπευκα, τα ρόμπολα διηγούνται ιστορίες για το σήμαντρο (Λα Τουάκα), αχολογεί το ρέμα της Κυρά Καλής και με το φως του έσπερου ακουμπά στον αστραποκαμένο κορμό τραγουδά κι ονειρεύεται Απόψε στ’ όνειρό μου.
Από τη Γαλανή της Βασιλίτσας κατηφορίζει, περνάει από τον τόπο της Σμίξης ευλογημένο από τον Πατροκοσμά, χαιρετάει την αρχαία γη της Τυμφαίας, σιμά στην Αλατόπετρα και το Πολυνέρι, φτεροκοπάει γοργά για τον βραχωμένο Όρλιακα και το Σπήλιο, αγγίζει τις φολιδοτές στέγες της Παναγιάς της Σπηλιώτισσας, μορφή ηρωική και τραγική, σαν παλιά τοιχογραφία προβάλλει ο Θόδωρος Ζιάκας.
Το τραγούδι ιστορικό, ο σκοπός δονείται στον αέρα που πλανιέται το βαρύ τσάμικο, η τέχνη του πρωτοχορευτή και το κεχριμπαρένιο ζαλοβίτικο κρασί μπάλσαμο στην ψυχή:
Εσείς βουνά των Γρεβενών και πεύκα του Μετσόβου,
λίγο για χαμηλώσετε, κανα ντουφέκι τόπο,
για να φανεί απ’ το Ζυγό το πονεμένο Σπήλιο,
να ιδούμε το Ζιακόπουλο πως πολεμάει τους Τούρκους,
βάστα καημένε Θόδωρε
Ακολουθεί τα κλώσματα του Βενέτικου αγναντεύει τα Κουπατσαραίικα χωριά, ζωντανός παλμός η λιανολαλιά της καμπάνας από τον Αι Θανάση του Δοτσικού που τον σέρνουν τα σύγνεφα. Χαϊδεύει τις ρυτιδωμένες πέτρες του γεφυριού της Πορτίτσας, χώνεται σερπετά στα σπλάχνα του άφωτου φαραγγιού, σαν κλωστή από μετάξι γλιστράει μέσα από την Τρυπημένη Πέτρα στην Πυροστιά, βγαίνει στο γεφύρι του Αζίζ Αγά περνάει κάτω από την μεγαλύτερη πέτρινη καμάρα της Μακεδονίας κι από κει στο Τρίκωμο το παλιό Ζάλοβο απολαμβάνει την δοξαριά του Ζήση Κασιάρα, στο Ζαλοβίτικο και ξυπνάει τη συγκίνηση με την Κυράτσω που συνομιλεί με τα πουλιά στο Μοναχίτι.
Τρεις χρόνους έχω πόλεμο να στήσω περιβόλι
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά κι όλα τα χελιδόνια.
Βάζου μηλιές, τριανταφυλλιές, ώρε νεράντζι και λεμόνι
Βάζου και κόκκινη μηλιά, νεράντζι και κεράσι
μωρ’ η Κυράτσω μ’ αποκρίθηκε απ’ του ψήλο το πύργο.
Μωρ’τι ζήλεψες Κυράτσω μου που’μένα το πουλάκι
εσύ κοιμάσαι σε πάπλωμα κι γω στο κλωναράκι
εσύ τρώγεις αφρό ψωμί κι γω το χορταράκι εσύ πίνεις γλυκό κρασί
κι γω νερό απ΄ τη μπάρα.
Τι ζήλεψες Κυράτσω μου
Ο ήλιος σα νιός γαμπρός λάμπει μεσούρανα και η φωνή με τις μνήμες ριζωμένες στο ρυθμό του τραγουδιού ξαποσταίνει στα Γρεβενά, ξυπνώντας στίχους και ήχους, Εμένα η μάνα μ’ και Μαρία λεν την Παναγιά, παλμικός ήχος του κλαρίνου κι στίχοι αίμα του λαού.
Με τ΄ άλογα της Μπουνάσιας ακολουθεί τη φλέβα του Αλιάκμονα και στο πύργωμα της μέρας ξεχύνεται μαζί με κιρκινέζια στο πλάτωμα των Βεντζίων που ορίζουν ο Μπούρινος, η Μπουνάσια κι ο Αλιάκμονας. Οι απότομες πλαγιές ημερεύουν, o αγέρας κουβαλάει ευωδιά μελιού και γεύση σταριού, τριγύρω γήινα χρώματα, δάση βελανιδιάς, τοπία με οργωμένους μικρόλοφους, στον ορίζοντα τα γαλάζια περιγράμματα της Πίνδου, ακροούρανα, χωριά κόκκινες καρφίτσες σε πράσινο κάμπο, ο ατίθασος Αλιάκμονας υποταγμένος σε λίμνη. Κάρτ ποσταλ από βυζαντινούς καιρούς η Παναγία η Τορνικιώτισσα στην όχθη της λίμνης, με ελαιογραφία του Θεοτοκόπουλου φαντάζει ο βράχος της Ζάβορδας με το μέγα μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ζωγραφισμένο από τον μαΐστρο Φράγκο Κατελάνο. Είναι ο τόπος του Οσίου Νικάνορα με το θρυλικό ασκητήριο καρφωμένο στο άγριο φαράγγι. Άγιο κελί αλώνι για άσκηση στην έρημο των πειρασμών και του ίλιγγου.
Με το λαγαρό φως του αυγερινού, πετά πάνω από τις κόκκινες στέγες των σπιτιών με τις λουλουδιασμένες αυλές, μοσχοβολάει ο αέρας βασιλικό, δεντρολίβανο και γλυκό του κουταλιού. Από την Κνίδη ως το Δίπορο κι από την Σαρακίνα ως το Παλιοχώρι όλα έχουν μια όψη ημερωμένη κι ανθρώπινη και καθώς η νύχτα πέφτει στην Ιτέα το τραγούδι γίνεται γλυκός αναστεναγμός Τριαντάφυλλο μου κόκκινο.
Τραγούδια του γάμου ακούγονται στη Σαρακίνα Άστε συντρόφισσες γιόρτασμα της νιότης, μελωδικό ξέσπασμα το κλαρίνο του Δημήτρη Μπουζιαλή την ώρα που σπάζουν την Ντράφτσα (κουλούρα) στο κεφάλι της νύφης.
Η μέρα αρχίζει σαν ραψωδία του Ομήρου ανηφορίζει στην χαλκοπράσινη Μπουνάσια και σαν αναπνοή του Μάη πέφτει πάνω στον τρούλο της Ευαγγελίστριας, ακουμπά στα πόδια της Παναγιάς που εκείνη την ώρα Ξυπνά τον Δέσποτα. Μια αρμοδεσία πολιτισμού ένας αυθεντικός δημιουργός της δημοτικής παράδοσης ο Χρήστος Ντάγκαλας!!