Μετακίνηση 2 Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης Γιαννιτσά
Παίρνω ηλεκτρονική άδεια, πρέπει να πάω ξανά για ψώνια. Τρεις βδομάδες τώρα μόνο για αγορές βγαίνω. Φοράω γάντια, βάζω μάσκα, η κόρη μου επιμένει να ’χω και γυαλιά. Στο πεζοδρόμιο αποφεύγω να διασταυρωθώ με άλλους, τις πιο πολλές φορές κάνω ότι τους αφήνω χώρο για λόγους ευγενείας. Αν δω κάναν γνωστό στο σούπερ μάρκετ, αλλάζω αμέσως διάδρομο ή υποκρίνομαι τον απορροφημένο μπροστά στα ράφια. Κοντά σε όλη την προηγούμενη αμηχανία της επικοινωνίας, προστίθενται τώρα και τα δυο μέτρα ασφαλείας. Μην ξεχάσω να πάρω χλωρίνες, ένα απολυμαντικό μπάνιου και ένα υγρό για τα τζάμια. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά απ’ όταν άρχισαν όλα αυτά φτάνω στο ταμείο με φισκαρισμένο το καλάθι. Η υπάλληλος με μαλώνει που πλησιάζω λίγο παραπάνω την προηγούμενη πελάτισσα. Βγάζω το πορτοφόλι, για να πληρώσω. Είναι η πρώτη φορά που σηκώνω το κεφάλι και κοιτάω γύρω μου. Ένα μάτσο άνθρωποι εκεί μέσα, σαν να κρύφτηκαν τα βλέμματά τους πίσω απ’ τις μάσκες. Μου επιστρέφει την κάρτα, φροντίζω να την πιάσω απ’ την άκρη. Εδώ και ένα τριαντάλεπτο μόνο προϊόντα και χρήματα αγγίζω. Σηκώνω τις σακούλες, βιάζομαι να γυρίσω σπίτι.
Υποφέρω όταν βγαίνω έξω. Κάθε φορά επιστρέφω φτωχότερος σε αγγίγματα, λόγια και βλέμματα. Ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα επινοήσουμε άλλους τρόπους. Θαρρώ όμως ότι θα κουβαλούν ένα αδιόρατο άγος. Τούτος ο ιός μάς έχει για τα καλά μιάνει, προτού ακόμη να μας προσβάλει.
[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης 04.04.20 ]