ΣΥΡΙΖΑ Κοζάνης: Τα πρόσφατα περιστατικά με δηλώσεις ιεραρχών και παρεμβάσεις αιρετών αρχόντων δεν αποτελούν μεμονωμένες «ατυχείς στιγμές»
Τώρα που τα Χριστούγεννα πέρασαν, τι μας έμεινε; Πέρα από τα φωτάκια που έσβησαν, τις ευχές που ξεθώριασαν και την επιστροφή στην καθημερινότητα
, μένει αναπόφευκτα ο δημόσιος λόγος που αρθρώθηκε στο όνομά τους. Και αυτός ο λόγος, αντί να θυμίζει μηνύματα αγάπης, κατανόησης και αλληλεγγύης, άφησε πίσω του μια βαριά σκιά μισαλλοδοξίας και αυταρχισμού.
Τα πρόσφατα περιστατικά με δηλώσεις ιεραρχών και παρεμβάσεις αιρετών αρχόντων δεν αποτελούν μεμονωμένες «ατυχείς στιγμές», αλλά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο κλίμα μισαλλοδοξίας και αυταρχισμού που επιχειρεί να κανονικοποιηθεί στον δημόσιο λόγο. Κοινός παρονομαστής τους είναι η προσπάθεια επιβολής μιας μοναδικής «ορθής» ταυτότητας – θρησκευτικής, εθνικής ή πολιτισμικής – και η στοχοποίηση κάθε διαφορετικής έκφρασης ως απειλής.
Οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Κοζάνης, με τη σύγκριση της ανθρώπινης αξίας και της κοινωνικής ευαισθησίας με την αγάπη προς τα ζώα, δεν προάγουν τον σεβασμό προς τον άνθρωπο, αλλά καλλιεργούν έναν ψευδή ηθικό διχασμό. Αντί να αναδεικνύεται η αλληλεγγύη ως καθολική αξία, τίθεται ένα τεχνητό δίλημμα: ή θα νοιάζεσαι «σωστά», σύμφωνα με ένα αυστηρό θρησκευτικό πρότυπο, ή είσαι εκφυλισμένος και «κατώτερος». Πρόκειται για έναν λόγο που δεν θεραπεύει κοινωνικές πληγές, αλλά τις βαθαίνει, καλλιεργώντας ενοχή, φόβο και απαξίωση.
Αντίστοιχα, η τοποθέτηση του Μητροπολίτη Ξάνθης γύρω από τις «Θρακικές Λαογραφικές Εορτές» και τη συμμετοχή μουσικού συγκροτήματος που βαφτίζεται συλλήβδην ως «νεοπαγανιστικό», φανερώνει μια βαθιά καχυποψία απέναντι στον πολιτισμό ως ζωντανή και εξελισσόμενη διαδικασία. Η τέχνη και η μουσική αντιμετωπίζονται όχι ως πεδία διαλόγου και δημιουργίας, αλλά ως ιδεολογικά όπλα που πρέπει να ελεγχθούν. Η διαφορετική αισθητική, η πειραματική προσέγγιση της παράδοσης ή ακόμη και η ενδυματολογική έκφραση μετατρέπονται σε «αποδείξεις» εχθρικής πρόθεσης. Έτσι, ο πολιτισμός παύει να ενώνει και χρησιμοποιείται ως μηχανισμός αποκλεισμού.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στο περιστατικό της Φλώρινας, όπου ο δήμαρχος παρενέβη βίαια για να διακοπεί η ερμηνεία τραγουδιού σε σλαβική γλώσσα. Εδώ η μισαλλοδοξία εκδηλώνεται απροκάλυπτα: η γλώσσα και η μουσική λογοκρίνονται στο όνομα μιας «καθαρής» ταυτότητας, ενώ η εξουσία επιστρατεύεται για να φιμώσει καλλιτέχνες την ώρα της εργασίας τους. Το μήνυμα είναι σαφές: ό,τι δεν ταιριάζει στο κυρίαρχο αφήγημα δεν έχει θέση στον δημόσιο χώρο.
Αυτές οι πρακτικές συνδέονται άμεσα με την προσπάθεια φανατισμού της κοινωνίας. Ο φανατισμός δεν γεννιέται μόνο από ακραία συνθήματα, αλλά από τη σταδιακή νομιμοποίηση του αποκλεισμού, από τον λόγο που χωρίζει τους ανθρώπους σε «δικούς μας» και «ξένους», σε «ορθούς» και «λανθασμένους». Όταν η Εκκλησία ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση χρησιμοποιούν το κύρος τους για να επιβάλουν μία και μοναδική κοσμοαντίληψη, τότε η διαφορετικότητα παρουσιάζεται ως απειλή και όχι ως πλούτος.
Μια δημοκρατική κοινωνία, όμως, δεν φοβάται τη διαφωνία, την πολυφωνία και την πολιτισμική ποικιλία. Αντίθετα, τις θεωρεί θεμέλια της συνοχής της. Ο σεβασμός στον άνθρωπο, στην τέχνη και στην ελευθερία της έκφρασης δεν αποδυναμώνει την κοινωνία· την θωρακίζει απέναντι στον φόβο και τον φανατισμό. Εκεί όπου κυριαρχεί η μισαλλοδοξία, η δημοκρατία υποχωρεί. Και αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα πίσω από τέτοιες «μεμονωμένες» ενέργειες.
ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
ΝΕ ΠΕ ΚΟΖΑΝΗΣ













