Τα παιδιά των αγροτών και το τραγούδι της σιωπής γίνεται "παραμύθι" που αξίζει να το θυμάσαι (της Παρθένας ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ)
Τα παιδιά των αγροτών και το τραγούδι της σιωπής γίνεται "παραμύθι" που αξίζει να το θυμάσαι:
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή πολιτεία που την έλεγαν Αμύνταιο, υπήρχε ένα καινούργιο σπίτι της φροντίδας, χτισμένο με άσπρες πέτρες και μεγάλα παράθυρα για να μπαίνει το φως. Όλοι είχαν μαζευτεί για τα εγκαίνιά του: άρχοντες, κάτοικοι και παιδιά με μουσικά όργανα που έλαμπαν σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Ο πιο σπουδαίος επισκέπτης ανέβηκε ψηλά και μίλησε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση. Διηγήθηκε μια παλιά ιστορία για ένα αγόρι που έφυγε φτωχό από τον τόπο αυτό και γύρισε χρόνια μετά μέσα από τα όνειρα του γιου του. Οι λέξεις του πετούσαν σαν πουλιά και κάποιοι έκλεισαν τα μάτια για να τις κρατήσουν.
Όμως, λίγο πιο πέρα από τη γιορτή, η γη αναστέναζε. Οι αγρότες, άνθρωποι δεμένοι με το χώμα και τις εποχές, είχαν έρθει με τα σιδερένια τους άλογα για να πουν τον καημό τους. Μα μπροστά τους υψώθηκαν φράχτες και στολές, σαν τοίχοι που δεν άκουγαν.
Τα παιδιά του Μουσικού Σχολείου το είδαν. Κι εκεί, μέσα στη σιωπή πριν από το τραγούδι, κάτι άρχισε να αλλάζει. Κρατούσαν τα όργανά τους σφιχτά, μα η καρδιά τους δεν ήταν πια στη γιορτή. Από τη μία, η χαρά και η ευθύνη του «πρέπει», από την άλλη, το σφίξιμο όταν αναγνώρισαν πρόσωπα αγαπημένα πίσω από τα κάγκελα. Δεν ήταν διαδηλωτές· ήταν οι γονείς τους.
Οι σκέψεις τους μπλέχτηκαν σαν νότες που δεν έβρισκαν κλίμακα. Φόβος μήπως κάνουν λάθος. Αγωνία μήπως στενοχωρήσουν. Κι όμως, πιο δυνατή απ’ όλα ήταν μια ήσυχη φωνή μέσα τους, που έλεγε πως η μουσική δεν είναι πάντα ήχος, είναι στάση.
Τότε συνέβη κάτι μαγικό. Τα κάλαντα, έτοιμα να ξεχυθούν, γύρισαν πίσω και έγιναν σιωπή. Τα βιολιά και τα φλάουτα χαμήλωσαν το κεφάλι. Χωρίς θυμό και χωρίς φωνές, τα παιδιά γύρισαν την πλάτη στη γιορτή και περπάτησαν προς το μέρος των γονιών τους.
Δεν ένιωσαν νικητές ούτε ήρωες. Ένιωσαν ανακούφιση. Σαν να είχε μπει ξανά η μουσική στη σωστή της θέση, όχι στα χείλη, αλλά στην καρδιά. Κι εκείνη η σιωπή ήταν πιο δυνατή από κάθε μελωδία.
Τότε οι αγρότες χειροκρότησαν. Όχι δυνατά, μα αληθινά. Κι ο άνεμος πήρε το μήνυμα και το σκόρπισε στην πολιτεία: πως ακόμα και τα πιο μικρά μπορούν να κάνουν τις πιο μεγάλες επιλογές και πως η δικαιοσύνη, όταν τη διαλέγεις, γίνεται παραμύθι που αξίζει να το θυμάσαι.
Κι έτσι, στο Αμύνταιο, όλοι έμαθαν πως η πιο όμορφη μελωδία γεννιέται εκεί όπου συναντιούνται η συνείδηση, η αλληλεγγύη και το θάρρος.
Παρθένα ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ













