kozanitvbanner1363x131pix

MediaHome834p

ΚΟΝΤΕΛΗΣ 6 2025 Β

serafeim834p

eco floor PARANOMOS 17 12

Ευκολιδης MEDIA b 001

ASEPOP 6 2025

Efkolidis 7 2025 B1

kozani tv 2025 A1

musicart834pix

BANNER 10 1 XRONIA CLUBE KOZANI TV

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα

noisi1

25 χρονιά από το θάνατο του Βασίλη Ραφαηλίδη. Ταξίδι στον Αλιάκμονα, κατά την περίοδο του μεσοπόλεμου (του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη)

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1934, στα Σέρβια [1] Κοζάνης (Ραφαηλίδης, 1992: 16-17). Ο πατέρας του, Απόστολος (1902-1971), ήταν Κωνσταντινουπολίτης, στην καταγωγή, με ρίζες από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ζώντας στην Κωνσταντινούπολη, ως Οθωμανός υπήκοος, λιποτάκτησε το έτος 1920, από τον τότε στρατό της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό την εξουσία των Τούρκων, για να μην αναγκαστεί να πολεμήσει εναντίον των Ελλήνων, κατά τη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου. Κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος, καθώς είχε αποφοιτήσει από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ενώ κατόπιν εργάστηκε και ως καθηγητής, καθώς είχε σπουδάσει φιλολογία, χρηματοδοτώντας ο ίδιος τις σπουδές του. Αφού εργάστηκε σε πολλές επαρχιακές πόλεις της βόρειας Ελλάδας, τοποθετήθηκε, το έτος 1932, στο ημιγυμνάσιο των Σερβίων Κοζάνης, παίρνοντας μετάθεση από το Κιλκίς, όπου δούλευε σε Γυμνάσιο (Ραφαηλίδης, 1992: 9-14).

Η μητέρα του Βασίλη, Ελένη (1908-1989), καταγόταν από την κωμόπολη του Βελβενδού[2]και εργαζόταν, ως δασκάλα, στο χωριό Πολύρραχο[3]. Γνώρισε τον Απόστολο Ραφαηλίδη, στα Σέρβια, όπου αυτός την ενημέρωνε για τις επιδόσεις του αδερφού της, που ήταν μαθητής στο εκεί ημιγυμνάσιο. Αφού παντρεύτηκαν, έμεινε έγκυος και έφυγε από το χωριό, στο οποίο δούλευε, παρά τις αντίθετες συστάσεις του τότε επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Κοζάνης, για να «προωθηθεί» στο γειτονικό Βελβενδό και να γεννήσει. Τελικά, δεν πρόλαβε, με αποτέλεσμα ο Βασίλης Ραφαηλίδης να γεννηθεί στα Σέρβια (Ραφαηλίδης, 1992: 14-16).

Ο Ραφαηλίδης περιπλανήθηκε, με τους γονείς του, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, είτε στα πλαίσια των υπαλληλικών τους υποχρεώσεων και μεταθέσεων, είτε στα πλαίσια των περιπετειών τους, εξαιτίας του πολέμου. Μετά τον πόλεμο, βρέθηκε στην Αθήνα. Εκεί, ασχολήθηκε με αρκετά επαγγέλματα, από τα οποία το κυριότερο ήταν αυτό του κριτικού κινηματογράφου, έχοντας μάλιστα «σπουδάσει» και σε μια ιδιωτική σχολή κινηματογράφου και καθώς η κινηματογραφική τέχνη τον είχε «σημαδέψει». Ο ίδιος αφηγείται τα εξής (Ραφαηλίδης, 1982: 9-10):

Έγινα κριτικός του κινηματογράφου μάλλον κατά λάθος. Εν πάση περιπτώσει δεν διάλεξα εγώ αυτό το επάγγελμα, που είναι ένα απ’ τα πολλά που έκανα στη ζωή μου και στο οποίο, δυστυχώς κόλλησα για τα καλά. Το 1946 που είδα την πρώτη μου ταινία ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος: 12 χρόνων. Μέχρι τότε έβλεπα τον πόλεμο και τη δυστυχία εκ του φυσικού και όχι επί της οθόνης. Και ξαφνικά ο κινηματογράφος μού αποκάλυψε έναν άλλο κόσμο, όμορφο, τακτοποιημένο και μεγαλειώδη. Ήταν το σωστό αντίδοτο στη φτώχεια και τη δυστυχία ενός ήδη ταλαιπωρημένου παιδιού, που ζούσε στην επαρχία -στην Καστοριά- και που έτυχε να’ ναι γιος αριστερών και ανελέητα κυνηγημένων δημοσίων υπαλλήλων: ο φιλόλογος πατέρας μου κι η δασκάλα μάνα μου δεν κατάφεραν σχεδόν ποτέ να ταΐσουν σωστά τα τρία τους παιδιά. Διότι βέβαια, δύσκολα δουλεύει κανείς για τα παιδιά του στις φυλακές και τις εξορίες, και λίγο νωρίτερα στον ΕΛΑΣ. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στους γονείς μου για τούτη την, για λόγους ιδεολογικούς, πείνα. Μου έμαθε να νοιάζομαι για την πείνα των άλλων και να την συναρτώ από κάποιες ιδέες. Ωστόσο, μεγαλώνοντας, κάτι έπρεπε να βρω να κάνω για να φάω. Σκέφτηκα να λύσω το πρόβλημά μου σαν γιατρός, αλλά πολύ σύντομα απελπίστηκα και εγκατέλειψα το σχέδιο. Το 1958, σε ηλικία 24 ετών, το είχα πάρει απόφαση πως θα μείνω ανεπάγγελτος, ή μάλλον πως θα καταλήξω γουνεργάτης, αφού ήξερα κάπως τη δουλειά της γούνας. Και τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα να “αξιοποιήσω” τη λιγάκι παρανοϊκή αγάπη μου για τον κινηματογράφο.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης εργάστηκε ως κινηματογραφικός κριτικός (και όχι μόνο) σε πολλές εφημερίδες. Ανήκε στην ομάδα που, το 1966, προχώρησε στην έκδοση του περιοδικού «Ελληνικός Κινηματογράφος», η πορεία του οποίου σταμάτησε με τη δικτατορία τού 1967, κατά την έναρξη της οποίας, φυλακίστηκε. Μετά από την αποφυλάκισή του, προχώρησε, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, στην έκδοση του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», το οποίο, με εξαίρεση το διαφορετικό τίτλο, λειτουργούσε ως η «συνέχεια του προηγούμενου» και κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, τον Σεπτέμβριο του 1969 (Ραφαηλίδης, 1982: 9-12).

Ο Ραφαηλίδης, μέσα από την παραπάνω αφετηρία, οραματίστηκε και έκανε πράξη, σε μεγάλο ποσοστό, μια προσπάθεια για τη ριζική αλλαγή τού μέχρι τότε ελληνικού κινηματογράφου. Κατά την άποψη του Γιάννη Σολδάτου, ο οποίος εξέδωσε τα περισσότερα βιβλία τού Ραφαηλίδη για τον κινηματογράφο στη σειρά «Αιγόκερως», ο Ραφαηλίδης (μέσα από τις κριτικές του) έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1970, θεωρώντας ασήμαντη την κινηματογραφική παραγωγή, που είχε προηγηθεί, στην Ελλάδα, πριν από τη δεκαετία του ’70, και παρά την εμπορική επιτυχία των λαϊκών, κατά κύριο λόγο, κωμωδιών και μελοδραμάτων, που είχαν ως βασικό κινηματογραφικό τους εκπρόσωπο την εταιρία του Φιλοποίμενα Φίνου (Αγγελόπουλος, Θ., Δημόπουλος, Μ., Μπακογιαννόπουλος, Γ., Παπαγιαννίδης, Τ., Παπαδοπούλου, Μ., Ραφαηλίδης, Β., Σολδάτος, Γ., & Χαρίτος, Δ., 2000: 19).

Όπως αναφέρει ο συνοδοιπόρος του, σε αυτήν την προσπάθεια, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Βασίλης Ραφαηλίδης οραματίστηκε ένα είδος διαφορετικού κινηματογράφου, σε συνεργασία και με άλλους κινηματογραφιστές, επιδιώκοντας τη χρήση μια νέας κινηματογραφικής γλώσσας, η οποία θα ήταν πιο κοντά στα ευρωπαϊκά, αλλά και στα παγκόσμια, πρότυπα, δηλαδή προς έναν κινηματογράφο «κουλτούρας», ο οποίος θα έδινε περισσότερο βάση στην εικόνα, στην όψη και την ιδιαίτερη αισθητική σκηνοθετική αντίληψη (Αγγελόπουλος κ.ά., 2000: 15-16). Οι προσπάθειές του απέδωσαν καρπούς, αν σκεφτεί κανείς τις μεγάλες διεθνείς κινηματογραφικές διακρίσεις του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μολονότι, σαν σύνολο, ο λεγόμενος «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος» δεν κατάφερε να γίνει κοινής αποδοχής, ως σύνολο, από τη στιγμή που το λαϊκό εμπορικό σινεμά κατάφερνε να κρατηθεί σε μεγάλα ύψη δημοτικότητας, μέσα από τις μεταγενέστερες προβολές των ταινιών του στην ελληνική τηλεόραση. Μια δημοτικότητα, η οποία, στην κορύφωσή της, ανάγκασε ίσως τον Ραφαηλίδη (λίγο πριν από το θάνατό του) να δηλώσει τα εξής, στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ Ο ήλιος ανατέλλει πάντα-β’ μέρος, (Παπαγιαννίδης, 1999):

Είχαμε ένα παράξενο μένος κατά του παλιού κινηματογράφου, του Φίνου ή του περί τον Φίνο. Ήταν, νομίζω, μια λανθασμένη τακτική. Το καταλάβαμε πολύ αργά. Το καταλάβαμε πολύ αργά, δηλαδή πως μέσα σε αυτό το λαϊκό σινεμά, κρύβανε και μια κάποια ποιότητα, λαϊκή ποιότητα λαϊκού σινεμά. Οι συνταγές μάς ενοχλούσαν και αυτές πολεμούσαμε. Θέλαμε να σπάσουν αυτές οι συνταγές. Σήμερα, που δεν υπάρχουν πλέον αυτές οι συνταγές, φτιάχνονται άλλου είδους ανοησίες, με τη συνταγή της μιας χρήσεως. Τις fast-food ταινίες.

Ο αντιδραστικός έως αιρετικός τρόπος κριτικής προσέγγισης της τέχνης του κινηματογράφου από τον Βασίλη Ραφαηλίδη, χαρακτηρίζει το σύνολο των κειμένων του, δηλαδή ακόμα και αυτά τα κείμενα, που αναφέρονταν σε μη κινηματογραφικά θέματα, όπως, π.χ., αυτά που έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Η ενασχόληση του Ραφαηλίδη, με τα ιστορικά ζητήματα, γίνεται με εκλαϊκευμένο ύφος. Η αφήγηση δεν τεκμηριώνεται και ούτε γίνεται προσπάθεια για ουδέτερη στάση, αλλά κυριαρχεί ένας έντονα επιθετικός τρόπος έκφρασης και μια προσπάθεια διαλεκτικής αντίληψης των πραγμάτων. Οι ιδιαίτερες αναφορές του στα μέρη όπου γεννήθηκε είναι πολύ συχνές και συναισθηματικά φορτισμένες, στο βιβλίο του Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο: Η ζωή ενός ταλαίπωρου Έλληνα(εκδόσεις Του Εικοστού Πρώτου). Από τις διηγήσεις αυτού του βιβλίου, σταχυολογούμε μια ιστορία που διαδραματίζεται στα τέλη του Μεσοπολέμου, συγκεκριμένα το 1939, στον τότε ποταμό Αλιάκμονα (Ραφαηλίδης, 1992: 32-34):

Στο Βελβενδό, το χωριό της μάνας μου, όπου ήδη είχε αποσπασθεί κι ο πατέρας μου στο εκεί Αστικό Σχολείο, πρωτάκουσα το όνομα Τούρκος. Τα μεγάλα παιδιά του Αστικού Σχολείου (έτσι είχε βαφτίσει ο Μεταξάς τα αγροτικά ημιγυμνάσια), που έρχονταν σπίτι μας να κουβεντιάσουν με τον καθηγητή τους (πάντα το σπίτι μας ήταν κάτι σαν παράρτημα του σχολείου) επέμεναν πως στο χωριό Ίμερα[4], στην άλλη όχθη του Αλιάκμονα[5], σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων απ’ το Βελβενδό, κατοικούν Τούρκοι[6].

Φέρνει, λοιπόν, μια μέρα σπίτι, τους μαθητές ο πατέρας μου, για να τους πείσει και εξωσχολικά πως οι κάτοικοι των Ιμέρων δεν είναι Τούρκοι, αλλά τουρκόφωνοι Έλληνες πρόσφυγες από την περιοχή της Καππαδοκίας, που ξέχασαν τη γλώσσα τους, έτσι που ήταν απομονωμένοι για αιώνες στο κέντρο της Μικράς Ασίας. Και οργάνωσε για την άλλη μέρα εκδρομή στα Ίμερα για μια επιτόπου εποπτική διδασκαλία.

Πήρε μαζί και μας. Αυτό το “εθνολογικό” (sic) ταξίδι, το πρώτο ταξίδι της ζωής μου που θυμάμαι, ήταν για μένα μια συγκλονιστική περιπέτεια. Διασχίσαμε τον Αλιάκμονα με μια τεράστια σχεδία από κορμούς δέντρων. Ένας ταλαίπωρος “Τούρκος” από τα Ίμερα βογκούσε, τραβώντας το σχοινί που ήταν δεμένο σε δυο παλούκια στις δυο όχθες του ποταμού, κάνοντας τη σχεδία να κινείται με τη δύναμη των μπράτσων του και μόνο.

Έβλεπα και θαύμαζα, μια το ήρεμο ποτάμι, μια τη σχεδία και μια το γίγαντα που κρατούσε το ποτάμι στα χέρια του. Ο “Τούρκος” ήταν ένα τρομερό ον, που είχε έρθει από έναν άλλο κόσμο, πολύ μακριά από τα Ίμερα. Σήμερα, κάθε φορά που ακούω “εξωγήινος” φέρνω στο νου μου αυτόν το γίγαντα περατάρη, που ολομόναχος μάς πήγαινε με το πλεούμενό του απ’ τη μια όχθη του Αλιάκμονα στην άλλη.

Ο Αλιάκμων είναι το προς νότον όριο της εγκατάστασης των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία. Κι αυτό το “πρώτον της ζωής μου ταξίδιον” θα μπορούσε να ’ναι και ένα πέρασμα από την Ελλάδα στη Μικρασία των προγόνων μου. Δηλαδή στην κυρίως ειπείν, από πολιτιστικής απόψεως, Ελλάδα, δεδομένου ότι αυτό που ονομάστηκε ελληνικός πολιτισμός, πρωτεμφανίστηκε στη Μικρασία.

Έπρεπε λοιπόν, τώρα, τα μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου του πατέρα μου να διαπιστώσουν με τη βοήθεια του δασκάλου τους πως απ’ την άλλη μεριά του ποταμού κατοικούσαν επίσης Έλληνες, κι ας μιλούσαν τουρκικά.

Θυμάμαι το μικρασιάτη πατέρα μου, που ο πατέρας του καταγόταν απ’ όπου και οι κάτοικοι των Ιμέρων, που μόλις είχαμε επισκεφτεί, να χειρονομεί και να φωνάζει πάνω στη σχεδία, στην επιστροφή. Χρόνια αργότερα όταν τον ρώτησα, μου είπε πως προσπαθούσε να πείσει τους μαθητές του πως στα Ίμερα δεν κατοικούν Τούρκοι. Μάταιος κόπος. Κανείς δεν πείστηκε. Οι κάτοικοι των Ιμέρων μιλούσαν τουρκικά, άρα ήσαν Τούρκοι. Τελεία λογική και παύλα εθνολογική.

Όμως, ούτε εγώ φαίνεται πως πείστηκα τότε. Και οι υποψίες μου για ένα πιθανό λάθος του πατέρα μου μεγάλωναν με το χρόνο. Το 1945, με τη λήξη του πολέμου, ήμουν πια απόλυτα βέβαιος πως οι κάτοικοι των Ιμέρων ήταν Τούρκοι. Και μάλιστα… γερμανικής καταγωγής. Διότι στη διάρκεια της κατοχής σχεδόν όλοι τους είχαν πάει με τη μεριά των Γερμανών.

Οι καημένοι, δεν αισθάνθηκαν ποτέ Έλληνες, έτσι που Τούρκους τους ανέβαζαν, Τούρκους τούς κατέβαζαν. Φαίνεται πως στο τέλος πίστεψαν και οι ίδιοι, όχι πως είναι Τούρκοι, αλλά πως είναι ξένοι, και μάλιστα εχθροί των άλλων Ελλήνων. Και σαν ξένοι που ένιωθαν σε ξένο τόπο, συνεργάστηκαν ομαδικά με άλλους ξένους, που είχαν κατακτήσει έναν ξένο τόπο, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν δικός τους. Ο ελληνικός δοσιλογισμός έχει και μια πλευρά εντελώς πρωτόγονη, που πατάει γερά στην αμάθεια. Για την οποία, βέβαια, δεν φταιν οι αμαθείς. Πιο σωστά, φταιν οι αμαθείς, αλλά της άλλης όχθης, αυτής στην οποία ζούσαν οι μαθητές του πατέρα μου.

Μέσα στα πλαίσια της ανάλυσης περιεχομένου αυτού του κειμένου, μπορούμε να προχωρήσουμε στις εξής βασικές διαπιστώσεις:

Α) Από ιστορικής απόψεως, το εν λόγω συμβάν διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και στον απόηχο της αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών από την Ελλάδα προς την Τουρκία και το αντίστροφο, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάνης και μετά από τη μικρασιατική καταστροφή του 1922. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται ειδική αναφορά στην εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών σε χωριά, όπου έμεναν παλιά Τούρκοι, κοντά στον Αλιάκμονα. Οι συγκεκριμένοι προσφυγικοί πληθυσμοί προέρχονταν από τα βάθη της Μικράς Ασίας και ειδικότερα, από την περιοχή της Καππαδοκίας (Σεβάστεια), στον ευρύτερο χώρο της οποίας ανιχνεύονταν οι «ρίζες» και των προγόνων του Βασίλη Ραφαηλίδη, από τη μεριά του πατέρα του. Η διήγηση εμβαθύνει, ακόμα περισσότερο, στη δυσκολία αποδοχής των προσφύγων από τους ντόπιους πληθυσμούς, εξαιτίας ορισμένων παραγόντων, όπως, π.χ., η γλώσσα και πιο συγκεκριμένα, η τούρκικη γλώσσα, την οποία μιλούσαν οι τουρκόφωνοι Έλληνες της Καππαδοκίας.

Β) Από παιδαγωγικής απόψεως, παρατηρούμε την προσπάθεια του εκπαιδευτικού Απόστολου Ραφαηλίδη να μυήσει τους μαθητές του στον κόσμο της γνώσης, με την επιτόπια έρευνα και βγαίνοντας από τους τέσσερις τοίχους της σχολικής τάξης, μέσα από ένα ταξίδι στα μέρη που, υπό άλλες συνθήκες, οι μαθητές καλούνται να μελετήσουν με τα βιβλία της Ιστορίας και της Γεωγραφίας. Σε ανύποπτο χρόνο, η ανωτέρω εκπαιδευτική μεθοδολογία παραπέμπει στις μεθόδους των πιο σύγχρονων, τότε, Ελλήνων παιδαγωγών (όπως, π.χ., ο Θεόδωρος Κάστανος και ο Αλέξανδρος Δελμούζος), οι οποίοι, παρά τις έντονες αντιδράσεις τού τότε ντόπιου κατεστημένου, κατάφεραν να εφαρμόσουν τις ανάλογες παιδαγωγικές αρχές του Σχολείου Εργασίας και άλλων ξένων εκπαιδευτικών συστημάτων. Πρόκειται για επαναστατικές μεθόδους, μέσα από τις οποίες, εν προκειμένω, οι μαθητές βίωσαν το πέρασμα από τη βαλκανική Ελλάδα στο χώρο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, έτσι όπως αυτός είχε μεταφυτευτεί, εδώ και λίγα χρόνια, στη γη της Δυτικής Μακεδονίας, από την άλλη πλευρά του Αλιάκμονα.

Ο ποταμός Αλιάκμονας αποτελεί τον κοινό τόπο των δύο παραπάνω ιστοριών, αντανακλώντας, έστω και σε μικρογραφία, την προαναφερθείσα ιστορική, κοινωνική, εθνολογική, αλλά και παιδαγωγική, πραγματικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Ο Ραφαηλίδης πέθανε στην Αθήνα στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 σε ηλικία 66 ετών. Ετάφη στην Πάτρα, σε οικογενειακό τάφο μαζί με τους γονείς του, κάτι που (κάπως προφητικά) είχε περιγράψει, σε ανύποπτο χρόνο, και ο ίδιος, στη βιογραφία του (Ραφαηλίδης, 1992: 25).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγγελόπουλος, Θ., Δημόπουλος, Μ., Μπακογιαννόπουλος, Γ., Παπαγιαννίδης, Τ., Παπαδοπούλου, Μ., Ραφαηλίδης, Β., Σολδάτος, Γ. & Χαρίτος, Δ. (2000). Βασίλης Ραφαηλίδης. Αθήνα: Αιγόκερως.

Γιαννάτος, Λ. (Δ/ντής Παραγωγής για την ΕΡΤ) & Παπαγιαννίδης, Τ. (Σκηνοθέτης). (1999). Ο ήλιος ανατέλλει πάντα-β’ μέρος [Ντοκιμαντέρ]. Ελλάδα: ΕΡΤ.

Δημόπουλος, Ι. (1994). Τα παρά τον Αλιάκμονα Εκκλησιαστικά. Θεσσαλονίκη, Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης.

Κυλίτου, Κ., Μπίκος, Γ., Στυλιανίδου, Σ., Σφήκας, Γ. & Τσιώκος, Λ. (2007). Ελλάδα-Νομός Κοζάνης, τόμος 30. Αθήνα: Δομή.

Ραφαηλίδης, Β. (1982). Λεξικό ταινιών-τόμος Ι. Αθήνα, Αιγόκερως.

Ραφαηλίδης, Β. (1992). Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο: Η ζωή ενός ταλαίπωρου Έλληνα. Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

[1] Σέρβια: Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμετρο 430 μ.). Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Κοζάνης, στις βορειοδυτικές απολήξεις των Πιερίων ορέων, 27 χλμ. νοτιοανατολικά της πόλης της Κοζάνης (Κυλίτου, Κ., Μπίκος, Γ., Στυλιανίδου, Σ., Σφήκας, Γ. & Τσιώκος, Λ., 2007: 141).

[2] Βελβενδός: Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμετρο 420 μ.). Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Κοζάνης, κοντά στα όρια με το νομό Πιερίας, μεταξύ των Πιερίων ορέων και του ποταμού Αλιάκμονα, 33 χλμ. νοτιοανατολικά της πόλης της Κοζάνης (Κυλίτου κ.ά., 2007: 102).

[3] Πολύρραχο: Ορεινός οικισμός (υψόμετρο 650 μ.). Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Κοζάνης, στις βορειοανατολικές απολήξεις των Καμβουνίων ορέων, 36 χλμ. νοτιοανατολικά της Κοζάνης. Μέχρι το έτος 1928, ονομαζόταν Ράχοβο (Κυλίτου κ.ά., 2007: 136).

[4] Ίμερα: Ημιορεινός οικισμός (υψόμετρο 330 μ.). Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Κοζάνης, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 31 χλμ. ανατολικά της πόλης της Κοζάνης. Μέχρι το έτος 1928, ονομαζόταν Χεϊμπελή (Κυλίτου κ.ά., 2007: 110).

[5] Αλιάκμονας: Ο μεγαλύτερος, σε μήκος, ποταμός της Ελλάδας (περίπου 300 χλμ.), από όσους ρέουν, αποκλειστικά, σε ελληνικό έδαφος και διαρρέει τους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης, Γρεβενών, Ημαθίας και Πιερίας (Κυλίτου κ.ά., 2007: 62-63).

[6] Μετά το 1922, στα Ίμερα, «με την ανταλλαγή των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Σεβάστεια της Μικράς Ασίας. Βρήκαν ένα ρημαγμένο τουρκοχώρι, σκόρπιο σε 3-4 συνοικισμούς και ένα τούρκικο τζαμί, που το μετέβαλαν σε εκκλησία και το χρησιμοποίησαν, μέχρι και τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» (Δημόπουλος, 1994: 582).

Κείμενα: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης

Πληροφορίες για τα cookies

Τα cookies είναι σύντομες αναφορές που αποστέλλονται και αποθηκεύονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη μέσω του προγράμματος περιήγησης όταν αυτό συνδέεται στο Ιντερνέτ. Τα cookies μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων του χρήστη όσο αυτός είναι συνδεδεμένος, για να του παράσχουν τις ζητούμενες υπηρεσίες και που ορισμένες φορές τείνουν να μην διατηρούν. Τα cookies μπορεί να είναι τα ίδια ή άλλων:

  • Technical cookies (τεχνικά cookies) που διευκολύνουν την πλοήγηση των χρηστών και τη χρήση των διαφόρων επιλογών ή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον ιστό, όπως προσδιορίζουν τη συνεδρία, επιτρέπουν την πρόσβαση σε ορισμένες περιοχές, διευκολύνουν τις παραγγελίες & τις αγορές, συμπληρώνουν φόρμες & εγγραφές, παρέχουν ασφάλεια, διευκολύνουν λειτουργίες (βίντεο, κοινωνικά δίκτυα κλπ.).
  • Customization cookies (cookies προσαρμογής) που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους (γλώσσα, πρόγραμμα πλοήγησης - browser, διαμόρφωση, κ.α.).
  • Analytical cookies (cookies ανάλυσης) που επιτρέπουν την ανώνυμη ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών του Ιντερνέτ, επιτρέπουν την μέτρηση της δραστηριότητας του χρήστη και την ανάπτυξη προφίλ πλοήγησης για την βελτίωση των ιστότοπων.

Ως εκ τούτου, όταν έχετε πρόσβαση στον ιστότοπο μας, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Νόμου 34/2002 των Υπηρεσιών Κοινωνίας της Πληροφορίας, στην αναλυτική επεξεργασία των cookies ζητάμε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση τους, με σκοπό να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας. Χρησιμοποιούμε την υπηρεσία του Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων στατιστικών πληροφοριών όπως για παράδειγμα ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο μας. Τα cookies που προστίθενται από την υπηρεσία Google Analytics διέπονται από τις πολιτικές απορρήτου του Google Analytics. Αν επιθυμείτε μπορείτε να απενεργοποιήσετε τα cookies από το Google Analytics.

Παρακαλούμε, σημειώστε ότι μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή απενεργοποιήσετε τα cookies σύμφωνα με τις οδηγίες του προγράμματος πλοήγησης σας (browser).