ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας -Γ-
ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας -Γ-
από http://eranistis.net/
ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων
γαβρί το & γάβρος ο: είδος φυλλοβόλου δέντρου της περιοχής (Carpinus betulus) Δημότ.: ..μόν” καρτερώ την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι, / ν’ ανοίξει ο γαύρος κι η οξυά, να σκιώσουν τα λημέρια, / να βγουν οι βλάχοι “ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες. Στα αρχ. ελλ. γαύροςσημαίνει καυχώμενος, αυτός που περηφανεύεται και περιφρονεί τους άλλους, αγέρωχος, αλαζόνας.
γαζέπι το: οργή, θεομηνία, δυνατή καταιγίδα. Περραιβός: ..ακόμη σας λέγω, πως κατά την κοβέντα, οπού εκάμαμεν, αν σας το άλλαξεν, ο Θεός να σας δώσει δίκαιον, ει δε, ο Θεός, από το γαζέπι μου να μη γλυτώσετε, μονάχα σας γελάει ο νους σας, οπού εβάλατε δυό πανιά (τας Ρωσσοθωμανικάς δηλαδή σημαίας)· και λέτε να γλιτώσετε, πήρατε πράξη από τους γειτόνους σας (Επτανησίους) | < τουρκ. gazap ή gazep.
γαϊδουριάρης ο: αυτός που κατέχει, επαγγελματίας που εργάζεται με γαιδούρια (ως αγωγιάτης) Παροιμ.: «Άλλα σκαμπάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης» | < μσν. γάιδαρος (πρβ. μσν. γάδαρος, γαϊδάριον) < αραβ. gadar, gaidar.
γαϊδουρολάτης ο: γαϊδουριάρης, αυτός που οδηγεί, μεταχειρίζεται γάιδαρο. Παροιμ.: «Άλλα σκαμπάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουρολάτης» | < γάιδαρος + αρχ. ελλ. ελαύνω= προχωρώ, βλ. γαϊδουριάρης.
γαϊτάνι το: λεπτό, συνήθ. μεταξωτό, κορδόνι που σε παλαιότερες εποχές στόλιζε τα τελειώματα των ρούχων. Δημότ.: Που θα’ βρω τέτοια λυγερή, ξανθή και μαυρομάτα. Έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, το δόλιο το ματόφρυδο σαν κρόσσι απ’ το μαντήλι. Χρυσό γαϊτάνι περιβάλλει όλα τα ανοίγματα και τον ποδόγυρο. Πβ. Βαμβακ.:Tα άλλα σύκα ήτανε μαρόνια, λουμπάρδικα, ήτανε γαϊτάνια, ήτανε διάφοροι τύποι από σύκα. Tα μαρόνια άσπρα, τα λουμπάρδικα και τα γαϊτάνια μαύρα. | μσν. γαϊτάνιν υποκορ. του ελνστ. γαϊταν(όν) -ι(ο)ν (πρβ. ελνστ. γαϊετανόν, ίσως παρετυμ. προς την πόλη Caieta, Gaeta) < αραβ. hītan (πρβ. τουρκ. gaytan).
γαϊτανόφρυδο το: φρύδι λεπτό και καλοσχεδιασμένο, σαν γαϊτάνι | < βλ. γαϊτάνι.
γαϊτανοφρυδούσσα η: με φρύδια όμορφα, γραμμένα σαν γαϊτάνι. Παραδ.: Ποια είν’ η άσπρη ποια είν’ η ρούσα, / ποια είν’ η γαϊτανοφρυδούσα | < βλ. γαϊτάνι.
γαλαζιάζω & γαλανίζω: βάφω κάτι γαλανό, γαλάζιο· παθ. γίνομαι γαλανός, γαλάζιος, μπλε, μελανιάζω, μπλαβιάζω. Ρίτσος: Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες / Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι.
γαλανή η: άγρια ποικιλία κορομηλιάς.
γαλάρα η: προβατίνα, γίδα που παράγει γάλα. Παπαδιαμάντ.: Ἀλλ᾽ ὀργὴ Θεοῦ εἶχε πέσει τὸ ἔτος ἐκεῖνο εἰς τὰβοσκήματα. Τὰ πράματα τὰ μισὰ τοῦ εἶχαν ψοφήσει· ὀλίγες μόνον γαλάρες τοῦ ἔμειναν· ὅλο καὶ στέρφες. Δὲνἔκαμεν ὁ Θεὸς καλὸν καιρὸ νὰ βγάλῃ χορταράκι, νὰ βοσκήσουν τὰ πράματα. Τι να σε κάμουν τὰ καημένα τὰπράματα.
γαλάρι το: γιδοπρόβατο ή άλλο ζώο που κατεβάζει, παράγει γάλα. Παπαευαγγ.: Ο Γκουντής πήρε το ταλαγάνι και έκανε τον κατήφορο να ακολουθήσει τα γαλάρια. – Τα σφαχτά τα είχαν στου Γιλαδόσταλοκι, τα βουσκούσει τα γαλάρια η Αντώντς κι τα στείρα η Βαγγέλτς, που ήταν κι μκρότιρους. Παροίμ.: «Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι.» | < αρχ. ελλ. γάλα.
γαλαρολίβαδο το: λιβάδι για γαλάρια, ζώα που παράγουν γάλα. Βλ. & γαλάρι το.
γαλαρομάντρι το: μαντρί, χώρος ξεχωριστός για τα γαλάρια, τα γαλακτοπαραγωγά ζώα.
γαλατόπιτα η: γλυκιά πίτα με γάλα, αυγά, ρύζι και ζάχαρη. Φτιάχνεται συνήθως για να μοιράζεται στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα.
γαλατσιάνα η: το καλαμπόκι που δεν στέγνωσε, ο αψώμωτος, γαλακτώδης καρπός του καλαμποκιού, μτφ. η γυναίκα με άσπρο δέρμα, ασπριδερή, ασπρουλιάρα·
γαλατσιάνικος -η -ο: στο χρώμα του γάλακτος, ασπρουλιάρης, πολύ άσπρος, λευκός, που δεν τον έχει δει ο ήλιος. Παπαευαγγ.: Αφού τα όρθουσαν στου μαντρί .. έδουσαν κι τα σκλιά τα πιτιράδια .. κι ήρθαν στου χουριό ..! Ανοιγ’ν τ΄πόρτα κι γκουρλών’ τα μάτια μόλις βλέπ’ν ένα κουρίτσι άσπρου άσπρου .. γαλατσιάνκου ..!
γαλατσίδα η: άγριο φυτό του γένους Euphorbia. Το όνομα προήλθε από τον γαλακτώδη χυμό που εκκρίνουν οι βλαστοί και τα φύλλα.
γαλέτα η: είδος ψωμιού, ειδικά ψημένου για να διατηρείται πολύν καιρό, που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό. Δημότ.: -Πάρτονε, κόρη μου, κι έχει γολέτα / θα σε ταΐζει ξερή γαλέτα / – Δεν τόνε θέλω, δεν τόνε παίρνω / καλόγρια γίνομαι, τα ράσα βαίνω | < βεν. galeta.
γαλιάντρα η: ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα· μτφ. φλύαρη γυναίκα. H γαλιάντρα η κοινή, είναι ένα εδαφόβιο στρουθιόμορφο πουλί που ανήκει στην οικογένεια των κορυδαλλών, η οποία περιλαμβάνει γύρω στα 20 είδη που έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. | < αντδ. < μσν. καλιάντρα < λατ. calandra, caliandra < ελνστ. κάλανδρος, καλάνδρα.
γαλίκα η: είδος μεγάλου καλαθιού, φτιαγμένο από καλάμια, με το οποίο μετέφεραν σταφύλια, φρούτα ή εμπορεύματα, λέγεται και γαλίκι το.
γάλος ο & γαλί το: η γαλοπούλα. Παροίμ.: «Καλύτερα θέλω τον γάλο παρά τον μπακαλιάρο.» βλ. κούρκος | < γάλ(ος) -οπούλα· ιταλ. gallo (d΄India)] κόκορας της Ινδίας.
γαλομέτρος ο: διαδικασία κατά την οποία μετρούσαν την απόδοση κάθε κοπαδιού σε γάλα.
γαλονάς ο: που έχει γαλόνια, αξιωματικός, βαθμοφόρος. Οι γαλονάδες δικαιούνται να ομιλούν· Χειροπέδες σε τρεις… «γαλονάδες» που έκλεβαν καύσιμα. Οι «γαλονάδες» της Πολιτικής Προστασίας. Βλ. & γαλόνι το.
γαλόνι το: μέτρο χωρητικότητας, κυρίως για υγρά, που ισοδυναμεί περίπου με 4,543 κιλά· 21.000 γαλόνιαπετρελαίου) ενδεχομένως να διέρρευσαν στη θαλάσσια. Παπαδιαμάντ.: -Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα! Που να σκάσεις! | < ιταλ. gallon(e) -ι < γαλλ. gallon < αγγλ. Gallon.
γαλόνι το: διακριτικό του βαθμού στρατιωτικών, αστυνομικών και άλλων βαθμοφόρων· είχε πλάκα τα γαλόνια· ξηλώνουν τα γαλόνια· ιερατικά γαλόνια. Κρίμα στα γαλόνια σου | < γαλλ. gallon -ι ή μέσω του ιταλ. gallon(e) –ι.
γαλοτύρι το: γάλα με τριμμένο τυρί, είδος τυριού. Καρκαβ.: Tις άλλες όμως ημέρες έχουν για προσφάγι τα σκορδοκρέμμυδα και τα οσπριοφάσουλα, το τυρί, το γαλοτύρι, το μπλιγούρι, τον τραχανά και κάποτε τις επίσημες ημέρες τη μαμαλίγκα.
γαλόχορτο το & γαλατόχορτο το: η γαλατσίδα, ευφόρβιον το ηλιοσκόπιον. Λιούφης: ..διό και νυν οι γυναίκες αυτόσε ερχόμεναι μετά των χειρών επί την ράχιν κύπτωσιν, ως αι αίγες, και εις ευφορίαν γάλακτος βόσκουσιν το λεγόμενον γαλόχορτον.
γαμπάλι το: ξύλινο καλούπι της γάμπας, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή παπουτσιών (στιβάνια κ.α). Τογαμπάλι είναι το ξύλινο «καλούπι» της γάμπας που θα φορέσει το στιβάνι. Αποτελείται από δύο βασικά εξωτερικά ξύλα που σχηματοποιούν το δέρμα και τα εσωτερικά ξύλα – τρία διαφορετικά σε φάρδος ζευγάρια τις «στέκες» και τις «σφήνες» – που προστίθενται ή αφαιρούνται για να φέρουν το καλούπι σε μέγεθος αντίστοιχο της γάμπας. | < γάμπα < αντδ. < ιταλ. gamba < υστ. λατ. camba, gamba= οπλή ζώου < αρχ. ελλ. καμπή· δωρ. διάλ. καμπά= κλείδωση.
γαμπρίζω: ψάχνω γαμπρό, αναζητώ γυναίκες, φλερτάρω. Τσιφόρος: Γάμπριζε ο Ζεύς με τη Θέμιδα του Νηρέα την κόρη και την έφερνε γυροβολιά για το «πονηρόν».
γαμπρουλιάς ο: χαϊδευτικά ο γαμπρός. Καζαντζάκ: Και στο Άργος πίσω το πολύκαρπο σα γύρουμε, γαμπρός του / να γίνεις, και τιμή περίτρανη θα σου “χει, σαν του Ορέστη (εἰ δέ κεν Ἄργος ἱκοίμεθ᾽ Ἀχαιϊκὸν οὖθαρ ἀρούρης /γαμβρός κέν οἱ ἔοις· τίσει δέ σε ἶσον Ὀρέστῃ).
γανουτάς ο: γανωτής, γανωματής, αυτός που γανώνει, επαλείφει με κασσίτερο (καλάι) χάλκινα σκεύη | < βλ. γανώνω.
γάνα η: πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη, καπνιά που δημιουργείται εξωτερικά στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά, μουτζούρα. Παροιμ.: «Άντρας ψηλός και άγγελος, κοντός πομπή και γάνα, ψηλή γυναίκα άχαρη, κοντή χαραμαντάνα..»
γανιάζω: γανώνω, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι. Με γανιάζει αυτό το παιδί, μέχρι να τα γράψει όλα.
γάνωμα το: η εσωτερική επικάλυψη των χάλκινων σκευών με κασσίτερο για να αποφευχθούν οι οξειδώσεις του χαλκού.
γανώνω: επαλείφω, επικαλύπτω εσωτερικά με κασσίτερο χάλκινα σκεύη για να αποφευχθούν οι οξειδώσεις του χαλκού. ΦΡ. μτφ. Του γάνωσε το κεφάλι= τον ζάλισε, του έκανε «το μυαλό κουρκούτι.» Πάλλης: ..φέρανε κιόλας τα εφτά τριπόδια πούχε τάξει, / τα δώδεδα άτια, κι” είκοσι λεβέτια γανωμένα, / κι” εφτά γυναίκες βγάλανε -λαμπρές, ψιλοδουλέφτρες- | μσν. γανώνω < ελνστ. γαν(ώ) -ώνω, αρχ. σημ.= στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κάτι να λάμπει.
γανωτής ο: αυτός που έχει ως επάγγελμα το γάνωμα των χάλκινων σκευών· γανωματής. Περραιβός: ..γανωτήςτις, καταγόμενος από των Κατζανοχωρίων των Ιωαννίνων, όστις απήρχετο κατ’ έτος εις το Σούλιον και εγάνωνε τα χάλκινα αγγεία | < ελνστ. γανωτής.
γαργάρα η: πλύση του στόματος και του λάρυγγα που γίνεται για θεραπευτικούς σκοπούς με φάρμακο, αφέψημα ή ειδικό διάλυμα· κάτι που είναι γαργαρισμένο, πολύ καθαρό, λαμαίκο· ως επίρρ.: Το σεντόνια, το δωμάτιο, ήταν γαργάρα | < ελνστ. γαργάρα (πρβ. ελνστ. γαργαριστέον= πρέπει να γίνει γαργάρα, μσν. γάργαρος= η σταφυλή της υπερώας) ηχομιμ.
γαργαρίζω: πλένω και καθαρίζω καλά κάτι, το κάνω να λάμπει από καθαριότητα. Σολωμός: Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει / Κάθε λάρυγγας εχθρού / Και το ρεύμα γαργαρίζει / Τες βλασφήμιες του θυμού. (Εθνικός ύμνος). Παροιμ.: «Κουφού καμπάνα κι αν λαλείς, νεκρόν κι αν γαργαρίζεις, και μεθυσμένον αν κερνάς, όλα χαμένα τα ‘χεις.» Αίνιγμα: Το ψάρι τρώει τη θάλασσα κι η θάλασσα το ψάρι κι εις του ψαριού την κεφαλή ο ήλιος γαργαρίζει (το λυχνάρι – Χίος) | μσν. γάργαρος < γαργαρίζω.
γάργαρος -η -ο & γαργαρός: για τρεχούμενο νερό, το καθαρό, το διαυγές.
γαρδέλι το: η καρδερίνα, γραμματίκι. Ηπίτης: καρδερίνα η= το γαρδέλι, αστραγαλίνος, ακανθίς ή ακανθυλλίς, μικρόν πτηνόν όπερ κελαηδεί.
γαρμπής ο & γιαρμπής ο: νότιος άνεμος, νοτιοδυτικός άνεμος, λίβας. Πβ.: Βόρειος (Β)= Βόρειος ή Τραμουντάνα, Βορειοανατολικός (ΒΑ)= Μέσης ή Γρέγος, Ανατολικός (Α)= Απηλιώτης ή Λεβάντες, Νοτιοανατολικός (ΝΑ)= Εύρος ή Σορόκος, Νότιος (Ν)= Νότιος ή Όστρια, Νοτιοδυτικός (ΝΔ)= Λίβας ή Γαρμπής, Δυτικός (Δ)= Ζέφυρος ή Πουνέντες, Βορειοδυτικός (ΒΔ)= Σκύρων ή Μαΐστρος. Καββαδ.: Έβραζε το κύμα του γαρμπή / είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη / γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη / σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει. Παροιμ.: «Ο χαλαζιάς κι ογιαρμπής δεν εχουν μπέσα για μπέσα.» | < μσν. γαρμπής < αραβ. garbī= δυτικός, μέσω του βεν. garbin ή μέσω του τουρκ. garbi -ς.
γάρος ο: νερό με αλάτι που βάζανε στις κάσες τη φέτα για να συντηρείται, άλμη. Χωρίς γάρο θα χαλάσει το τυρί | < αρχ. ελλ. γάρος.
γαρούφαλο το: γαρίφαλο. Δημότ.: Σ’ είχα γαρούφαλο στ’ αυτί, και τώρα σ’ έχω αγκάθι | < αντδ. < μσν. γαρόφαλο, γαρίφαλο < βεν. garofolo (και για το άνθος) < μσν. καρυόφυλλον= μοσχοκάρφι (ελνστ. καρυόφυλλον).
γαρώνω: βάζω σε γάρο, αλατίζω, αρμυρίζω.
γάστρα η: πήλινο ή μεταλλικό θολωτό σκεύος με το οποίο, αφού πρώτα το θερμάνουν καλά, σκεπάζουν το ταψί για να ψηθεί από πάνω το φαγητό που είναι μέσα, βαθύ μαγειρικό σκεύος με καπάκι. Παπαδιαμάντ.: Είχε κεντήσει η ίδια τον ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά. | < αρχ. ελλ. γάστρα= δοχείο με φουσκωτή κοιλιά.
γαστρώνομαι: στρώνομαι, κάθομαι κάπου, χωρίς να έχω σκοπό να φύγω ή να σηκωθώ σύντομα. Λ.χ.Γαστρώθηκε απ’ το πρωί και δε λέει να φύγει.
‘γγισμένος ο: μαλωμένος, παρεξηγημένος. Μακρυγ Ἤμουν ῾γγισμένος μὲ τὸν Μεταξᾶ – ἴσως αὐτὸς ὁ διάβολος τώρα ὁποῦ γέρασε γένῃ ἄνθρωπος.
γδικιέμαι: εκδικούμαι. Πάλλης: ..έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη / Αλέξαντρο -τι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη !» -και χάμου αμέσως πήδηξε με τ” άρματα οχ τ” αμάξι.
γδικιωμός ο: η εκδίκηση. Πάλλης: Γιατί νικάει ο άρχοντας μ” αδύναμο αν μαλώσει, / και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα, / όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει / στερνά μιά μέρα γδικιωμό. Μόν τήρα αν θα με σώσεις. (Ιλιάδα).
γδόμαλλο το: γιδόμαλλο, μαλλί γίδας.
γδύμια η: γύμνια. Βαμβακάρ.: Ξυπόλητος, νηστικός, πεινασμένος, γδύμια, και με λυπότανε ο πατέρας | < γδύνω.
γειά η: υγεία. Παροίμ.: «Η γειά με κάνει και χαίρομαι, η γειά και καμαρώνω.»
γειτόνεμα το: η γειτνίαση, η σχέση που δηλώνει το ρήμα γειτονεύω. Ελύτης: Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά / στα ηφαίστεια κλήματα σειρά / και τα σπίτια πιο λευκά / στου γλαυκού το γειτόνεμα! | < ελνστ. γειτόνευμα (πρβ. αρχ. ελλ. γειτόνημα).
γελαδαριά η: στάβλος αγελάδων | < αγελάδα < μσν. αγελάδα (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ή μσν. ἀγελάς, αιτ. -άδα (ενν. βοῦς ἡ) θηλυκό ζωντανό που ζει σε αγέλη και όχι σε στάβλο.
γελαδίτσα η: αγελαδίτσα, γελαδούλα· αλλιώς το τριζόνι.
γελαδοκρέατο το: το κρέας της αγελάδας, το βοδινό.
γελαδοκούρεμα το: ως γνωστόν, κούρεμα των αγελάδων δεν γίνεται ποτέ, επομένως, η φράση αναφέρεται σε μια μελλοντική, αδύνατη κατάσταση. Λ.χ. Θα πληρωθεί στο γελαδοκούρεμα, δηλαδή ποτέ.
γέλασμα το: ξεγέλασμα, εξαπάτηση. Πάλλης: ..ο Δίας μ” έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, / ο έρμος ! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, / πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, / και τώρα γέλασμακακό βουλήθηκε στο νου του.
γελαντζής ο: αυτός που γελάει, ξεγελάει τους άλλους, δεν κρατάει δηλαδή το λόγο του. Δημότ.: Στο Σερβιώτικο τον κάμπο περπατεί μια περιστέρα / μεταξιά με τα γαλάζια, με τον φερεντζέ στον ώμο. / Να ‘μουν κλέφτης να την κλέψωγελαντζής να τη γελάσω. Πβ. Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια / με γέλασαν και μου ‘πανε, ο χάρος δε με παίρνει.
γελέκι το: κοντό ρούχο χωρίς μανίκια που φτάνει ως τη μέση, κουμπώνει μπροστά και φοριέται πάνω από το πουκάμισο (και κάτω από το σακάκι). Δημότ.: Και μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια επίσημην ημέρα / βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι / το ρίχνει η Χάιδω μια φορά, τα παλληκάρια δέκα / κι η κόρη από τη σφίξη της κι από την εντροπή της / εκόπη το γελέκι της κι εφάνη το βυζί της / άλλος το λέει μάλαμα, άλλος το λέει ασήμι· /κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, εκείνο τη γνωρίζει | < τουρκ. yelek -ο.
γεμενί το: είδος μαντηλιού για το κεφάλι, τσεμπέρι, φακιόλι. Στιχ.: Οι ζεϊμπέκηδες χορεύουν στου Ντελή-Θρακιά / Πίνουνε ρακί, τρώνε παστουρμά, έι / και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά (Πυθαγόρας) | < τούρκ. yemeni < αραβική yamanī.
γενάτος ο: αυτός που έχει γένι, μούσι, μουσάτος. Παροίμ.: «Οι γενάτοι τρων τα ψάρια.»
γεννοβόλι το: το παιδί. Βλ. & πάθια τα.
γεννοβολώ: γεννώ πολλά παιδιά (ή ζώα), έχω αλλεπάλληλους τοκετούς.
γένομαι: γίνομαι. Παπαδαμάντ.: Ἄχ! κεφάλι, κεφάλι, ποὺ θέλεις χτύπημα στὸν τοῖχο αὐτὸν τὸν ραγισμένο, στὸντουβάρι, αὐτὸ τὸ μουχλιασμένο, τὸ βρώμικο… Πότε θὰ βάλῃς γνώση;… Ἔπρεπε νὰ ζῇ διακόσια, πεντακόσια χρόνιαἕνας ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ καλὰ τὸν κόσμο… Σὰν ξαναγένω νύφη, ξέρω καὶ καμαρώνω… Δημότ.: Γενήκαν τα γεννήματα και μπήκα να θερίσω, μαύρα μάτια να πατήσω / παίρνω το δραπανάκι μου, ωχ και μπαίνω μες το θέρο, με τα νάζια να σε φέρω. / Παίρνω τον όργο σαν πλατύ, σαν φαρδύ το μονοπάτι, βάσανα πούχει η αγάπη. Παροίμ.: «Όπου φτύνουν πολλοί γένεται και ποτάμι.»
γεντέκι το: άλογο, βάρκα ή άνθρωπος που τραβιέται με σκοινί, έλκεται, σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο ή ρυμουλκείται ένα πλοίο. Κουκκίδης: γεντέκι το= πρόσθετος ίππος εις άμαξαν, παν διπλούν πράγμα δια να χρησιμεύσει εν ώρα ανάγκης, υποστήριγμα σαχνιστού, λωρίον δια του οποίου σύρεται πλοιάροιον ή λέμβος από ξηράς ή ίππο. Μακρυγ.: Ὅτι ὁ Γκούρας τὸν Καρατάσσιον καὶ Γάτζο τοὺς ἄφησε πεζοὺς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὡς τὸνἉγιώργη κι᾿ αὐτὸς εἶχε ἄλογα ἄδεια καὶ τὰ τράβαγε γεντέκια. Παπαδιαμάντ.: Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ’ επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν’ αρμενίσουμε κουσέρβα; | < τουρκ. yedek= εφεδρικός, βοηθητικός ιμάντας ρυμούλκησης.
γέννημα το: ό,τι γεννιέται, το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά. Βυζαντ. παροιμ.: «Όταν έκλεψεν ο Θεός το γέννημα, ο διάβολος έκλεψε το σακίν.», «Όταν σε τάξουν γέννημα, τρέχε με το σακί σου.» Καρκαβ.: Τίποτε δεν ήταν γι’ αυτούς ένα κονάκι και πέντε-δέκα χιλιάδες οκάδες γέννημα που εχανόταν | < αρχ. ελλ. γέννημα.
γεννησιάρικος -η -ο: νεογέννητος, λίγο μετά τη γέννηση, νεοσσός, λέγεται για μωρά παιδιά ή ζώα | < γέννηση.
γεράζω: γερνώ. Παροίμ.: «Τον ανόητο και τον χωριάτη, ξένες έγνοιες τον γεράζουν.»
γέρατα τα: γεράματα, γηρατειά, η γεροντική, προχωρημένη ηλικία του ανθρώπου. Παραδ.: Δε με γεράσαν γέραταδε με γεράσαν ξένα, / Με γέρασεν η φυλακή, της Πύλου τα μπουντρούμια. Παροιμ.: «Γάμος στα γέρατα ή σταυρός ή κέρατα.» Συναφές και το γέρας= ηλικία, προνόμιο ηλικίας, δώρο τιμής, έπαθλο, προνόμιο. Γέρας θανόντων= η τελευταία τιμή που απονέμεται στους νεκρούς. ιων. γέρεα, πληθ. γέρατα. Επίσης γεραίρω= επιβραβεύω, συγχαίρω | < αρχ. ελλ. γῆρας.
γερεύω: αναρρώνω από ασθένεια, ανακτώ δυνάμεις, γίνομαι καλά, γερός, θεραπεύομαι. Γκοτζ.: Μα ότανπλακώσει οργή πολέμου και κατάρα, κι η ανέχεια ακολουθάει ζαβή παρακοντά, κι έρχεται η στρίξη με τη γκρίνια συντροφιά της, κι ανοίγουν οι λαβωματιές που δεν εγέρεψαν, και το σουβλί της ανημπόριας σ’ αγκυλώνει, πώς να συχάσεις από της καρδιάς σου το δαρμό κι απ’ το σαράκι που σε τρώει; | < ελνστ. επιθ. γερός < υγηρός < αρχ. ὑγιηρός.
γερόντια τα: οι γέροντες. Κ. Παπαγιώργης: Οι ηλικιωμένοι που ζουν μονάχοι –γερόντια, υπέργηρες κυρίες, συνταξιούχοι χωρίς παιδιά, φτωχόκοσμος με μικρή μοίρα στον ήλιο- δέχονται επιθέσεις, τρώνε άγριο ξύλο, χάνουν τα ελάχιστα μπικικίνια που διαθέτουν και μένουν με την απορία.
γεροντομπασμένος -η -ο: μπασμένος στα γηρατειά, γέρος, ηλικιωμένος. Καρκαβ.: Γεροντομπασμένος, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Λιβόρνου δὲν ἔχει ὅρεξη γιὰ τιμές, δὲν ἔχει χέρι γιὰ σκῆπτρο. Σάρακας τὰ χρόνια τὸν ρίξανε στὰ γηρατειά.
γεροντόπιασμα το: παιδί γεννημένο από γονέα σχετικά μεγάλης ηλικίας. Παροιμ.: «Γεροντοπιάσματα, παιδιά της ορφάνιας».
γήτεμα το: η γητειά, η απαλλαγή από μάτι ή βασκανία. Γκοτζ.: Tο αμπόδεμα και το λύμα του· το αβάσκαμα και το γήτεμά του.
γητειά η: η πρόκληση ή η αποτροπή ενός κακού, που προέρχεται συνήθ. από βασκανία, με μαγικά μέσα. Στιχ.:Κλείνω τα φώτα και κοιτάζω τις σκιές / χίλια βουνά και θάλασσες βαθιές / σπηλιές και ξέφωτα νεράιδες και γητειές (Σ. Μάλαμας) | < μσν. γητειά < γητεία.
γητεύω: κάνω γητειές· προκαλώ ή αποτρέπω ένα κακό με μαγικά μέσα. γοητεύω, μαγεύω Παπαδιαμάντ.: Πώς τα καταφέρνει! -Σαν να τον γνωρίζουν. -Λες και τα έχει γητεμένα! | < μσν. γητεύω < αρχ. ελλ. γοητεύω= μαγεύω.γοητεία= μαγεία. γόης= μάγος. Στον Πλατωνικό διάλογο Μένων 80a, η μαιευτική μέθοδος του Σωκράτη παρομοιάζεται με την άσκηση γοητείας: [Μιλάει ο Μένων] «Ὦ Σώκρατες, ἤκουον μὲν ἔγωγε πρὶν καὶ συγγενέσθαί σοι, ὅτι σὺ οὐδὲν ἄλλο ἢ αὐτός τε ἀπορεῖς καὶ τοὺς ἄλλους ποιεῖς ἀπορεῖν. καὶ νῦν, ὥς γέ μοι δοκεῖς, γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις, ὥστε μεστὸν ἀπορίας γεγονέναι. καὶ δοκεῖς μοι παντελῶς, εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ. καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιάζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ. καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι, ναρκᾶν. ἀληθῶς γὰρ ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, καὶ οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαί σοι.» (Σωκράτη, εγώ τουλάχιστον, πριν σε γνωρίσω, άκουγα ότι τίποτε άλλο δεν κάνεις παρά να απορείς εσύ ο ίδιος και να κάνεις και τους άλλους να απορούν. Και τώρα, όπως μου φαίνεσαι, ασκείς πάνω μου γοητεία και φαρμακεία και, με λίγα λόγια, κάθε είδους μάγια, ώστε να απομείνω γεμάτος απορία. Και για να το διακωμωδήσω λίγο το πράγμα, θα έλεγα ότι είσαι ολόιδιος και στο είδος και σε όλα τα άλλα με το σαλάχι. Γιατί κι αυτό ναρκώνει όποιον το πλησιάζει και το αγγίζει. Κι εσύ λοιπόν μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο μου έχεις κάνει, με ναρκώνεις. Γιατί ειλικρινά εγώ νιώθω ναρκωμένος και στην ψυχή και στο στόμα μου και δεν έχω τι να σου απαντήσω).
γιαβάς γιαβάς: σιγά σιγά. Στίχ.: Γκελ γκελ Καϊξή, γιαβάς γιαβάς / Μεσ’της Πόλης τ’ ακρογιάλι, μέσ’ τη σιγαλιά / μεσ’ του Χαρεμιού τη Λίμνη, γκέλ γκέλ Καϊξή (Γ. Φωτίδας) | < yavas yavas.
γιαβάσικος -η -ο: αργόσυρτος, με άνεση χρόνου, ήπιος, πράος, ελαφρύς, γλυκός, ήρεμος. Βαμβακάρ.: Να φουμάρουνε ναργιλέ γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα, όχι άψε σβήσε | < τουρκ. yavas.
γιαβρί το: νεογνό ζώου ή πτηνού, μτφ. (για ανθρώπους), αγαπημένος, τρυφερός, χαριτωμένος. Γιαβρούμ!=αγαπητέ μου! | < τουρκ. yavru.
γιαβουκλούς ο & γιαβουκλού η: αγαπητικός, αγαπητικιά, αρραβωνιαστικός | < τουρκ. yavu – klu.
γιαγκίνι το: η πυρκαγιά, η φωτιά. Της Σμύρνης το γιαγκίνι. Δημότ.: Έλα κοντά μου, κάτσε, μελαχρινούλα μου / να σβήσεις το γιαγκίνι πο’ χει η καρδούλα μου.
γιάγλα η: το βοσκοτόπι· ανάπαυση, ξεκούραση στο χορτάρι | < τούρκ. yayla.
γιαίνω: υγιαίνω, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι. Ερωτοκρ.: Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο / γλήγορα να μεγιάνουσι στο λογισμόν ετούτο.
γιαλαντζής ο: ψεύτης, ψεύτικος· επίρρ. γιαλαντζί. Γιαλαντζί ντολμάς= ντολμάς χωρίς κιμά | < τουρκ. yalanci.
γιαλέλι το: τραγούδι, επωδός άσματος | < αραβ. yal – el.
γιαμάκι το: χάλκινο μικροδοχείο, σ” αυτό έβαζαν τροφές για τα βρέφη (Γρεβενά).
γιάντα: γιατί. Παροιμ.: «Όποιος εξόδευεν εκατόν κι εσόδευε σαράντα / ποτέ δεν του περίσσεψαν να βάλει και στην μπάντα,/ διαβόλοι τον τραβούσανε και δεν ήξερε γιάντα.» (Ιδιαιτέρως στην κρητική διάλεκτο, ίσως ετυμολογείται από το για + ίντα= τι).
γιαπράκι το: λαχανοντολμάς με ρύζι και κιμά ή τσιατσιαλισμένο, στουμπισμένο κρέας, «κουκουλωμένο». Στην Κοζάνη παρασκευάζονται αρμυρά. Αραδιάζουμε τα γιαπράκια σε σειρές σε μια κατσαρόλα. Στον πάτο της κατσαρόλας βάζουμε το σκληρό μέρος απ το λάχανο, για να μην κολλήσουν. Για να γίνουν τα γιαπράκια, ετσι τα έλεγε, νόστιμα, η γέμιση πρέπει να πρασινίζει. Χριστουγεννιάτικο γιαπράκι | < τουρκ. yaprak= φύλλο.
γιαπί το: οικοδομή, κτίσμα, οίκημα ή άλλη κατασκευή που βρίσκεται στο αρχικό στάδιο του σκελετού, στα καλούπια· πρόχειρο κτίσμα. Μία δυσάρεστη έκπληξη έρχεται για χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων που είναι ακόμα γιαπιά, ημιτελή και διατηρούν εργοταξιακό ή άλλο ρεύμα. Καρκαβ.: Tα γιαπιά -οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός- εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους | < τουρκ. yapι= κτίριο.
Γιαραμπής ο: ο Aλλάχ, ο Θεός. Τσιφόρος: Να δίνεις στους φτωχούς, διότι φτωχός είναι κείνος που δεν έχει το θάρρος να κλέψει και πάει χαμένος, όποιος δε κλέβει τονε κλέβουνε. Αυτά είναι κι άντε δι” ευχών των αγίων πατέρων ημών, ο Γιαραμπής να δώσει να κάνεις προκοπή παιδί μου | < τουρκ. ya Rabbi= ω Θεέ μου (επίκληση σε προσευχή) (από τα περσ.).
γιαράς ο: τραύμα, (πυώδης) πληγή. Παροιμ.: «Ο Οβραίος ο λωβός, τον Χριστόν ελόχεψε, μήδε αιμάτωσε, μηδ’ εκάτωσε, μηδέ γιαράς εγίνη. Επών.: Γιάρας | < τουρκ. yara.
γιαρές ο: γιαράς, ψυχικός πόνος, περιπαθές ανατολίτικο τραγούδι | < τουρκ. yara.
γιαρμάς ο: τροφή για ζώα, χοντροαλεσμένα δημητριακά· παραδοσιακή μεγαλόκαρπη ποικιλία ροδάκινων. Μαρμελάδα με γιαρμάδες, ροδάκινα και τσάι. Αγοράζουμε γιαρμάδες μεγάλους όχι σκληρούς, αλλά ούτε και μαλακούς. Τους χωρίζετε στη μέση, αφαιρείτε το κουκούτσι, καθαρίζετε με ένα κουταλάκι καλά την κάρδια να γίνει μια λακουβίτσα. Κουκκίδης: γιαρμάς ο= σχιστόν ξύλο διά οικοδομάς· είδος ροδακίνου· κτηνοτροφή από πεπιεσμένα όσπρια· εις τα τουρκικά λεξικά αναφέρεται μόνο η πρώτη έννοια | < τουρκ. yarma= σχίσιμο, τομή, ράγισμα, ρ. yarmak= σχίζω.
γιασαξής ο: ένοπλος ακόλουθος. Έστειλε μήνυμα και φώναξε τους τούρκους ζαπτιέδες, τους γιασαξήδες. Βλ. & καβάσης.
γιασμάκι το & γιασμάς ο: πέπλο, γυναικείο κάλυμμα κεφαλής, το οποίο δεν καλύπτει τα μάτια και τη μύτη.Γυναίκα από την Τουρκία με γιασμάκι. Η Μαρίκα η πολίτισα, με φερετζέ και γιασμάκι. Ελύτης: Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια / κομματάκια θάλασσας / Η Κιλικία η μακρινή / μελαχρινή χωρίς γιασμάκι | < τουρκ. yasmak.
γιαστράβομαι & γιαστρέβομαι: καταστρέφομαι, με βαράει αστραπή, κεραυνός. Μτχ. γιαστραμμένος= μτφ. ο αστραποβαρεμένος. Παπαευαγγ.: -Τ΄άφκα στ΄ Νάτσινα τα λυκουφαγώματα. Ύστρα πόσα θαρρείς μι απόμκαν, καμμιά εκατουστί απο εξακόσια, τ’ ακούς, τ’ ακούου να λές. Γιαστράφκα ρα σι λέου.. Το διαδεδομένο ρήμα «γιαστρέβομαι» και τα παράγωγα πιθανόν προέρχονται από παραφθορά του ρήματος διαστρέφομαι. Η συχνή λαϊκή χρήση έδωσε πολλές μεταφορικές σημασίες.
γιαστραμάρα η: συνηθ, στη ΦΡ. Γιαστραμάρα κακιά: είναι αποτρεπτική και λέγεται όταν κάποιος παθαίνει κάτι ή συμβαίνει μια καταστροφή. Αναλόγως λέγεται σκονταμάρα κακιά, γκαβομάρα κακιά. κ.τ.ο.
γιαταγάνι το: πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Tούρκοι. Απόψε θα βγουν τα …γιαταγάνια. Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού. Συγκεκριμένα ήταν το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών. Παπαδιαμάντ.: Οὗτος δέ, ὡσεὶ περιέμενε τὴν πρόκλησιν ταύτην, προέταξε τὸ στῆθος καὶ ἤρχισε πρῶτος διὰ τοῦ ξίφους τὴν πάλην. Ὁ δὲ ἄγνωστος ἔφερε μέγα καὶ βαρὺ γιαταγάνι, ὅπερ ἔπαλλεν ὡς ἄθυρμα [σ.σ.=παιχνίδι], καὶ τὸν ἀντέκρουσεν | < τουρκ. yatağan -ι.
γιατάκι το: το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος, το καταφύγιο. Μακρυγ.: Τότε τὸπαίρνω, πάγω εἰς τὸν Κυβερνήτη, τοῦ λέγω· «Οἱ διοικηταί σου εἶναι γιατάκι τῶν κλεφτῶν κι᾿ οἱ ἀρχηγοί· κι᾿ αὐτεῖνοιὁποῦ κάνουν τὸν κλέφτη εἶναι ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ Ἄργος, καὶ θὰ τοὺς πιάσω (τότε δίνω τὸ γράμμα) Δημότ.: ..νὰπάρω δίπλα τὰ βουνὰ νὰ περπατήσω λόγγους, / νὰ βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνιων. Πβ. Κολοκοτρών.: Ο Κεχαγιάς άρχισε να παλουκώνει τους Χριστιανούς (γιατάκηδες) δια να δώσει φόβον εις τον κόσμον.| τουρκ. yatak.
γιάτρεμα το: η γιατρειά. Δημότ.: –Τάχα, πουλιά, θα γιατρευτώ, τάχα, πουλιά, θα γιάνω; / -Πλιάσκα μ’ αν θέλειςγιάτρεμα, να γιάνουν οι πληγές σου / έβγα ψηλά στον Όλυμπο, στον εύμορφος τον τόπο.
γιατρικό το: ό,τι γιατρεύει, καταπραΰνει, ανακουφίζει, φάρμακο, αντίδοτο. Παροίμ.: «Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.»
γιατροπορεύω: επιβιώνω, ζω, με γιατρούς, με φάρμακα, με ιατρική φροντίδα· παρέχω ιατρικές υπηρεσίες. Θα σε πιάσει πάλι γαστρίτιδα και θα βογκάς. Αλλά εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να σε γιατροπορεύω. Γέρασα πια, δεν αντέχω. Κι εγώ έχω διπλα μου τον γατο και τον γιατροπορεύω. Να βγαλω κάνα φράγκο να τον γιατροπορεύω στα γεράματα.
γιατροσόφι το: εμπειρική θεραπευτική μέθοδος, ιλιάτσι. Δ. Χατζής: Της έλεγε για ένα σφάχτη στην πλάτη που τον βασάνισε όλη τη νύχτα. Η θεια μας η Αγγελική ήξερε όλα τα φάρμακα και τα γιατροσόφια.
γιαχνί το: τρόπος μαγειρέματος, κυρίως των λαχανικών, με τσιγαριστό κρεμμύδι και ντομάτα. Παροίμ.: «Όπουγιαχνί και συ πιπέρι.» Κουκκίδης: γιαχνί το: φαγητόν με τσιγαριστά κρομμύδια. | < τουρκ.yahni.
γιαχνίζω: φτάχνω γιαχνί, φαγητό με τσιγαριστά κρεμμύδια και ντομάτα, τσιγαρίζω. Το πλένω καλά και το γιαχνίζωμε τα νερά του μαζί με το κρεμμύδι περίπου 5 λεπτά ανακατεύοντας συνέχεια. Γιαχνίζω τις αχιβάδες με σκεπαστό καπάκι για 5 λεπτά κουνώντας τη κατσαρόλα. | < τουρκ.yahni.
γιβάρι το / διβάρι το / βιβάρι το: ιχθυοτροφείο, εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιέργειας. Μάλιστα η παραθαλάσσια περιοχή ονομάζεται «Γιβάρι», παράφραση όπως φαίνεται του λατινικού «vivarium» που σημαίνει ιχθυοτροφείο, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι και κατά τα Βυζαντινά χρόνια υπήρχε εκεί ιχθυοτροφείο. Καρκάβ.: Aλλ’ ο Πέτρος ούτε από συμβουλή ούτε από φοβερισμούς έπαιρνε. Mία ημέρα έσχισε τα βιβλία του, επήδησε στο πατρικό προιάρι κι επέρασεστο γιβάρι του Kαλαμωτού να γίνει ψαράς. – ..αυτός, που ο πατέρας του εδιεύθυνε πενήντα κι εκατόν εργάτες στο γιβάρι, να δουλεύη τώρα εργάτης απλός και να κάθεται να φτιάνη αλάτι! — Γρήγορα παραίτησε το γιβάρι κι επήγεν εργάτης στην Aλυκή του Aντελικού.- Καββαδ.: Και σ” έριξα σ” ένα βιβάρι σκοτεινό / που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε το αλάτι / μα εσύ προσμένεις απ” το δίκαιον ουρανό / το στεργιανό το γητευτή τον απελάτη. | < λατ. vivarium= ιχθυοτροφείο.
γίδα η & γίδι το: η αίγα, η κατσίκα· μτφ. ο βλάκας, ο αγροίκος. Παροίμ.: «Ο διάβολος πουλεί τυρί, χωρίς να έχειγίδια.»
γιδάρης ο: αυτός που βόσκει γίδια, τσομπάνης σε κατσίκες, αιπόλος. Γκοτζ.: Όταν λοιπόν οι μεγάλοι έβλεπαν πως προτιμούσαν και τα ίδια να λείψουν από το βάσανο του σχολειού, τα ’κοβαν από κει μια ώρα αρχύτερα, για να γίνουνγιδάρηδες ή τεχνίτες ή σκαφτιάδες, σαν τους πατεράδες τους. Δημότ.: Εκεί, γιδάρης πέρασε και την καλημεράει / -Βλαχούλα μ’, δεν παντρεύεσαι, γιδάρ’ άντρα δεν παίρνεις; / – Εγώ είμαι κόρη αρχόντισσα, τσιομπάνος δε μου πρέπει· / εγώ ‘χω χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.
Γιδάς ο: η σημερινή Αλεξάνδρεια Ημαθίας | < βλ. γίδα.
γίδιος -ια -ο: γίδινος, γιδίσιος, κατσικίσιος, που προέρχεται από γίδα, λ.χ. τυρί, γάλα γίδιο. Πβ. Καζαντζακ.: Αν σου “καψα παχιά μεριά ποτέ μου, / γιδίσια για ταυρίσια, επάκουσε, και δώσε να πλερώσουν /οι Δαναοί με τις σαγίτες σου τα δάκρυα που “χω χύσει! | < μσν. γίδα.
γιδομάντρι το: το μαντρί για τις γίδες. Πβ. στειρομάντρι. Δημότ.: Πέθανε ο βλάχος πέθανε μέσα στο γιδομάντρι, / τα πρόβατα ρημάξανε και τα χωριά στενάξαν, / κι εγώ η μαύρη ορφανή, πώς θα περάσω μοναχή.
γινατώνω: βάζω γινάτι, θυμώνω, πεισμώνω. Παροίμ.: «Γινάτωσε (ή θύμωσε) ο καλόγερος κι έκαψε τα γένια του.» | < βλ. ινάτι, γινάτι.
γίνηκε: έγινε, συνέβη. Βλ. & αγουρίδα η.
«γίνομαι ξίγκι»: φεύγω, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι.
γινωμένος -η -ο: αυτός που έχει γίνει, ώριμος, φτασμένος, έτοιμος. ΦΡ. Πίτα γινωμένη: πίτα που η ζύμη της έχει φουσκώσει, πριν μπει στο φούρνο. Δημότ.: Σα μήλο που ‘ναι στη μηλιά, το παραγινωμένο / έτσι είναι και τα’ ανύπαντρο σαν έρχεται ο καιρός του. Μακιαβέλι: Κι αχαριστίες γινωμένες για τέτοιους λόγους γράφουνε τα βιβλία πολλές (Κονδύλ.)
γιόκο & γιοκ: άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το όχι, συνήθ. με τόνο αστεϊσμού. Παροιμ.: «Ραπανάκια για την όρεξη και φαΐ γιοκ.» | < τουρκ. yok.
γιόκας ο: (χαϊδεμένος, λατρεμένος) γιος. Ρίτσος: Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ” αστέρια και τα πλάτια, / τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια. Παροιμ.: «Όταν κοιμάται ο γιόκας μας, ψωμί δε μας γυρεύει.»
γιόμα το: το μεσημέρι, την ώρα που ο ήλιος είναι στα γεμάτα. Μακρυγιάννης: Πήγε ο Γώγος, ο Κατζικογιάννης, ο Δράκος, οι Τζαβελαίγοι και άλλοι αξιωματικοί και άρχισε ο πόλεμος από την αυγή ως το γιόμα πολλά πεισματώδης και γενναίος.- Το γιόμα έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασσόπουλος και άλλα καϊκια με φαμιλιές. «Αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα μου γράφεις περί της εισβολής των κερατάδων. Στείλε τους το εσώκλειστον, ετοίμασε τους συντρόφους σου και το γιόμα θα είμαι αυτού. Καραισκάκης.» Παπαχαρίσ.: ..ή φιλεύαμε ψωμί κρατημένο από το κομμάτι που μας λάχαινε να φάμε το γιόμα. Παροιμ.: «Ο Μάρτης ως το γιόμα ψοφάει βόδι κι ως το βράδυ το βρωμάει.» | μσν. γιόμα= μεσημεριανό φαγητό < μσν. γέμα < αρχ. ελλ. γεῦμα= γεύση, τροφή.
γιοματίζω & γιοματώ: τρώω μεσημεριανό φαγητό. Παροιμ.: «Ο άνεργος κι ο γρήγορος αντάμα γιοματούνε.», «Αναστενάζει και δειπνάει, κλαίει και γιοματίζει.», «Όποιος με ψέματα γιοματάει, αν πει κι αλήθεια, δε θα δειπνήσει.»
γιομάτος ο -η -ο: γεμάτος, πλήρης· λερωμένος. Νύχτες γιομάτες θαύματα κάτω από τον έναστρο θόλο της Αξιοθέας. Κοντούλες και γιομάτες. Καββαδίας: Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη / με λογής παράξενα φυτά, / ένας γέρος ήλιος μας κοιτά / και μας κλείνει που και που το μάτι.
γιομώζω: γεμίζω, πληρώ, λερώνω, λερώνομαι, λεκιάζομια. Μακρυγ.: Οἱ Ρουμελιῶτες ἔβλεπαν τὸν χαμὸ τῆς Ρούμελης κι᾿ ὅλο γιόμωζε νέους Τούρκους. Θα γιομώσεις τα ρούχα σου, πρόσεχε. | < αρχ. ελλ. γεμίζω= φορτώνω.
γιορντάνι το: περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά. Πάνω από την πουκαμίσα φοριόταν ένα γιλέκο μάλλινο από τσιπούνι άσπρο (παλιά) ή μαύρο. Στο γιλέκο φορούσαν και τα ασημικά (γιορντάνια). Στιχ.: Βλάχα με τογιορντάνι | < τουρκ. gerdan= λαιμός.
γιορτάδες οι: (μεγάλες) γιορτές. Παπαδιαμάντ.: Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
γιορτάσι το: η γιορτή. Το γιορτάσι της Παναγίας.
γιορτάσιμο το: η ονομαστική εορτή, το ύψωμα.
γιουβέτσι το & γκιουβέτσι το: φαγητό από κρέας και ζυμαρικά που ψήνεται στο φούρνο, συνήθ. σε ειδικό πήλινο πλατύ και χαμηλό σκεύος. Παπαδιαμάντ.: Τρεῖς ἄνθρωποι, τρία θρησκεύματα, τρεῖς φυλαί. Ὡς κοινὸν γνώρισμα εἶχον μεγάλην κλίσιν εἰς τὰ γιουβέτσια, τὰ ὁποῖα παρήγγελλον εἰς ὅλους τοὺς γειτονικοὺς φούρνους, μὲ μακαρόνια πολὺ χονδρά, ραβδωτά, τὰ ὁποῖα τινὲς ὀνομάζουν, δὲν ἠξεύρω διατί, σέλινα | < γκιου-: τουρκ. güveç –ι.
γιούκος ο & γιούκο το: στοίβα, σωρός από πράγματα, κλινοσκεπάσματα, χαλιά κλπ· εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος. Κουκκίδης: γιούκος ο= ερμάριον εντοιχισμένο δια τοποθέτησιν χονδρών οικιακών πραγμάτων (στρωμάτων, εφαπλωμάτων, ταπήτων) ή στοίβα από τα ως άνω πράγματα. Ο γιούκος χρησιμοποιείται κυρίως εις τα χωρικά σπίτια. Δι’ αυτό ειρωνικώς λέγεται εις τα πόλεις: Γιούκο έκανες, καλέ;. Όταν αρραβωνιαστείς πρέπει να έχεις έτοιμο τον γιούκο σου | < τουρκ. yuk= φορτίο βάρος & oyuk= κούφιος, κοίλος, βαθούλωμα, κόγχη.
γιουμπρούκι το: βασιλικός τελωνειακός φόρος επί οθωμανικής αυτόκρατορίας, τελώνιο. Περραιβός: ..εις ταις σκάλαις όπου πηγαίνουν οι πραματευταί Παργινοί να μην έχουν να δίνουν έξω από το βασιλικόν γιουμπρούκι (Τελώνιον) τρία τα εκατό μόνον, και όχι άλλο τίποτες περισσότερον, και να κάμουν το αλησβερίσι τους (δοσοληψίαν) ανενόχλητα και σερπέσκικα (ανεμπόδιστα).
γιουρούσι το: σφοδρή, ορμητική επίθεση, γενική έφοδος, επίθεση με γυμνά σπαθιά. Δημότ.: Το γιαταγάνι τράβηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει / Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι / Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις. – Και κάμνει έναν πόλεμον ολημερίς στον κάμπο / σκοτώνει τους Αγαρηνούς, πεζούρα και καβάλα / και το βραδύ γιουρούστησαν με τα σπαθιά στα χέρια. Κολοκοτρών.: Ὅταν ἔκαμαν τὸ γιουρούσι, ἔπιασαν τὰ βουνὰοἱ Τοῦρκοι διὰ νυκτός· ἐβασίλευσε τὸ φεγγάρι εἰς τὴν μέσην νύκτα, καὶ βασιλεύοντας τὸ φεγγάρι ἐβγῆκαν | < τουρκ. yürüyüş= επίθεση.
γιουχάρισμα το & γιούχα η: διαπόμπευση. έντονη αποδοκιμασία με κραυγές, που γίνεται σε δημόσιο χώρο, κράξιμο. Τα κορίτσια φαίνεται ότι οργίστηκαν με το γιουχάρισμα των νεαρών που περνούσαν με το αμάξι τους. Καρκάβ.: Aλλά μόλις έφθασεν απ’ έξω και τον εδέχθηκαν οι συντοπίτες του με γιουχαΐσματα. O πατέρας του, παίζοντας φοβερό κοντόξυλο στο χέρι, του εφώναξεν από μακράν: – Kερατόσπορε, μου ντρόπιασες το σπίτι! Φεύγ’ από δω· παιδί μου δεν είσαι! | < τουρκ. yuha.
γιουχάρω & γιουχαΐζω: αποδοκιμάζω με γιουχαΐσματα. Όπου πάει τον γιουχάρουν. Οι Νιου Γιορκ Ρεντ Μπουλς αποφάσισαν να πληρώσουν με 500 δολάρια κάθε έναν από τους οργανωμένους οπαδούς τους, για να μη γιουχάρουν τους παίκτες. Βλ. & γιουχάρισμα το.
γκαβάδι το: ο τυφλός, στραβός· το μάτι· νεοσύλεκτος στο στρατό, νέος φαντάρος. Όταν μάθουμε ν’ ανοίγουμε τα γκαβάδια μας. – Βρε γκαβάδια,τόσο χώρο έχει και πήγατε να παρκάρετε στους ανάπηρους; Βλ. γκαβός.
γκάβακας ο: αυτός που δεν βλέπει. Βλ. γκαβός.
γκαβίζω: βλέπω σαν γκαβός, δε βλέπω καθαρά, στραβοβλέπω. Σκαρίμπας: Η επανάσταση στραβομουτσούνιζε καιγκάβιζε, σαν εκείνο που πριν είπαμε του Ντόριαν Γκρεύ το πορτραίτο.
γκαβομάρα η & γκαβαμάρα η: η τύφλα, η τυφλαμάρα. Βλ. γκαβός.
γκαβός -η -ο: επιθ. τυφλός,-η-ο, αυτός που δεν βλέπει, αλλήθωρος. Κατεβαίνει να πουλήσει τα γάλατά του στα Γιάννινα και ρίχνει τα έξοδα του σε όλη την στάνη. Συμφωνάει με τους εμπόρους, πουλάει και λέει όσα θέλει στους τσοπαναραίους. Σε ποιόν δίνει λογαριασμό! Γκαβός κόσμος! Συνθ. γκαβοπούλι. ΦΡ. Τα γκαβά τα πλιά τα χτίζει ο θεός φωλιά· πήγε σαν τον γκαβό στον όχτο. Παροιμ. «Ποιός γκαβός δε θέλει τα μάτια του;» «Στους γκαβούς, ο μονόφθαλμος βασιλεύει.», «Να λυπάσαι πιο πολύ τον κακό, παρά τον γκαβό.» Ο Αραβαντ. γράφει γκαϊδός ο= αλλοίθωρος. Και ρήμα γκαϊδίζω. | < βλάχ. gav(ŭ)= τυφλός ή < λατιν. Cavus. Απίθανη η παραγωγή από το αρχ. ελλ. σκαμβός= αλλήθωρος.
γκαβούλιακας ο: γκαβός, τυφλός, που δε βλέπει καλά. Παπαδιαμάντ.: Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄, κι ο αδελφός σ΄, ο γκαβούλιακας, ο Παναγής, πφου! στάχτ΄ κι κορνιαχτός!… | < βλ. γκαβός.
γκαγκάνης ο: γκαντέμης, άτυχος.
γκαγκαράτζα η: το σφαιροειδές περίττωμα της κατσίκας το αποπάτημα γιδιών ή προβάτων, μικρά σκουρόχρωμα σφαιροειδή κόπρανα, σαν μπαλίτσες, αλλού λέγεται και κακαρέντζα. «Ίδια τα βγάζει μόνο ο κώλος της κατσίκας»: η φράση έχει το νόημα «κάθε πράγμα είναι αναμενόμενο να διαφέρει από κάποιο άλλο, δυό πράγματα είναι απίθανο να είναι εντελώς όμοια. Προφανώς προέρχεται από το γεγονός ότι τα περιττώματα της γίδας, οι γκαγκαράτζες, είναι εντυπωσιακά ίδιες μεταξύ τους. Γκοτζ.: Κόβαμε κλωνάρια κουφοξυλιάς που τους αδειάζαμε την ψίχα και γίνονταν «σ’τουκανάρες» ή «σ’φέκες», όπλα βροντερά, με κακαράντζες αντίς για σφαίρες Αραβαντ.:γιδοκακαράντζες= της αιγός ο κόπρος | < πιθ. από το ιταλ. cacara (caco= αποπατώ, κάνω «κακά» < ελλ. κακά) με ιταλ. κατάληξη enza. Στα βλάχικα λέγεται găgărĕatsă.
γκαγκτζιά η: είδος άγριας τριανταφυλλιάς.
γκάγκτζο το: ο καρπός της γκαγκτζιάς, της άγριας τριανταφυλλιάς.
γκαζόλαμπα η: λάμπα γκαζιού, πετρελαίου. Στον τοίχο του υπογείου, µόνιµα κρεµασµένη σε καρφί µια γκαζόλαµπα µε καθρεφτάκι για να φέγγει τη νοικοκυρά την ώρα που ζύµωνε.
γκαζοτενεκές ο: τενεκές για τη μεταφορά και αποθήκευση γκαζιού, πετρελαίου. Πετρόπουλος: Και μόνο τότε το σφάζουν, οπότε το αίμα τρέχει κρουνηδόν μέσα σε γκαζοτενεκέδες – το αίμα το μαζεύουν για ορισμένες χρήσεις, π.χ. λουκάνικα. Δ. Χατζής: Εκατό γκαζοντενεκέδες με λάδι μέσα στα κασόνια τους — η προίκα του κοριτσιού!
γκαϊλές ο: ο καημός, φροντίδα, βασανιστικός πόθος. ΦΡ. Γκαϊλές τρανός: μεγάλος καημός, σκοτούρα | < τουρκ. gaile= φροντίδα, στενοχώρια.
γκαμπούρης ο: καμπούρης, που έχει καμπούρα, που πάσχει από κύφωση, κυφός, κυρτός, υβός. Παροίμ.: «Δε σε είπαμε καμπούρη και μας ξίνισες τη μούρη»· ρ. γκαμπουριάζω, επίθ. γκαμπουριαστός | < μσν. καμπούρης < τουρκ. kambur –ης.
γκάιντα η & γκάιδα η: λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο· άσκαυλος. Βαμβακάρ.: Αγαπούσα τον πατέρα μου και τον ακολουθούσα στους κόπους του σαν το σκυλάκι. Ίσως μας συνέδεσε τόσο στενά η γκάιντα του. Ο πατέρας δεν ξέρω από ποιον έμαθε τη γκάιντα. Ξέρω όμως ότι ήτανε τρία αδέλφια και οι τρεις παίζανε τη γκάιντα. Παπαδιαμάντ.: –Ὤμορφα, ὤμορφα Γιάννη· κύτταξε μὴ σκάσῃ ἡ γκάϊδα καὶ τότε τί θὰ γίνουμε! | < τουρκ. gayda= γκάιντα.
γκαϊντατζής ο: αυτός που παίζει γκάιντα | < τουρκ. gaydacı= παίχτης γκάιντας.
γκάλια η: μαύρο πουλί, καρακάξα.
γκάλιος ο: μαύρος. Επωνυμ. Γκάλιος.
γκαλιγκότσι(α) & γκαλιγκούτσια: λέγεται όταν κάποιον μεταφέρει έναν άλλο στον ώμο. Γκοτζ: – Είν’ αλάργα, θ’ αποστάσω, της προφασιζόμουν. – Θα σε πάρω γκαλγκόσ’ καλό μου, με καλόπιανε κι έτσι την ακολουθούσα, πιασμένος απ’ τις πλάτες της, καβάλα. Ο Αραβαντ. γράφει: γκότσι= επιρ. επί ώμου φέρειν τινά.
γκαλιούρας ο: μτφ. ο ήλιος.
γκαλιουρίζω: αλληθωρίζω, γυαλίζει το μάτι μου, κοιτώ παράξενα, δεν βλέπω καλά. Παροιμ.: «Θα το βρει η κτσιά (κουτσή) τ’ αρνί κι η γκαλιόρα το δικό της.»
γκαλιούρης ο: ο αλλήθωρος, αυτός που κοιτάζει λοξά, στραβά, ύποπτα, που γκαλιουρίζει το μάτι του, συνθ. γκαλιουρομάτης.
γκαλιούρισμα το: το αλληθώρισμα, το παίξιμο των ματιών, πονηρή, ύποπτη, υστερόβουλη ματιά.
γκάμα η: ποικιλία ειδών· κλίμακα· φάσμα δυνατοτήτων. Παρουσίασε μια μεγάλη γκάμα «έξυπνων» ρολογιών.Ποιοτική εξυπηρέτηση και μεγάλη γκάμα προϊόντων. Ο χρόνιος πόνος περιλαμβάνει μια πολύ μεγάλη γκάμαασθενειών που, εάν δεν αντιμετωπιστούν σωστά, ίσως να μην έχουν καλή εξέλιξη. Σχεδόν από όλη τη μουσικήγκάμα. Ο σωστός καλλιτέχνης πρέπει να έχει μεγάλη γκάμα και ν’ ανταποκρίνεται σε όλα εξίσου καλά. | < αντδ. < ιταλ. gamma (παλαιότ. η πρώτη νότα της κλίμακας αντί για το σημερ. ντο και συνεκδ. ολόκληρη η κλίμακα) < αρχ. γάμμα (τρίτο γράμμα του αλφαβήτου.
γκαμήλα η: καμήλα· σκωπτ. η ψηλή, κακοφτιαγμένη γυναίκα. Τσιφόρος: Είναι μια γκαμήλα η Μελανία μου. Αντί να ανακατεύει τις ομοιοκαταληξίες, προτιμούσα να ανακατεύει τα κρομμυδάκια. Παροιμ.: «Αν δε γονάτιζε η γκαμήλα, δε την εφόρτωναν .» «Η γκαμήλα για ένα άσπρο και δε βγαίνει αγοραστής.»
γκαλμπινάρα η: λέγεται κιτρινωπή γυαλιστερή πέτρα με λεία, βοτσαλοειδή επιφάνεια.
γκαμπάδικος, -η -ο: επιθ. (προφ. γκαμπάθκος) χοντροκομμένος, χωρίς φινέτσα, λ.χ. γκαμπάδικο ύφασμα | < τουρκ. kaba= χοντρός.
γκαμπζιούλα η & γκαμπζιούνα η: άγρια ποικιλία φράουλας.
γκαμπράνι το: μεταλλικό δοχείο μικρής ή κι ευτελούς αξίας. Υποκορ. γκαμπρανούλι. Το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν τα αποφάγια, την τροφή των γουρουνιών κ.α. Καρκαβ.: Στ’ άλλα χαμόσπιτα εμπαινόβγαιναν οι γυναίκες με τον κεφαλόδεσμο -το βαρύ τους γκαμπράνι– τυλιγμένον, με την φτωχικήν αλατζένια φορεσιά και τη μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες.
γκανταλ(ν)ώ: καταπίνω, σημαίνει και γαργαλάω. Π.β.: Μικρόβαλτ.: Ὕστιρα τοὺ πιρπατοῦσαν, τοὺ πχιαλοῦσαν, τοὺγκανταλοῦσαν, τὄσκιαζαν, γιὰ νὰ δοῦν σὰν τὶ λουῆς πιρπατσιὰ εἶχι ἢ μὴν ἦταν κάνα σκουνταμένου, κάναἰσκιουμένου, κάνα ἰρισιάρκου, κάνα δαγκουγόμαρου, κάνα ἀλαφρουίσκιουτου, ἢ ὅ,τ’ ἄλλου. Παπαευαγγ.: Ανεβαίνει κι αυτός στα καπούλια κι γκανταλιούντα η Μήτρους, κι καρκαρίζουντας η Βάγγιου έφτασαν στ’βάθεια τ’κόκα, απχάτ απ’του Βούτσια, στουν Αγιώρη. –Τάγκεσεν ..! λέει η Άντζυ. Τάγκιασει του ξυνόγαλου αλλα γλέπου του γκαντάλτσεις..! Αραβαντ. γκουντουλώ= γαργαλίζω, υποκνίζω | < πιθ. αλβ. gudulis= γαργαλάω.
γκανταλιέμαι: γαργαλιέμαι. Γκανταλιέται στις πατούνες.
γκαουνίζω & γκαουνώ: γαβγίζω, τσιρίζω, φωνάζω δυνατά και ενοχλητικά | πιθ. < ηχομιμ.
γκαραβέλι το: το μαύρο πρόβατο.
γκαργκούλα η: υφασμάτινη μπαλίτσα προσαρμοσμένη στο μαντίλι.
γκαρμπολάχανο το: το λάχανο, η κράμβη. Πβ. Αίνιγμ.: «Καμπρί μου πενηντάφυλλο, μ’ εφτά καρδιές τρουγύρω, και μες τη μέση το χρυσό πουλί.» (Σαρακοστή και Πάσχα). Ο Αραβαντ. αναφέρει κομπρολάχανον (το)= η κράμβη.Ανθοκράμβη η= το κουνουπίδι. Γκοτζ.: Φυτεύαμε καμπρολάχανα στην άκρη απ’ το χωράφι και το χειμώνα που έπεφτε η πάγρα γίνονταν νόστιμα, είτε σαλάτα – «ακέρια» τα λέγαν – είτε αλευρωμένα | < αρχ. ελλ. κράμβη= το αγριολάχανο.
γκαμπινίτσα η: μάλλινο παλτό με κουκούλα, σχεδόν αδιάβροχο, κατασκευασμένο από γίδινο μαλλί.
γκαργκούλι το: υφασμάτινη μπάλα, ραμμένη στην κορυφή του κεφαλομάντιλου.
γκάτζιος ο: γάιδαρος, το γομάρι (Άκρη Ελασσόνας).
γκατζιούρα η: καλύβα, το σκεπαστό μέρος. Μαρία Γκατζιούρα.
γκαφάλι το: ανυπόληπτος άνθρωπος, «χαμένο κορμί», βλάκας, αμόρφωτος, αγροίκος, βλαμμένος. Πρέπει να είστεμεγάλα γκαφάλια και δεν καταλαβαίνετε τι κακό κάνετε. Γκαφάλια, ε γκαφάλια, που λένε και στην Καρδίτσα | πιθ. < τουρκ. kafa < αραβική قفاء (ḳafā) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) glēb(h).
γκαχιλώνα η & αχιλώνα η: χελώνα, μτφ. προστατευτικό κουτί για το μετρητή ρεύματος της ΔΕΗ, υποκορ. γκαχιλουνούλι, γκαχιλωνίτσα. Παροιμ.: «Το καλό το γκόρτσο το τρώει η γκαχιλώνα.» | < μσν. χελώνα < αρχ. χελών(η).
γκέκας ο: Γκέκης, μτφ. πολύ ζωηρός, ατίθασος άνθρωπος, ανάγωγο παιδί· είδος σουγιά· ράτσα κυνηγόσκυλων, τσομπανόσκυλων. Παπαδιαμάντ.: κρατών μακράν βέργαν την οποίαν αρτίως είχε κόψει από έν δένδρον και την είχε πελεκήσει με τον γκέκαν, τον κυρτόν σουγιάν του. | < βλ. Γκέκης.
Γκέγκης ο: αυτός που ανήκει στην αλβανική φυλή των Γκέκηδων· μισθοφόρος Αλβανός. Παπαδιαμάντ.: Τριάντα Γκέκηδες εἶχεν ἐργάτας δι᾿ ὅλον τὸν χειμῶνα καὶ τὴν ἄνοιξιν, ὁποῖοι ἤρχοντο τότε πολλοὶ διὰ νὰ θητεύσουν εἰς τὰβόρεια τῆς Ἑλλάδος (ἀναμὶξ Μουσουλμᾶνοι καὶ Χριστιανοί) Μεχμέτηδες καὶ Χρῖστοι. Λιούφης: Πράγματι, περί τα μέσα Αυγούστου 1896, 400 περίπου Γκέγκηδες εκ Πρίσρενης επί το πλείστον κατέλαβαν την πόλη και εσκήνωσαν εν οχυρά τοποθεσία ΒΑ. Αυτής, ονομαζόμενη Αμυγδαλαί. / Πολύς κόσμος παραβρέθηκε στον παραδοσιακό εορτασμό της νέας χρονιάς στο Εμπόριο, Τοπική Κοινότητα του δήμου Εορδαίας, όπου έλαβε χώρα το πατροπαράδοτο έθιμο «Κοκόνες και Γκέκηδες.»
γκέλα η: το αναπήδημα της μπάλας, η παρεκτροπή από μια καθορισμένη πορεία, μικρή αλλαγή κατεύθυνσης, μτφ. το παραστράτημα· αποτυχημένη, μη επιθυμητή ζαριά. Στο τάβλι λέμε κάνω γκέλα, όταν δεν φέρνω την κατάλληλη ζαριά ώστε να προχωρήσει το πούλι | < πιθ. τουρκ. gele & gelmek= έρχομαι, φτάνω.
γκερέκ – γκερέκ: τόσο – όσο. Περραιβός: ..όσοι ακολουθήσουν τον Φώτον Τζαβέλλαν, ότι τους έδωκα την άδειαν δια να εύγουν ελεύθερα και να είναι απείρακτοι από το ασκέρι μου (στράτευμά μου), και από κάθε ένα, Γκερέκ (τόσον)στο εύγα τους, Γκερέκ (όσον) σε κάθε τόπον εδικόν μας όπου ορίζωμεν και καθίσουν να είναι απείρακτοι.
γκέσος -α -ο: γκρι, σταχτής. Γκέσα, λέγεται και. η γίδα που είναι μαύρη ή καφέ γύρω από τα μάτια, με δύο ή τρεις αποχρώσεις· γκέσο το= μαύρο μπλάρι. Υποκ. γκεσούλι. Χρηστοβ.: Τ” όνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλιά που “ναι στο κορμί μαύρα και άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των σκυλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε σε λιγότερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί τα σκυλιά πόχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας.
γκέτα η: κομμάτι στολής από χοντρό ύφασμα ή δέρμα, που καλύπτει το κάτω μέρος του ποδιού, εκεί που τελειώνει το παπούτσι, ή την κνήμη από τον αστράγαλο ως το γόνατο. Τσιφόρος: Θα προτιμούσα να φορούσε άσπρες γκέτεςκαι ν’ αφήνει να του κρέμεται ένα τζαμιλίκι (σ.σ. κόσμημα, στολίδι από γυαλί). Μαλούτας: Στα πουτούρια πάνω έδεναν τις γκέτες με φούντες. Ως υπόδυσιν είχον παπούτσια ή τσαρούχια ή γουρνουτσάρουχα. Βλ. και πουτούρι το, σαλβάρι το. (Σέρβια Κοζάνης) | < βεν. gheta (ιταλ. ghetta).
γκεφύρι το / γκιοφύρι το & γκέφυρα η: γεφύρι, γέφυρα.
γκιαούρης ο & γκιαούρισσα η: μη μουσουλμάνος, ο άπιστος, ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους. Περραιβός: ..και δεν είναι ντροπή, μια φούκτα γιδοκλέπται, και γκιαούρηδες να μας καταστήσουν να μη τολμώμεν να έβγωμεν έξω από τα σπίτια μας; | < τουρκ. gâvur < περσ. gäbr= πυρολάτρης.
γκίζα η: παραδοσιακό άπαχο τυρί κατώτερης ποιότητας. Επίσης τους αχαΐρευτους και τους ακαμάτηδες τους αποκαλούσαν Γζιζοφάηδες επειδή δεν ήταν άξιοι να φτιάξουν καλό τυρί και τρώνε το δευτερότερο την άπαχη γκίζα.
γκιζερώ & γκιζιρώ: κάνω άσκοπες βόλτες, γυρίζω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι. Ουσ. γκιζέρημα / γκιζέρι. ΦΡ. Πέντε χρόνια γκιζιρούσα το γιαλό γιαλό για να βρω καλή γυναίκα, να την παντρευτώ. ΦΡ. Όλη μέρα γκιζιράει. ΦΡ.Γκιζιρώ το λύκο: Η φράση πιθανόν προέρχεται από την παλαιά συνήθεια των κυνηγών να περιφέρουν τα θηράματά τους προς επίδειξη. Μακρυγιάννης.: «[ ..] και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος τό ᾿φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μάς έχουν μπλόκον, οπού ᾿ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ᾿χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
γκιζές ο: είδος παραδοσιακής ζωοτροφής, το τριφύλλι.
γκιλές ο: ο κάλυκας, η σφαίρα, οβίδα.
γκιλπίρι το: εργαλείο για να μαζεύουν τα κάρβουνα από τον φούρνο για να ρίχνουν τα καρβέλια, ξυθάλι (Γρεβενά.)
γκίνια η: κακοτυχία, γκαντεμιά, ατυχία, γκαντεμιά. Έσπασε η γκίνια που είχε το προηγούμενο διάστημα και κατάφερε να σκοράρει | < ιταλ. ghigna.
γκιόλα η: φυσική κοιλότητα που κρατάει νερά της βροχής ή τρεχούμενα, μπάρα.
γκιόνης ο: νυκτόβιο πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κουκουβάγια και που ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής του. Παπαδιαμάντ.: ..ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθεί προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.- Ηκούετο μεμακρυσμένος ο μορμυρισμός του ρύακος και από καιρού εις καιρόν ο μονότονος μινυρισμός του γκιώνη, θρηνούντος τον αδελφόν του, κατά τον δημώδη μύθον.Γκάτσος: Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων / Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων / Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας / Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη. Παροιμ. «Γκιόνης δέρνει, γκιόνης σκούζει, γκιόνης τρέχει κι αγκαλνάει» | αλβ. gjion -ης.
γκιόσα η: μαύρη γίδα με καστανές ρίγες, γέρικη κατσίκα. Πβ. Είχαν φαί που τρώγανε, είχαν μια γκιόσα γίδα. Όρκο σας κάνω βρε παιδιά, στα μάτια δεν την είδα· παραδοσιακό Δημοτικό «Καραμπεριά» (Ήπειρος). Στίχ.: Ωρέ η βάρκα μας, γκιόσα / ωρέ η κουρελού, γκιόσα. Βρε πότε `δω και πότε αλλού / μες τα πελάγη τ’ ουρανού. (Θαν. Παπακωνσταντίνου) | < πιθ. ρουμάν. Ghes.
γκιουλέκας ο: ψευτοπαλικαράς, νταής, μάγκας, μαγκίτης, καυγατζής. Ρεμπέτ.: Άντε, τον Μποχόρη τον εμπλέξαν / στα στενά και του τις βρέξαν / και του κάναν τον γκιουλέκα, / άντε, και του πήραν άλλα δέκα.
γκιούλι το: παιχνίδι στο τάβλι | < ίσως από το τουρκ. gul= το ρόδο.
γκιούμι το: το μεταλλικό δοχείο με λαβές και στενό λαιμό για τη μεταφορά του γάλατος· μτφ. ο αδαής, ο βλάκας, αυτός που δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει από κόσμο, ο τενεκές. Υποκορ. γκιμούλι, γκιουμάκι. Γκιούμια αλουμινίου.Κανάτες – Δράμια – Γκιούμια – Μπακράτσια. Δημότ.: Πάρε τα γκιούμια σ’ κι έλα να τα γεμίσουμε / κι έβγα στη γειτονιά μου να τα μιλήσουμε. Το καλοκαίρι το πηγάδι χρησίµευε και για ψυγείο, αφού εκεί κατέβαζαν κρέατα και φαγητά, για να συντηρηθούν και εκεί µέσα στον κουβά τοποθετούσαν κάποιο καρπουζάκι, για να φαγωθεί δροσερό τις καλοκαιρινές µέρες και γκιουµάκι µε νερό. «Σβαρνίζω τα γκιούμια» = σέρνω τα πόδια μου, παραπατώ (από κούραση, γεράματα, μέθη κλπ.) | < τουρκ. güğüm.
γκιρίζι το: βόθρος, υπόνομος, αγωγός υδάτων· μτφ. ο ανήθικος, ανυπόληπτος άνθρωπος, κάθαρμα, τομάρι. Σωστά είπε ότι κάποτες θα πεθάνουμε, τι περιμένεται ρε γκιρίζια θα ζήσετε αιώνια; | < τουρκ. geriz= καταφύγιο, υπόνομος, οχετός.
γκιρικάτος ο & γκιρικάτο το: ο γκρούσκλας, ο λάρυγγας, το καρύκι.
γκιρμές ο: ο σωρός
γκεσέμι το: ο τράγος ή κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι, το ποίμνιο. Παπαχαρίσ.: Κι αυτή τραβούσε μπροστά απ’ όλο το κοπάδι, πιο μπρος κι απ’ τα γκεσέμια, που σέρνανε τους κύπρους τους οκάρικους | < τουρκ. gosem.
γκλάβα η: το κεφάλι, το μυαλό, η φρονιμάδα, η σύνεση. ΦΡ. μτφ. Βάλε νουν και γκλάβαv= γίνε φρόνιμος. ΦΡ. Ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του: ό,τι του έρθει στο μυαλό. Στιχ. Γεια σας πότες της στρογγυλής τραπέζης / που τα σαρκία σας η μέθη κυβερνά. / Ας είναι μια φορά τίποτα να μην πούμε / τον ψίθυρο των άστρων έπιασε η γκλάβα μου. / Α, αρμονία και χάος! / Πάλι στα ίδια γυρνώ .. (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) | < σλαβ. glava
γκλαβανή η: ξύλινη καταπακτή στο εσωτερικό του σπιτιού. Συχνά ήταν κρυμμένη και οδηγούσε σε υπόγειο με δεύτερη έξοδο. Παπαδιαμάντ.: -Ευχαρίστως, αγάδες μου, έκραξεν ο Νάσκας, πλήρης χαράς, διότι έβλεπεν ευοδούμενον το σχέδιόν του. -Γυναικαδέλφη, έκραξεν αποτεινόμενος προς την Κώσταιναν, άνοιξε την κλαβανή – Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν’ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Αραβαντ.: γκλαβανή= ο καταρράκτης της θύρας του υπογείου | < σλαβ. glava.
γκλακατώ: τρώω με μεγάλες μπουκιές, καταπίνω γρήγορα και λαίμαργα. Τα γκλακάτησες κιόλας τα κεφτεδάκια; | < ίσως από το επιφ. γκλακ.
γκλαμπάτσα η: κλαπάτσα, αρρώστια των ζώων. Σκαρίμπ: ..στα παρεθύρια της Μπαρούτενας (της μάνας της περιπόθητης Αννίκας) της ξεβασκάστρας, της ξορκίστρας, πούχε σώσει κόσμο και κοσμάκι, ζωντανά κι ανθρώπους, ξορκίζοντας το μάτι, το λαιμό, τ” ανεμοπύρωμα, τις μαγουλήθρες, τη λούγκα και τη σπλήνα· τη χρυσή, τη μυρμηρία, την πεντέρουγα, την τρογυρίστρα, την κλαπάτσα, τ” ακονάκι, τ” ανεμογγάστρι και την κόρυζα.
γκλέτσιος ο & κλέτσιος ο: ξύλινη χοντρή κοντή βέργα , το ειδικό ξύλο με το οποίο έστριβαν τα δεματικά, τα χορτόσκοινα για να δέσουν δεμάτια δημητριακών. Ο Αραβαντ. αναφέρει κλείτσιος= σιδηρούν κρεμαστάρι, η αγκύλη, βλ. και κλούτσα, δεματικό.
γκλιάγκουρας ο: ο μαντράχαλος. Λ.χ. Κοτζάμ γκλιάγκουρας δεν ντρέπεσια να τριγυρνάς στα σοκάκια;
Γκλίκοβο το: παλιά ονομασία του Σαραντάπορου. Πέρασαν του πουτάμ΄ στουν πόρου τς Κισαριάς κι μιά ώρα πρίν να φέξ΄ ήταν στου Γκλίγκουβου κι σταμάτσαν στ’ Βίγλα, να πάρν μιά ανάσα, να ξιαπουστάσν (Κοζάνη).
γκογκορότζι το: σφαιροειδής μικρός καρπός.
Γκόγκος ο: ο Γεώργιος, Γιώρης, Γιωρίκας, Γούλας.
γκόλιαβος -η -ο: επιθ. γυμνός, τσίτσαρος, χωρίς ρούχα, πολύ ελαφρά ντυμένος, φαλακρός. Αραβαντ.: γκόλιος= ο άπτερος. περί πτηνών και ο φαλακρός.
γκόλφι το: φυλαχτό, εγκόλπιο, μικρό πλακίδιο με διακοσμητική, συμβολική, αναμνηστική παράσταση, που κρεμιέται από το λαιμό στο στήθος με αλυσίδα. Παροίμ.: Την έχει γκόλφι και σταυρό. Δημότ.: Μαλαματένιε μου σταυρέ και γκόλφι του δεσπότη, / εσύ είσαι η αγάπη μου, παντοτινή και πρώτη. Πολίτης: Γκόλφι είναι το εγκόλπιον, όπερ έχει ως και παρά τοις βυζαντινοίς, την σημασίαν του περίαπτου ή φυλακτηρίου. Εκ τούτου και το γυνακείο όνομα Γκόλφω | < μσν. εγκόλπιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐγκόλπιος του στήθους.
Γκόμπλιτσα η: το σημερινό χωριό Κρόκος Κοζάνης, το Γκομπλίτσι Λιούφης: ..για 15 μέρες εισέπρατταν και τις προσόδους του μύλου στη Γκόβλιτσα. – ..εχρημάτισεν επανειλημμένως έφορος, δημογέρων και μέλος επιτροπειών κοινοτικών, επεμελήθη της πατρικής ουσίας και του κτήματος (εν Γκοβλίτση) – Ομάδα δηλαδή νέων, οι οποίοι επέστρεφαν από το πανηγύρι της Γκόμπλιτσας -τη γιορτή της Αγίας Τριάδας- ενώ βρισκόταν σε ευθυμία, δεν υπάκουσαν στις συστάσεις του μουδίρη Χατζή αγά να περιστείλουν τις ζωηρότητες, και στις παρατηρήσεις του διοικητή οι νέοι όχι μόνο αντέταξαν αυθάδη γλώσσα αλλά επιτέθηκαν και έδειραν ανοικτιρμόνως τον διοικητή.
Γκομπλιτσιώτης ο Γκομπλιτσιώτισσα η: από την Γκόμπλιτσα, το σημερινό χωριό Κρόκος.
γκόλφι το: εγκόλπιο, φυλαχτό. Από μέσα φορούσα το γκόλφι, όπου είχαν σκόρδο κι αλάτι κι άλλα ξόρκια του διαβόλου. Σολωμός: ..που μ” έκραξαν μ” απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα, γκόλφι να τα “χω στο πλευρό και να τα βγάλω περας. γκοργκόλι το: πράγμα με σφαιροειδή μορφή, βώλος, στρογγυλεμένη πέτρα. Δημότ.: – Θε να σου στείλω, χρυσοφέ, (=χρυσοχόε) ένα δραμάκια ασήμι / να κάμεις γκόλφι και σταυρό, καθάριο δαχτυλίδι / κι αν απομείνει τίποτα, κάμε το γιουρντανάκι / το γιουρντανάκι το μικρό, σαρανταπέντε δράμια.
γκόρμπιτας ο: γύφτος, τσιγγάνος, αυτός που είναι στο γκουρμπέτι, πληθ. γκορμπιτέοι. ΦΡ. «Δεν έχει χαμπάρι που ξεφορτώνουν οι γκουρμπιτέοι.»= λέγεται για κάποιον που δεν ξέρει και πολλά πράγματα, κι ας θέλει να περνιέται για ξύπνιος και κοσμογυρισμένος. Π.β.: Κα’ τοὺ 1960, κι μόλις ἁλώντζαμι, ἔρχουνταν στοὺ χουργιό μας μαζουμέν’ τσιγγάν’, π’ τς ἴλιγάμι γκουρμπιταί, τς γναῖκις τς γκουρμπέτσις ἢ μαστόρσις κι τὰ πιδγιά τς τσιγγανούλια ἢγκουρμπιτούλια. (Μικρόβαλτο Κοζάνης). Νικολ.: κορμπέτης, (βλαχ.) κουρμπέτου= επαίτης, αλήτης. Εκ του τουρκ gurbet= αποδημία, αλβ. kurbet= ο οδοιπόρος.
Γκουντίνινα η & Γκουντίναινα η: σύζυγος, Γκουντή, Γκούντα, Κωσταντή.
γκουρμπετόπιασμα το: γυφτόπιασμα, βλ.λ.
γκουρμπάσια η: μονοκόμματη ξύλινη πόρτα σε καλύβα ή άλλη κατασκευή.
γκουρμπέτισσα η: η γύφτισσα, η τσιγγάνα.
γκουρμπιτούλι το: το γυφτούλι, τσιγκανάκι, βλ. γκόρμπιτας.
γκουσβός -ια -ο: παλαβός, τρελός. Γκουζιαβάρας= τελείως παλαβός. (Β. Χαλκιδική).
γκόρμπος -α -ο: ουσ. μαύρος, λ.χ γκόρμπα γίδα. Νικολ.: (βλαχ.) κόρμπου= κόρακας, μετφ. μέλας, ελεεινός, άθλιος. Τίθεται και εκ παραλλήλου μετά του λάιου= μέλας, ήτοι: κόρμπου σ’ λάιου= ελεεινός και άθλιος < ρουμ. corb.
γκορτσιά η: άγρια αχλαδιά, αγριαπιδιά. Σχ. ημερογκορτσιά, γκρεγκορτσιά= άγρια γκορτσιά. Παροιμ.: «Κάλλια μιαγκορτσιά στον κήπο, παρά μια μηλιά στο δάσος.» | < αλβαν. Goritse ή βουλ.gornic= άγρια αχλαδιά
γκόρτσο το: άγριο αχλάδι. Πβ. Γκοτζ.: Αν γράφω στίχους σήμερα και λέγομαι ποιητής, στο σπίτι μου έτρωγα μικρός τρίψα με γκορτσοζούμι. Παροιμ.: «Θέλει ο μούτσος καφέ κι ο Γιάννης γκόρτσα.»
γκουβάτα η: μικρό ξύλινο δοχείο | πιθ. κουβάς ο < μσν. κουβάς < τουρκ. kova –ς.
γκουβουτσώνω: κάνω μούτρα, δείχνω δυσαρεστημένος, κλαίω, δακρύζω. ΦΡ. Τα γκουβούτσωσε: δάκρυσε.
γκουβούτσω η: μτφ. η βαριά, τεμπέλα γυναίκα, η καλομαθημένη.
γκουγκούνι το: κοροϊδευτικά ο χωριάτης, επαρχιώτης. Μεγεθυντ.: γκουγκούναρος.
γκούι το: λακκούβα μικρή και κυκλική, σκαμμένη περιστροφικά με τακούνι παπουτσιού. «Γκούι» ήταν και παιχνίδι με βόλια, γνωστό αλλού και ως «λακουβίτσα.» Ούτε γκούι ούτε γραμμή.
γκουλιαρός -η -ο: γυμνός, τσίτσιδος, γκόλιαβος.
γκουμλίτσα η & γκουμπλίτσι το: παγίδα για κουνάβια.
γκουμούτσα η: λέγεται για μεγάλο, χοντρό, ογκώδες, χοντροκομένο ή και άχαρο αντικείμενο. Βιβλίο γκουμούτσα. Ροζ θήκη smartphone και ένα μονόπετρο γκουμούτσα. Δεν θέλει να χτιστεί τόσο ψηλή γκουμούτσα. Ειναιγκουμούτσα δεν ειναι μηχανακι. Μια, πολύ καλή βεβαίως και φιρμάτη φωτογραφική μηχανή, γκουμούτσα όμως.Αυτή η γκουμούτσα στην δεξιά πλευρά του κινητήρα τι είναι; Τα παπούτσια γκουμούτσες της Παπαδοπούλου. Την εποχή που οι υπολογιστές ήταν δύσχρηστες και πανάκριβες γκουμούτσες.
γκούμπζα η: ξύλινη χειροποίητη γαβάθα, το γουδί. Το γουδοχέρι λεγόταν στούμπος. Στιχ.: Όσα σπυριά `χει ο πλαλτός (= τραχανάς) / όπου χωράει στη γκούμπζα / τόσο στο μάτσεμα εύκολος / πέρασα δεν ακούμπ’ σα. (Το ματσιφτάρι, Θανάσης Παπακωνσταντίνου).
γκουμπζιαλνώ: φαγουρίζω, λ.χ. κάτι με γκουμπζαλνάει στο λαιμό= νιώθω ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό στο δέρμα.
γκουντρουγκύλα η: κατρακύλα, μεγάλη κατηφόρα, κατωφέρεια.
γκουντρουγκυλάρι το: παιδικό παιχνίδι, αυτοσχέδια κατασκευή με ρόδες και τιμόνι, φτιαγμένο συνήθως από σύρμα ή παλιά σίδερα, το τσέρκι.
γκουντρουγκυλώ: κατρακυλώ
γκούρλωμα το: πνίξιμο, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γκουρλώνω, βλ.λ.
γκουρλώνομαι: πνίγομαι, ειδικά όταν κάποιος ή κάτι με πιέζει στο λαιμό και εμποδίζει την αναπνοή μου. Μτχ. γκουρλωμένος.
γκουρλώνω: πνίγω κάποιον, γουρλώνω (τα μάτια). Παροιμ. «Δύναμαι δεν δύναμαι, τα μάτια τα γκουρλώνω.» | < γουρλώνω < μσν. γουρλώνω < γρυλώνω < ελνστ. γρύλλ(ος)= κωμική ζωγραφική φιγούρα –ώνω. Στον Πλούταρχο γρῦλος ή γρύλλος, ὁ= γουρούνι, χοίρος, θρεφτάρι.
γκουτσιούνι το: γουρούνι, χοίρος· γκουτσιούνα η= γουρούνα, σκρόφα. Υποκορ. γκουτσιουνούλι. ΦΡ. μτφ. γκουτσιουνίσιος θάνατος= μαρτυρικός, επώδυνος θάνατος. Παπαευαγγ.: Μάθι Γιώργου πως αγορασάμι ένα γκουτσιούνι απού τουν Κουματζιουμήτσιου για Χριστού. Θα σι κρατήσου τ’ φούσκα. Παροιμ.: «Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι αγόραζε γκουτσιούνια.» | < πιθ. ηχομιμητική λέξη.
Γκουντής ο: ο Κωνσταντίνος, Κώτσιος, Γκούντας, Κωσταντής.
Γκουντούλας ο: Κωστάκης· Γκουντούλω & Γκουντούλινα= η Κωνσταντινιά, σύζυγος Γκουντούλα, Κωνσταντίνου.
γκουντρουγκυλάρι το: ρόδα μεταλλική, συνήθως από παλιό ποδήλατο, παιδικό χειροποίητο παιχνίδι που έμοιαζε με αμαξάκι, το τσέρκι. Στη Σφηκά Βεροίας λέγεται γκύλαντρας.
γκουντρουγκυλώ: κατρακυλώ. | γκουντρουγκυλάρι, βλ.λ.
γκούργκουλας ο: ο λαιμός, το καρύδι του λαιμού. Παπαευαγγ.: Η μπαρμπα Χρήσους κρατούσι του φόρτουμα που τόφκιασι θλειά, του πέρασι στου ζουρνά κι όλ΄μαζί του λατάντζαν μεχρι που τ΄ανασκίλουσαν, κι η Μπαρμπαθουμάς μι του μαχαίρ΄ του κόβ΄του γκούργκουλα!
γκουργκουλιάνα η: η πέτρα με λεία σφαιροειδή επιφάνεια, βότσαλο.
γκουρλίτσα η: το τενεκεδάκι στο παιχνίδι γουρνάρης.
γκουρλώνω: πνίγω κάποιον, γουρλώνω (τα μάτια). Παθ. γκουρλώνομαι. Παροιμ.: «Δύναμαι δεν δύναμαι, τα μάτιατα γκουρλώνω.»
γκουρμπάσια η: χοντροκομμένη ξύλινη πόρτα σε κουμάσι ή περιφραγμένο χώρο, αμπουριά στο μαντρί· δεξιά κι αριστερά έβαζαν παλούκια.
γκουρμπάτσι το: μαστίγιο.
γκουρμπέτι το: η πιάτσα, ο κόσμος, η περιπλάνηση, η εξορία. Πβ. γκόρμπιτας | < βλ. γκόρμπιτας.
γκουρμπέτικος -η -ο: τσιγγάνικος, γύφτικος, μτφ. προχειροκαμωμένος, φτιαγμένος με ευτελή υλικά. Γκουρμπέτικηκαλύβα.
γκουρμπέτσα η: γκουρμπέτισσα, η γύφτισσα, η τσιγγάνα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Παναγιώτη Λιούφη, 18 οικογένειες Αιγυπτίων εγκαταστάθηκαν σε χωριστή συνοικία στην Κοζάνη κι εργάζονταν κυρίως ως οργανοπαίχτες και σιδηρουργοί. Οι γειτονιά των τσιγγάνων, τα γύφτικα, ονομαζόταν ειρωνικώς από τους Κοζανίτες, Τρανή Αυλή.
«γκούρτου γκούρτου»: επιφών. που δηλώνει ενοχλητικό και διαρκή θόρυβο, γκρίνια, ανησυχία. Λέγεται για κάποιον που σκαλίζει, ενοχλεί, θορυβεί συνεχώς. Λ.χ. Όλη νύχτα γκούρτου γκούρτου, δεν μας άφησε να κοιμηθούμε ή όλη την ώρα γκούρτου γκούρτου.
γκούσια η & γκούσιας ο: ο πρόλοβος των πουλιών | < λατιν. geusiae. Βλ. & λεβήθρες.
γκουσταρίτσα η & γκουστέρα η: γουστερίτσα, μικρή γκρίζα σαύρα. Σκαρίμπας: Γουστερίτσα και φαλάγγι / πιάσανε τον αϋφαντάκο / και τον πήγαν στο ρουμάνι / κει που ο ήλιος δεν τον φτάνει. Γκοτζ: Οι Ιταλοί, μας είπε με ύφος πολύξερου, κοσμογυρισμένου (είχε φτάσει με τις μετακινήσεις του στρατού ως τη Μακεδονία), οι Ιταλοί -μακριά από δω- τρώνε και φίδια και γκουστέρες και μπακακάκια… | < σλαβ. gusteritsa.
γκούστιαρας ο: πράσινη μεγάλη σαύρα δέντρων. Μτφ. πρασινογκούστιαρας λεγόταν το παλιό πράσινο χαρτονόμισμα των 500 δρχ., το πεντακοσιάρικο | < σλαβ. gusteritsa.
γκράβαρο το: βραχώδες μέρος. Με την ονομασία Κράβαρα ή Γκράβαρα φέρονταν παλαιότερα τοποθεσία της επαρχίας Ναυπακτίας, στο Νομό της Αιτωλοακαρνανίας, που περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα 10 χωριά: Αβώρανη (Λιβαδάκι), Αράχωβα, Κλεπά, Νεοχώριο και Σίνιστα ή Σινίστα, (σημερινή Περδικόβρυση) του τ. δήμου Κλεπαΐδας, Αρτοτίνα και Πλάτανος, του τ. δήμου Προσχίου καθώς και τα χωριά Ζήλιστα, Σίτιστα και Στρώμιανη, του τ. δήμου Οφιονείας. Όλα τα παραπάνω χωριά βρίσκονται νότια του όρους Οξιά ή Κράβαρα.
γκρας ο: είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού. Σκαρίμπ.: ..δεν είναι μόνο αριστουργήματα, είναι και .. κανόνια και ξιφολόγχες και γκράδες | < γαλλ. Gras (απ’ το όνομα του κατασκευαστή).
γκρέγκορτσο το: άγριο γκόρτσο, καρός της γκρεγκορτσιάς, της άγριας γκορτσιάς. Μαζέψα μια ποδιά γκρέγκορτσα, όλο ζιούκες.
γκρέμουρας ο: ο μεγάλος γκρεμός, βαθύ και απόκρημνο χάσμα στο έδαφος, βάραθρο· αγριολούλουδο που μοιάζει με κυκλάμινο | μσν. γκρεμός (πρβ. εγκρεμός) < γκρεμνός < αρχ. ελλ. κρημνός
γκρεμούρι το: ο (μικρός) γκρεμός, η απότομη κλίση του εδάφους, βάραθρο. Σκίρκα: τόπους όλου πέτρα. Κακουτράχαλα γκριμούρια, χουρίς σπυρί χώμα. (Κοζάνη).
γκριζιάλα η: γκρίνια, η ενοχλητική μουρμούρα, η κλάψα. γκρίνια, εκδήλωση δυσφορίας που προέρχεται συνήθ. από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, μουρμούρα, μεμψιμοιρία. Αραβαντ.: γρύτζαλος, το αλλαχού γρυνιάρης, μεμψίμοιρος. Παπαευαγγ.: Απουλήθκα απ΄του στρατό. Δεν πρόκανα κι γώ να χαρώ καμιά παρδαλιά τότε με τα μίνια κι η μάνα μ΄ μ’ εφαγι απού τ΄ γκριζιάλα, να πάρου καμια νύφη, να σμαζιφτώ, θάρρου μ’ γλέπ΄ κι αυτή απού μένα κανα αγκόνι.
γκριζιαλιούμαι & γκριζιαλιέμαι: γκρινιάζω, δυσφορώ, διαμαρτύρομαι συνεχώς, κλαψουρίζω, ψευτοκλαίω, μουτσοκλαίω. Το κούτσκο γκριζιαλιέται γιατί πείνασε.
γκρο μπιτό το: το μείγμα του τσιμέντου στις οικοδομικές εργασίες, το χαμούρι.
γκουσιάδι το: ευνουχισμένος τράγος.
γκρούσκλας ο: ο λάρυγγας, αναπνευστικό και φωνητικό όργανο στο επάνω μέρος του αναπνευστικού σωλήνα, οισοφάγος των ζώων.
γκτζιούπα η: μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου. γκτζιούπι το: μτφ. αυτός που δεν καταλαβαίνει, «ξύλο απελέκητο.». Γκοτζ.: Οι μέλισσες έβοσκαν στο γούπατο απάνω απ’ το σπίτι τους, βύζαιναν τα μυρωμένα βοτάνια που φύτρωναν ανάμεσα στις δάφνες και γέμιζαν δυο φορές το χρόνο τις στρόγγυλες γκουτσιούπες, τις κυψέλες, καμωμένες από κομμάτια κορμών και στημένες στ’ απόγωνο, να μην τις πιάνει ο αέρας. Αινιγμ.: «Χίλιοι μύριοι καλογέροι, σ’ ένα κ’τσιούμπ’ σ’ μαδιακό.» (μυρμηγκοφωλιά – Β. Εύβοια). Παροιμ.: «Κόψε ξύλο, φτιάξε Πύλιο, κιαπό κουτσουπιά Θανάση, αν ρωτάς και για το Γιάννης, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.» | κουτσιούπι < αρχ. ελλ. κόσσυμβος.
γκυλιέμαι: κυλιέμαι | < ελνστ. κυλ(ίομαι) μεταπλ. –ιέμαι.
γλέπω: βλέπω. Αίνιγμ.: «Από τα παραθύρια σου, όλον τον κόσμο γλέπω» (Τα μάτια – Χουλιαράδες Ηπείρου) Γκοτζ.: – Ψωμί αγοραστό, που φέρνει τώρα καμιά βολά ο πατέρας σου απ’ το παζάρι, τότε δεν το ’γλεπαν στα μάτια τους ποτέ. Παπαευαγγ.: Καλα Σιακούλι .. Καλά που μας έστειλι αυτός ..τουν γλέπ’ς ; αυτός που είνι στ’ κουρνίζα που μας έφκιασι η Μπαρμπα-λίας ..! Πάλλης: Θάγλεπες τότε συφορά, δουλειές που θ” απορούσες, / και φεύγοντας οι Δαναοί θα τρύπωναν στα πλοία.
γλίνα η: λιπαρή ουσία που παράγεται από ζωικά λίπη μετά το βράσιμο του κρέατος. Κ.Παπαγιώργης: Οι λατίνοι έλεγαν ότι γεννιόμαστε μέσα στα ούρα και στα σκατά. Όσοι είδαν νεογέννητο το ξέρουν. Παρόμοια είναι και η γέννηση των σκέψεων, γι” αυτό καταγινόμαστε να τις απαλλάξουμε από τις γλίνες που τις έθρεψαν | < μσν. ή ελνστ. γλίνα < ελνστ. γλίν(η).
γλίστρα η: το γλίστρημα, το γλιστερό έδαφος, κατωφέρεια με πατημένο ή παγωμένο χιόνι που χρησίμευε ως φυσική τσουλήθρα. | < μσν. γλίστρα < γλιστρ(ώ) -α < εκλιστρώ < αρχ. ἐκ + λίστρ(ον)= εργαλείο για γυάλισμα.
γλιτσιάζω: γίνομαι λιπαρός, γλιστερός | < βλ. γλίνη.
γλυκάδι το: μτφ. οι όρχεις, νεφρά, συκώτια σφάγιων ζώων που τρώγονται (συνήθως) ως μεζές. Είχε κρεμμυδάκια, είχε ντομάτες κι η θάλασσα κοντά στο Πεξινάρι, ψαράκια, τα σφαγεία κοντά, γλυκάδια, συκώτια, τα καλύτερα και πήγαινε ο κόσμος και την έβρισκε με τα παϊτόνια (άμαξες). Παροιμ.: «Καρτερώντας η αλεπού να πέσουν τα γλυκάδια του κριαριού, εψόφησ’ απ’ την πείνα.»
γλυκαντζούρα η: η έντονα γλυκιά γεύση, υπερβολική γλύκα που λιγώνει.
γλυκαντζούρικος -η -ο: υπερβολικά γλυκός. Γλυκαντζούρικη πάστα, τουλούμπα | < μσν. γλυκός < αρχ. ελλ. γλυκ(ύς).
γλυκοφρυδούσα η: με γλυκά, ωραία, καλοσχηματισμένα φρύδια. Δημότ.: Είναι μια κόρη όμορφη και μια γλυκοφρυδούσα.
Γλύκω η: Γλυκερία.
γλωσσοκοπάνα η: η γλωσσού, φλύαρη, που λέει πολλά λόγια, μιλάει ακατάπαυστα. Παλαμάς: Μουρλή,γλωσσοκοπάνα πολιτεία, / κοιμάται κ ’ ονειρεύεται τον Περικλή. Μα ο Χασεκής [σ.σ. Τούρκος διοικητής] της πρέπει!
γνέθω: μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο· κλώθω. Θα μιλήσω όπως ξέρω, κι ας έρθουν άλλοι να ψιλογνέσουν τα λόγια μου | < αρχ. ελλ. νέω & νήθω. Βλ. & αδράχτι.
γνουμκός -ιά -ό: γνωμικός, ο συνετός, σώφρων, μυαλωμένος, που ενεργεί πάντοτε ύστερα από ώριμη σκέψη, που δεν παρασύρεται από συναισθηματικές παρορμήσεις | < αρχ. ελλ. γνώμη.
γνώρος ο: η γνωριμία, γνωριμιά, γνώρισμα, σύσταση, το σημείο, σημάδι αναγνώρισης. Έδωσε γνώρο: συστήθηκε, είπε ποιος είναι. -Ανταμώθηκαν και έδωσαν γνώρο. Πβ. Πάλλης: ..θα πεις κι” αν θεϊκιά από οργή το κάστρο αν δεν κουρσεύεις / ή κι” από δείλια των αντρών κι” αγνωροσύνη μάχης.
Γόλης ο: Γρηγόρης, Γληγόρης.
γονικά τα: οι γονείς, «οι γονήδες.» Παροιμ.: «Τα γονικά τρωγόντουσαν, τ’ αδέλφια εσκοτωθήκαν.», «Αν κλωτσάςτα γονικά σου, θα το βρεις απ” τα παιδιά σου.»
Γούλας ο: Γεώργιος, Γκόγκος, Γιώρης, Γούλης.
γούπατο το: κοιλότητα του εδάφους, κοίλωμα της γης, γούβα. Τοπων. «ο Μεγάλος Γούπατος» «ο ΜικρόςΓούπατος.» Μακρυγ.: Κατὰ τὸ μέρος τὸ δικό μας δὲν τόβλεπε τὸ κανόνι τῆς θαλάσσης· ἦταν μία μάντρα κι᾿ ἄλλα τούρκικα ταμπούρια καὶ ἦταν εἰς τὸ γούπατο, ὁποῦ εἶναι τὸ πηγάδι. Γκοτζ.: Θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ’ αντοχή, / και συλλογίζομαι ολοένα εσάς, φτωχοί. / Σκυφτοί στο γούπατο για σκόρπιοι στο ριζό, / με τον καημό σας ανασταίνομαι και ζω. / Το πατρογονικό μας ήταν χτισμένο κάτου από ’να γούπατο, σε μέρος που να μην το πιάνει ο αγέρας. Καρκαβ. Eκοιμήθηκαν στον στάβλο και τον αχερώνα, εμπρός στο κατώφλι της πόρτας και τον νάρθηκα της εκκλησιάς• στου βουνού το διάσελο και στο γούπατο κατακαμπίς. | < ίσως συμφυρ. γού(βα) + πά το(ς).
γουρναρούλι το: παιδί που βόσκει, φυλάει γουρούνια.
γουρνοτσάρουχο το: τσαρούχι φτιαγμένο από δέρμα γουρουνιού. Πβ. Καρκαβ.: ..με τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ’ ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό.
γόνα το: γόνατο. ΦΡ. Ένα γόνα χιόνι έριξε: μέχρι το γόνατο· πβ. Έναν κώλο χιόνι έριξε: μέχρι το ύψος της μέσης του ανθρώπου. Την φιλία την έχει στο γόνα: η φιλία του κρατάει λίγο, δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, είναι έτοιμος να την αρνηθεί. Π.β.: Πάτσα μνιὰ μέρα, τώρα τοὺ Μάη, κάτ’ γαλατσίδγια καταῆς. Αὐτὰ τσακίσκαν ἀποὺ ρίζα κι γίνγκανἕνα μὶ τοὺ χῶμα. Πέρασα σὶ καναδγυὸ μέρις ἀποὺ κεῖ κι τὶ νὰ ἰδῶ; Εἶχαν φκιάσ’ γόνα. (Μικρόβαλτο Κοζάνης). Παπαδιαμάντ.: Το χιόνι ήτον, όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ’ ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν πιθαμήν κάτω. Σολωμ.: Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι / γιὰ σαςὅλοι εἶναι χαρά, / καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει / στοὺς κινδύνους ἐμπροστά. (Εθνικός ύμνος). Γκοτζ.: Τότε αυτό πήγε με τα αίματα στο μαγαζί και κλάφτηκε στον πατέρα του, νεόφερτον απ” την Αμερική, με ποδήματα, θυμάμαι, ως το γόνα. Καζαντζ.: Στα γόνα βόγγοντας σωριάζεται και τον σκεπάζει ο χάρος. Όμηρος: ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶνγούνατ᾿ ἔλυσεν (Καζαντζ.: πολλών κι αντρόκαρδων τα γόνατα έχει λύσει) | < αρχ. ελλ. γόνυ.
γονής ο: γονέας, γονιός. Πληθ. (οι) γονήδες. Λασκαράτος: Σε τούτο το καταφύγιο της Αηδίας, ο νιόγαμπρος, και μετέπειτα ο γονής, περνάει όλη του την ημέρα και μέγα μέρος της νύχτας μαζί με όλους τους άλλους. Παροιμ.: «Ο γονής δεν ελυπήθη τ’ αμπέλι και το παιδί ελυπήθη το σταφύλι.» | < αρχ. ελλ. γονεύς.
γουντσάρι το: το κάτω μέρος του ποδιού, από το γόνατο και κάτω, λέγεται και (η) γουντζαρίδα | πιθ. από το γόνατο < ελνστ. γόνατον < του αρχ. ελλ. γόνυ.
γονώ & γονίζω: γονατίζω, πέφτω στα γόνατα για να κάνω μια δουλειά, καταπιάνομαι δυναμικά και αποφασιστικά. Λ.χ. Γούντσα μια πίτα να την πάρουμε για το δρόμο. | αρχ. ελλ. γόνυ.
γούλι το: το μέρος του τομαριού κοντά στο κεφάλι του ζώου.
γουλιανός ο: μεγάλο ψάρι του γλυκού νερού. Μαζί, σήμερα, ψάρεψαν δεκάδες γριβάδια, πεταλούδες, αλλά και μερικούς ακόμη μεγάλους και μικρότερους γουλιανούς, σε μια από τις καλύτερες ψαριές των τελευταίων μηνών! | < αρχ. ελλ. γλάνις ή γλανίς.
γομάρι το: το γαϊδούρι, όνος· φορτίο· μτφ. δυνατός, σωματώδης, χεροδύναμος άντρας. Μακρυγ.: ..καὶ οἱ ἀφεντάδες μας περπατοῦνε μὲ τἱς καρότζες τους, καὶ οἱ ἀγωνισταὶ δὲν ἔχουν οὔτε γουμάρι· καὶ ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶδιακονεύουν εἰς τὰ σοκάκια. ΦΡ. Μι τσειρά ξιούντι τα γουμάρια: με τη σειρά ξύνονται τα γαιδούρια. Παροιμ.: «Υγεία έχουν κι τα γουμάρια αλλά μόνο γκαρίζουν.» ΦΡ. «Γομάρι ξεκαπίστρωτο»: μτφ. ο ανεξέλεγκτος, α ασυγκράτητος, αυτός που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Η ΦΡ. «Είσαι για το γουμάρι καβάλα» λέγεται μτφ. για κάποιον θεωρείται άτιμος, που αξίζει να διαπομπευθεί· «Θα σε χέσω το γομάρι»: Σύμφωνα με τον Ναστούλη, η φράση κρατάει από το βυζαντινό έθιμο της διαπόμπευσης καβάλα σε γαϊδούρι· οι ακαθαρσίες που πετούσαν παριστάμενοι στο «θύμα» λέρωναν και το άτυχο ζώο. Μακρυγ.: Ἤθελαν νὰ μᾶς ὁρκίζουν σὰν γομάρια διὰ τὸ κέφι τους καὶ ὕστερα νὰ μᾶς λένε ἐπίορκους. Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,/ ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην· /ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω / κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα. Καρκαβ.: Αληθινά ζωντόβολα, τρισχειρότερα κι από τα γελάδια κι από τα γομάρια τους! Πβ. Ερωτοκριτ.: Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις· γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις | μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον= φορτίο ζώου < υποκορ. του αρχ. ελλ. γόμος= φορτίο.
γόμαρος ο: το μεγάλο γομάρι (μεγεθυντ), β.λ.
γουδί το: ξύλινο, μεταλλικό ή μαρμάρινο κοίλο σκεύος στο οποίο τρίβουν και κοπανίζουν με το γουδοχέρι διάφορα υλικά, κυρίως καρυκεύματα. Καββαδ.: ..έτριβε τ’ άγια χρώματα σε πέτρινο γουδί. | < μσν. γδι(ν) < μσν. ιγδίον < υποκορ. του αρχ. ἡ ἴγδ(ις) -ίον.
γουδοχέρι το: κυλινδρικό εξάρτημα του γουδιού. Παροιμ.: «Όλοι γουδί κι αυτός γουδοχέρι» | < βλ. γουδί.
γουμαριάης ο: λέγεται σκωπτικά για κάποιον που είναι δυνατός, χεροδύναμος, σωματώδης, ογκώδης, χοντροκαμωμένος, γομάρι | βλ. γομάρι.
γουμαρνός -ή -ό: γαϊδουρινός. Γουμαρνή υπομονή | < βλ. γομάρι.
γουμαρουγκυλτστιά η: εμπειρικός τρόπος για να υπολογίζεις το εμβαδόν χωραφιού ή οικοπέδου. Ο χώρος που χρειάζεται για να κυλιστεί ένας γάιδαρος. ΦΡ. Μια γουμαρουγκυλτστιά τόπος: μικρό χωράφι, κομμάτι γης. Πβ. Παπαδιαμάντ.: Ἡ γρια-Πινάκαινα εἶχε γλιστρήσει, φαίνεται, κι αὐτὴ ὀλίγον τόπον παρακάτω, ὅσον διὰ «νὰ πέσῃ ἕνα γαϊδούρι νὰ κυλισθῇ», ἢ διὰ νὰ δέσῃ τις μίαν αἶγα, περιτρέχουσαν μὲ τὸ σχοινίον της ὡς ἀκτῖνα περὶ ἓν δένδρον.
Γούμενος ο: Ηγούμενος. Παροιμ.: «Αλλού με τρίβεις, Γούμενε, κι αλλού έχω τον πόνο.»
γούρνα η: μικρή φυσική κοιλότητα, συνήθ. σε πέτρα ή σε βράχο, όπου μαζεύεται νερό. Κ.Παπαγιώργης: Όταν στα νοσοκομεία βλέπουμε τα σωθικά μας στις οθόνες μάς πιάνει σύγκρυο: αντί να δούμε όργανα διατεταγμένα, καθαρά και αναγνωρίσιμα, αντικρίζουμε ένα χάος. Θυμίζουν βυθό της θάλασσας, γούρνα με βρόμικα νερά, θύελλα μαύρης βροχής | < μσν. γούρνα < γόρν(η) < ελνστ. γρώνη= τρύπα, βαθούλωμα.
γουρνάρης ο: αυτός που φροντίζει ή βόσκει γουρούνια, ο χοιροβοσκός, παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι. Γκοτζ:Άλλοτε έπαιζαν τη «γ’ρούνα» ή τη «γαϊδούρα.» Στην πρώτη βαστούσαν από ένα ραβδί γερό και φυλάγοντας ο καθένας την τρύπα του χτυπούσαν παράλληλα ένα κομμάτι ξύλο, κουλορίζι, που πετιόταν από δω κι απο κει, ενώ ο«γ’ρουνιάρης» είχε το νου του να πιάσει στό μεταξύ κανέναν ξένο «βώλο» κι έτσι ν’ απαλλαγεί απ” το οχληρό αξίωμα του.
γουρνοκούμασο το: κουμάσι για τα γουρούνια.
γουρνοτόμαρο το: το τομάρι του χοίρου· πβ. γιδοτόμαρο, λαγοτόμαρο, γελαδοτόμαρο, κατσικότόμαρο κ.α.
γουρνοχαρά η: το γλέντι, τσιμπούσι που γίνεται κατά τη σφαγή γουρουνιών· μτφ. κατάσταση ευθυμίας, γλέντι, φαγοπότι.
γουρνοτσάρουχο το: το τσαρούχι από δέρμα χοίρου. Καρκαβ.: Aπό το γόνα έως κάτω αγραφιώτικη σκάλτσα, κοντοκομμένη, έπαιρνε μέσα τις κνήμες κι εχώνευε στα χιαστά δεσίματα υγρού γουρνοτσάρουχου.
γουρλομάτης ο & γκουρλομάτης: που έχει γουρλωτά μάτια. Πάλλης: Κατάκορφά “χε αγριόθωρη Γοργόναγουρλομάτα / με την Τρομάρα από δεξά, μ” από ζερβά το Φόβο | < μσν. γουρλομάτης < γουρλωνομάτης
γραβαλνώ: κάνω θόρυβο, σκαλίζω, μαστορεύω. ΦΡ. Τι γραβαλνάς όλη την ώρα; Πβ. παροίμ.: «Η κόταγραβαλίζοντας το μάτι της το βγάνει.»
γραβάνης ο: ζωηρός, τεμπέλης, ατίθασος, αυτός που δεν καταλαβαίνει. Ο μικρός βγήκε γραβάνης.
γραδάρω: μετρώ, βρίσκω την πυκνότητα του υγρού με γράδο, με πυκνόμετρο) | < ιταλ. graduare.
γράδο το: ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού, η περιεκτικότητα σε αλκοόλη· πυκνόμετρο Στη ΦΡ. Παίρνω τα γράδα= υπολογίζω, σημαδεύω, Ήρθε στα γράδα του, για κάποιον. ή για κάτι. που έρχεται σε κατάσταση ισορροπίας ή που αποκαθίσταται η λειτουργία του. Παπαδιαμάντ.: Την ιδίαν στιγμήν η νεωτέρα, ωφεληθείσα από την απομάκρυνσιν της μητρός, έλαβε ποτήριον, κι εδοκίμαζε το πρωτόβγαλτο ρακί, την «σούμα», ίσως διά να ιδεί«πόσα γράδα είναι» | < ιταλ. (βεν;) grado.
γραδόμετρο το: όργανο που μετράει τα γράδα, (βλ.λ) χρησιμοποιείται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών. Ανάλογα έχουμε αλατόμετρο, πεχάμετρο, βινόμετρο, διαθλασίμετρο κ.α.
Γραικία η: η Ελλάδα, η χώρα των Γραικών | < βλ. Γραικός.
Γραικός ο: Έλληνας, Ρωμιός, παλαιότερη ονομασία των Ελλήνων, που είχε επικρατήσει κυρίως στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. Καβάφης: …για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει, / σαν Aλεξανδρινός Γραικόςμονάρχης. Παπαδιαμάντ.: – Κατάρα! κεραυνός! κόλασις! ἠκούσθη ὠρυόμενος ὁ ἀρχιπειρατής. Ἰδικοί σας εἴμεθα,Γραικοί! ἔκραξεν ὁ πρῶτος τῶν νεωστὶ ἐλθόντων πρὸς τὸν Μούχραν. Ελύτης: Φέρνω στη φούχτα μου για σας μέλλουσες μαργαρίτες / Γραικές που εβάλατε κουφέτο του Άδη. «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω.» | < αρχ. ελλ. (διαλεκτ) εθν. Γραικός (όν. των Ηπειρωτών Δωριέων) & ελνστ. αντδ. Γραικός < λατ. Graecus < αρχ. ελλ. Γραικός.
γραίνω: ξεχωρίζω με τα δάχτυλα το μαλλί κατά την επεξεργασία του, το ξεπλέκω, ώστε να γίνει τελικά κλωστή, άγραντος= αυτός που δεν τόν έξαναν, ο άξαστος (για ενδύματα) αυτός που φθείρεται δύσκολα, ο στερεός. Παροιμ.: «Άγραντα (ή άγνεστα) κι αύφαντα και στ’ ανώι απλωμένα», «Γράνε μαλλί, να φας ψωμί.»· Αραβαντ. διαλύω τα περιπλεγμένα έρια· εκ του ραίνω.
γράμμα το: συνηθ. στον πληθ. γράμματα, οι ζωγραφιές, τα σχέδια, τα στολίδια πάνω σε υφάσματα, κεντήματα ή υφαντά, οι σκουρόχρωμες δερματοστιξίες (συνήθως σταυροί) στο μέτωπο ή στα χέρια, οι οποίες γίνονταν παλιά με βελόνι και στάχτη. Η γιαγιά μου είχε γράμματα στα χέρια και τους καρπούς.
γραμματίκι το: η καρδερίνα.
γραμματικιάης ο: αυτός που πιάνει κι εκτρέφει γραμματίκια, καρδερίνες· πβ. περιστεριάης= που ασχολείται με περιστέρια.
γραμματιζούμενος -η -ο: γραμματισμένος, αυτός που έμαθε γράμματα και λογαριάζεται ως σπουδαγμένος. Χρησιμοποιείται και το γραμματισμένος με την έννοια του μορφωμένου, του πτυχιούχου κ.τ.ο. Γκοτζ.: Ο πατέρας μου, αντίθετα προς όλους σχεδόν τους άλλους χωριανούς, είχε από φυσικού του μεράκι για γράμματα και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει συντροφιά πρόσωπα ανώτερά του, προπαντός γραμματισμένους.
γραμματικός ο: γραμματέας, γραφέας, αυτός που, τουλάχιστον, ξέρει γραφή και ανάγνωση. Καρκαβ.: Eίνε δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσης, σοβαρό είτε αστείο. Αίνιγμ.: «Ένα πράγμα ήτο, και τι πράμα που ΄ταν! Κέρατα είχε, βόδι δεν ήτο, σαμάρι εφόρει, γάιδαρος δεν ήτο, έγραφε, γραμματικός δεν ήτο, και τι θάμα που ήταν! (ο σαλίγκαρος – Πελοπόννησος)
γραμμένος -η -ο: λέξη με τη γενικώς θετική σημασία καλός, όμορφος ζωγραφιά. Δημότ. Σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια. Σήμερα, γραμμένα μ’ μάτια. Μέσα σε τούτον το σοφρά, γραμμένα μάτια μ και παρδαλά, σε τούτο το σουμπέτι / τρεις μαυρομάτες μας κερνούν, γραμμένα μάτια μ’ και παρδαλά, κι οι τρεις αράδα αράδα. Σ᾿ἀφήνω τὴν καλονυχτιὰ / ἀγάπη μου γραμμένη / κι ἐγὼ θὰ πάω στὴ μάνα μου /μὲ τὴν καρδιὰ καημένη. Παλαιός πότης έλεγε συχνά «Αχ, βρύση μ’ γραμμένη, να ‘βγαζες ρακή αντί για νερό!.» ΦΡ. «Γραμμένος, χρυσός.» Ο Αραβαντ. σημειώνει γραμμένο= γραφτό, περικαλλές. Ο Βλαστός αναφέρει τη λέξη λιογραμένη, ως συνώνυμη της όμορφης γυναίκας, δίνει επίσης μοιρόγραφτος, γραμμένος, προνοιασμένος προαποφασισμένος, ταμένος προαγγελμένος, επαγγελμένος. Στιχ.: Ρίχνει βόλια η ματιά της / η πλεξούδα η ξανθιά της / με τα φρύδια τα γραμμένα / τα κουμπούρια γεμισμένα / ξεχειλά δροσά και νιάτα / η Μαλάμω η χωριάτα / με λαχτάρα την κοιτάζουν / τραγουδούν κι αναστενάζουν (Ευτ. Παπαγιαννοπούλου). | < πιθανότατα σημαίνει ζωγραφιστός, από το γράφω, με τη σημασία του ζωγραφίζω· το «γραψίμι» είναι λέξη με αρνητική σημασία.
γράνα η: υδραγωγός, χαντάκι στο χώμα για τα νερά της βροχής. Σπασμένη γράνα.
γραπάτσωμα το: γερό κράτημα, στήριξη, πιάσιμο.
γραπατσώνω & γραπατσώνομαι: αρπάζω, πιάνω καλά, κρατώ. Παθ. γραπατσώνομαι= τσακώνομαι, πιάνομαι δυνατά, κρατιέμαι από κάπου να μην πέσω. Μτχ. γραπατσωμένος. Πετρόπουλος: Ο συγγραφέας είναι ένα ασήμαντο ον, που ελάχιστα μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία. Το ελάχιστο είναι, ήδη, μια ελπίδα.Γραπατσώνομαι από το ελάχιστο.
γραψίμι το: άτιμο, ανάξιο εμπιστοσύνης, ανάγωγο· βλ. γραμμένος.
γρέζι το: ρίνισμα, τρίμα σιδήρου ή άλλου μετάλλου που βγαίνει κατά την επεξεργασία τους (κοπή, συγκόλληση κτλ). Μπήκαν γρέζια στο μάτι.
γρέκι το: αγρέκι, κρυσφήγετο άγριου ζώου, λημέρι, σπηλιά, καταφύγιο, πρόχειρο περίφραγμα· κατοικία. Δημοτ.: Το πως αποκοιμήθηκα τρεις χρόνους σ” ένα γρέκι, κι όντα ξυπνώ ο έρημος νε πρόβατα νε γίδια, παίρνω νερό και νίβομαι μαντήλι και σφουγγιώμαι και παίρνω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια. Αραβαντ.: γρέκι= η κοίτη του λαγωού, παροιμ.: «γένηκε γυαλί το γρέκι.» | < τούρκ. eğrek= αυλάκι.
γρέντα η & γρέντωμα το: η ξάπλα, το αραλίκι, οριζοντίωση· μτφ. η τεμπελιά, η απραξία. Μάσα, ποτό καιγρέντωμα | < γριντιά βλ.λ.
γρεντωμένος -η -ο: ξαπλωμένος σε ευθεία θέση, οριζοντιωμένος, αραχτός. Όλη μέρα γρεντωμένος, δουλειά ντιπ.
γρεντώνομαι: μτφ. ξαπλώνω ξαπλώνω με την άνεση μου, απλώνομαι, οριζόντια. Παπαευαγγ.: Αφού τουν έλουσι του Φώτ΄ η Φώτινα, γριντώθκαν στου μαντζάτου στου ξυλουκρέβατου – Η Ντιόντιους έρχιτει μέσα κι γριντώνιτει σ΄ν άκρια. Τίπουτα ιγώ .. Άστουν να δούμει τι χαλεύει να φκιάσει | < βλ. γριντιά.
γρηπίδα η: κρηπίδα, πέτρινη πλάκα, μήκους 10 με 15 εκατοστά, τοποθετημένη πριν τη σκεπή. Οι γρηπίδες προεξείχαν και προστάτευαν το σπίτι από τα νερά της βροχής. Από πάνω έφτιαχναν τα ζνάρια, τις γριντιές και τη στέγη με σκίζες και πέτρες που μετέφεραν από τα βουνά της περιοχής. Γρηπίδα λέγονταν και το θεμέλιο του κτίσματος. Κρηπίδα ονομάζεται ακόμη η βάση με κλίμακες στους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Είχε συνήθως τρία σκαλοπάτια, ενώ στο τελευταίο στηρίζονταν οι κίονες και όλος ο ναός. Σε περίπτερους ναούς με κίονες λεγόταν στυλοβάτης ενώ σε ναούς χωρίς περιμετρικές κολώνες καταγράφεται ως τοιχοβάτης. «Σιμφόνζαν όπους η παρέα του μι χτίσι του σπίτι μου. κάτου μαντζάτου, χαϊάτι κι σάλα κι πάνου 2 νοντάδες κι σάλα. Ι τιμί ίνι η ιξίς: 13 δραχμές τουν πίχι μι ψουμί, 9 δραχμές τουν πίχι η γριπίδα μι πιτρόπλακα κι νζιάκι μι λάκου κι μπουχάρι. Θα δόσου 500 δραχμές καπάρου, 500 στα σχουλάσματα κι τα ηπόλιπα μι σφαχτά, σιμφουνιμένα προς 170 δραχμές του σφαχτό. Υπογράφουν το αφεντικό Τσίμπλης ζίσις και η μάστουρας Καψάλης Φώτης.1957.» Ο τεκτονικός πήχης ήταν 0,75 μέτρα (75 εκατοστά) | < αρχ. ελλ. κρηπίς= το κρηπίδωμα, στην αρχαία αρχιτεκτονική.
γρίβας ο: σταχτύ, γκρίζο άλογο. -Για βάλτε και το γρίβα μ’, να τραβάει κι αυτός. -Κώστα, τραβάει κι ο γρίβας και δε σκώνεσαι. (Αραβαντ.). Δημότ.: Δεν μπορώ καημένε γρίβα, γιατί μ΄ έχουν λαβωμένο, στη καρδιά πετυχημένο. Σύρε σκάψε με τα νύχια, με τ΄ αργυροπέταλά σου, τράβηξέ με, με τα δόντια, ρίξε με μέσα στο χώμα.
γριβάδι το: είδος μεγάλου ψαριού των γλυκών νερών. Μια καταπληκτική και πεντανόστιμη συνταγή είναι γριβάδι πλακί, δηλαδή μαγειρεμένο στο φούρνο σε ταψί | < μσν. γριβάδι < πιθ. γρίβο, εξαιτίας του γκρίζου χρώματος. Βλ. & γουλιανός.
γρίβος -α -ο: σταχτής, γκρίζος, ψαρός, λ.χ. γρίβα γένια, γρίβο άλογο κλπ. Αίνιγμ.: «Σαράντα γρίβα άλογα σε μια σπηλιά δεμένα.» (στόμα και δόντια). Πβ. Καζαντζάκ.: ..γιά με τον πόλεμο τον κυρ φονιά, το γριβοκαβαλάρη!
γρικώ: καταλαβαίνω, ωριμάζω, φρονιμεύω. Ερωτόκριτος: Εγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ” εγρικήθη / πως για να το’χου” θάμασμα στον Κόσμον εγεννήθη. – Η γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα, / πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα. Βλ. αγρικώ.
γριντιά η & γρεντιά η: δοκός, μεγάλο δοκάρι για το ταβάνι και την σκεπή. Από τις γρεντιές σε καρφιά κρέµονταν οι πλεξίδες µε τα κρεµµύδια και σκόρδα της χρονιάς. Σύμφωνα με την παράδοση των μαστόρων, η γριντιά έπρεπε να κοπεί νύχτα χωρίς φεγγάρι, με τη σελήνη στη χάση της, αλλιώς την έτρωγε το σαράκι· η συνήθεια τηρείται ακόμη. Ανάλογες φροντίδες υπήρχαν και αλλού, για την ξυλεία των πλεούμενων. Σε συμφωνητικό εποχής διαβάζουμε για «χωρίσματα δωματίων μετά Γρεντέδων.» (Η γενική παραπέμπει είτε σε τύπο ο γρεντές είτε σε θυλυκό ή γρεντέδα, που είναι και το πιθανότερο. Η ρουτίνα της εργασίας τους ήταν η μεταφορά ξυλείας, (γριντιές, καυσόξυλα και ξυλοκάρβουνα) από το βουνό στον κάμπο. Γκοτζ.: Μα και τ’ άλλα ντουβάρια κι οι γρεντιές ψηλά κι οι πλάκες αποπάνου, όλα ήταν καπνισμένα. Παροίμ.: «Κάνει τη γρεντιά μάνταλο.»
γρόμπος ο: σβώλος, εξόγκωμα, καρούμπαλο, σφαιροειδές κομμάτι. Γκοτζ: – Να, ψυχούλα μου, έχεις! και της έδειχνε τη μούστα που βάσταγε, ψωμί τριμμένο με λάδι, καμωμένο γρομπούλι. – Πίσω όμως πέφτει η Παναΐα, το Γκρίμπαβο, άλλα χειμαδιά με μπιστικούς και τσελιγκάδες, βλαχουριά απ’ το Ξεροβούνι, που μυρίζουνε τυρόγαλο ή τραγίλα, μα η καρδιά τους είν’ ένα γρομπούλι μάλαμα.
γρόσι το: νόμισμα, το 1/100 της τουρκικής ή της αιγυπτιακής λίρας· τα γρόσια= τα χρήματα, η περιουσία. Δημότ.:Μαύρα μάτια στο ποτήρι, / γαλανά στο παραθύρι. Δώσ’ μου τα, καλέ κοντούλα, / δώσ’ μου τα να τ’ αγοράσω. / Δώσ’ μου τα να τ’ αγοράσω / κι ό,τι έχω ας το χάσω. / Δεν πουλιό, μωρέ λεβέντη, / δεν πουλιόνται αυτά με γρόσια / Δεν πουλιόνται αυτά με γρόσια, / μ’ εκατό και με διακόσα. Κολοκοτρ.: Εις τον καιρό μου, το εμπόριο ήτον πολλά μικρό, τα χρήματα ήσαν σπάνια, το τάλληρο το επρόφθασα τρία γρόσια, και όποιος είχε 1000 γρόσια, ήτον πράγμα μεγάλο, και έκαμνε κανείς δουλειαίς, όσαις τώρα δεν έκαμνε με χίλια βενέτικα. Παραδ. Ηπείρος: -Γιατί δεν τρως αφέντη και δε χαίρεσαι; / – τα σπίτια κι αν μας κάψουν, άλλα φτιάνουμε /- αν μας γυρέψουν γρόσια, φλωριά δίνουμε – τα πρόβατα αν μας πάρουν, άλλα παίρνουμε / – ας είν’ καλά οι Βλάχοι σ’ τ’ Ασπροπόταμο. – Οι νιοί θέλουνε χάιδεμα κι οι Τούρκοι θέλουν γρόσια / και τα πρωτοπαλίκαρα λουφέ να τ’ αυγατίσεις. Παροιμ.: «Κάλλιο πετσού νοικοκυρά παρά γροσού μουρμούρα.» «Γρόσια γύρευε ο φτωχός, παιδιά του ‘δινε ο Θεός» | < μσν. γρόσι(ν) < ιταλ. αρσ. grosso, πληθ. grossi.
γρούνι το: γουρούνι, γκουτσιούνι, χοιράδι. Παροιμ.: «Το γρούνι μανάρι δε γίνεται.» < αρχ. ελλ. γρώνα= θηλυκός χοίρος.
γρουτσιάδι το: ο επιβήτορας τράγος.
γκουτσιούνι το: γουρούνι, χοίρος. Υποκορ. γκουτσιουνούλι. ΦΡ. μτφ. γκουτσιουνίσιος θάνατος= μαρτυρικός θάνατος. < πιθ. ηχομιμητική λέξη.
γυαλένιος -ια -ο: γυάλινος. Δημότ: Απόψε τα μεσάνυχτα, τρεις ώρες να ‘βγουν τ’ άστρα / μού κλέψαν το βασιλικό απ’ τη γυαλένια γλάστρα.
γυαλοκοπώ: λάμπω σαν γυαλί, αστράφτω.
γυναικίσιος –ια –ιο: γυναικείο, που ταιριάζει, συνηθίζεται σε γυναίκες. Εφταλιώτης: Όσο για τα γυναικίσια τα φορέματα, δε μου φάνηκαν και πολύ διαφορετικά απ’ αυτά που βλέπουμε σε κοντινότερά μας χωριά.
γυναικολόι το: πολλές, πλήθος γυναίκες, γυναικομάνι. Πάλλης: ..και το γυναικολόγι τους ας το χορτάσουν άλλοι.
γυναικωτός ο: επιθ. λέγεται για κάποιον που κάνει «γυνακείες» δουλειές· θηλυπρεπής.
γυνί το: υνί. Παροιμ.: «Τα μακριά εκόντεψαν, τα ψηλά εχιόνισαν, τι έχεις έρμο γυνί και δεν δουλεύεις;»
γυροβολιά η: περιστροφή γύρω από κάτι, περιστροφή κατ’ άξονα, γύρα, πλήρης περιστροφή του σώματος, βόλτα· περιστροφική, κυκλική φιγούρα στο χορό. Μακρυγ.: Τὸν δεχτήκαμεν· πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ εἰς τὸΣαράγι. Στάθηκε εἰς τὸν θρόνον· γυροβολιὰ εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Ἀρμασμπέρης καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν οἱ ἄλλοι, τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὅλοι οἱ σημαντικοὶ Ἕλληνες | < μσν. γυροβολ(ώ)= γυρίζω σε κύκλο (< γυρο- + -βολώ) –ιά. Βλ. & γαμπρίζω.
γυρολόγος ο: πλανόδιος έμπορος, που γυρίζει στο δρόμο. Παπαδιαμάντ.: Η κυρα-Σταυρούλα δεν τας άφηνε ποτέ να εξέρχονται εις την αυλήν. Κι η ιδία δεν εξήρχετο ποτέ να κάμει τρία βήματα ως την αυλόπορταν, διά να ψωνίσει τίποτε από κανένα γυρολόγον ή μανάβην, χωρίς να κλειδώσει καλά την θύραν, και να βάλει το κλειδί εις την τσέπην της.
γυρεύω: ψάχνω, προσπαθώ να βρώ κάτι, αναζητώ, θέλω, επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω, χαλεύω. Τι γύρευαν στον Ευαγγελισμό 7 βουλευτές;. Τι γύρευαν οι οπαδοί της Άντερλεχτ στο Λέστερ; Τρέχα γύρευε. Τι γύρευαν οι φουσκωτοί στο συμβούλιο; Παροίμ.: «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε.», «Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει.», «Όποιος κάθεται καλά και πέλαγο γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει.» | < μσν. γυρεύω= ψάχνω < ελνστ. γυρεύω (γῦρ(ος) -εύω) `τρέχω σε κύκλο, περιπλανιέμαι
γυφταριό το: σπίτι, κατοικία, εργαστήρι, κονάκι γύφτου· ακατάστατο σπίτι, δωμάτιο· οι γύφτοι. Παπαδιαμάντ.: Οἱτρεῖς φίλοι, ἀναγκασθέντες ἐκ τῶν ἐνόντων ν᾿ ἀγοράσουν ψωμὶ καὶ κρασί, διηυθύνθησαν εἰς τὸ γυφταριὸ τοῦΝικόλα.
γυφτίζω: συμπεριφέρομαι σαν γύφτος, μτφ. τσιγκουνεύομαι.
γυφτόπιασμα το: λέγεται με προσβλητική διάθεση για κάποιον, γύφτος, με (υποτιθέμενη ή πραγματική) γύφτικη, τσιγγάνικη καταγωγή, γκουρμπετόπιασμα. Πβ. Παπαδιαμάντ.: ..όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. | < μσν. γύφτος < αρχ. ελλ. εθν. Aιγύπτιος.
γυφτοφάσουλο το: είδος (μικρού) φασολιού. Γκοτζ.: Για φαγητό είχανε κουρκούτι και γυφτοφάσουλα. Μα δεν τους άκουγες να μουρμουρίζουν. Πετρόπ.: Τα κοινά φασόλια ήτανε για το λαό, τα γυφτοφάσουλα τα αγόραζε η φτωχολογιά. – Τα μαυρομάτικα φασόλια δεν είναι παρά τα γυφτοφάσουλα, τα λέγανε έτσι επειδή είχανε ένα σημαδάκι κοντά στο φύτρο τους – Βράζεις γυφτοφάσουλα, τα στραγγίζεις, τα περεχύνεις με λαδόξιδο, όπου προσθέτεις μουστάρδα. Πβ.: Τσιφόρ.: Tο καλοκαίρι ανθίζουνε τα μοσκοφάσουλα και τα ζουζούνια του νερού τραγουδάνε σερενάτες.
γυφτοχαρατζής ο: οι φοροσυλλέκτες που μάζευαν το χαράτσι, οθωμανικό φόρο. Στον Άγγλο ιστορικό Φίνλεϊ διαβάζουμε: Το χαράτσι ενοικιάζετο πολλάκις εις τα χειρότερα καθάρματα εκ των περιστειχιζόντων έναν πασσάν και στην Ελλάδα κατεχωρείτο πολλάκις εις τους ελαχίστους υπαξιωματικούς των Αλβανών μισθοφόρων. Οι μισητοί ούτοι φοροσυλλέκται εκαλούντο υβριστικώς γυφτοχαρατζήδες. Το παρωνύμιον τούτον έλαβεν αρχήν εκ της λαϊκής γνώμης ότι οι Γύφτοι υπέκειντο εις την πληρωμήν διπλού χαρατσίου, και εσήμαινεν ότι οι Αλβανοί προσεπάθουν να μεταχειρίζονται ως Γύφτον πάντα άνθρωπον υποκείμενον εις το χαράτσι. Π.Π. Γερμανός: Συγχρόνως άλλοι Καλαβρυτινοί εφόνευσαν δυο σπαχήδες Τριπολιτζιώτες εις τα χωριά του Λιβαρτζιού και πάλιν άλλοι εις τον Φενεόντους γυφτοχαρατζήδες. | < γύφτος + χαράτσι.