Ναζιστικά εγκλήματα και ελευθερία του λόγου
Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου 2014 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ
ομότιμου καθηγητή Παιδαγωγικής ΑΠΘ
Με κοινό τους κείμενο 152 ιστορικοί ζητούν να μη διώκεται ποινικά στη χώρα μας η άρνηση του ολοκαυτώματος εκατομμυρίων ανθρώπων στα χιτλερικά στρατόπεδα εξόντωσης –σε αντίθεση με αυτό που γίνεται σε άλλες χώρες. Το αίτημά τους δικαιολογούν με την «πεποίθηση, ότι, όπως έχει αποδείξει και η διεθνής εμπειρία, τέτοιες διατάξεις οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς: πλήττουν καίρια το δημοκρατικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι διόλου αποτελεσματικές, όσον αφορά την καταπολέμηση του ρατσισμού και του ναζισμού, του ρατσιστικού και μισαλλόδοξου λόγου. Συχνά μάλιστα οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, επιτρέποντας οι εχθροί της δημοκρατίας να παρουσιάζονται στην κοινή γνώμη ως ''θύματα'' λογοκρισίας και αυταρχισμού».
Με εκπλήσσει ο πρώτος ισχυρισμός: θεωρούν πράγματι ότι στις χώρες όπου εδώ και πολλά χρόνια υπάρχουν και εφαρμόζονται σχετικοί νόμοι -όπως είναι κυρίως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστραλία, ο Καναδάς- έχει πληγεί καίρια το δημοκρατικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, σε αντίθεση, μάλιστα, με τις πολλές άλλες χώρες που δεν έχουν τέτοιους νόμους, και ακόμη περισσότερο σε αντίθεση με εκείνες που χρηματοδοτούν «επιστημονικές έρευνες» για να θεμελιωθεί η άρνηση του ολοκαυτώματος (όπως το Ιράν του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ); Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι αυτό εννοούν –ιδιαίτερα μάλιστα για το πεδίο της επιστημονικής έρευνας- και βεβαίως δεν μπορώ να αποδεχτώ την άποψη ότι αυτό δείχνει η διεθνής εμπειρία.
Παρατηρώ ότι αποφεύγουν να ασχοληθούν με εκείνο που είναι το κυρίαρχο για μένα, αλλά προφανώς όχι για όλους: ότι ο νόμος αυτός έρχεται ως ηθική υποχρέωση απέναντι στα εκατομμύρια νεκρών. Δηλαδή, απέναντι στους ανθρώπους που ταπεινώθηκαν, εξευτελίστηκαν, βασανίστηκαν, κάηκαν, έγιναν καπνός και δεν έμεινε τίποτε από το σώμα τους για να τους θυμίζει, και τώρα έρχονται οι ναζιστές για να αμφισβητήσουν ακόμη και το γεγονός ότι κάποια στιγμή είχαν υπάρξει επάνω στη γη.
Αυτό το αποκαλώ ύβρη και βαρβαρότητα, ποτέ, όμως, «άσκηση του ιερού δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου» ή «διατύπωση επιστημονικής άποψης». Εχοντας, όμως, βιώσει τόσο πολλές φορές στο παρελθόν την αντίθετη άποψη ως αυτονόητη –τόσο, ώστε να είμαι βέβαιος ότι με την άποψή τους οι 152 ιστορικοί εκφράζουν στο θέμα αυτό το «περί δικαίου αίσθημα» της πλειοψηφίας, ίσως, του λαού- κατανόησα πια ότι πρόκειται για διαφορά στην ιεράρχηση των αξιών στις οποίες προσανατολίζουμε τη ζωή μας, και σε τέτοιες περιπτώσεις τα επιχειρήματα είναι ασύμβατα μεταξύ τους.
Αλλωστε οι 152 ιστορικοί ρίχνουν το βάρος τους στην αμφισβήτηση του νόμου ως εργαλείου για την αντιμετώπιση του ναζισμού. Είναι αποτελεσματικό εργαλείο ή όχι; Είναι φανερό ότι το ερώτημα δεν απαντιέται με αναφορά σε υποκειμενικές γνώμες ομοϊδεατών ούτε, φυσικά, με αναφορά σε διώξεις που καμιά σχέση δεν έχουν με τους σχετικούς νόμους. Ομως, δυστυχώς, αυτό κυρίως κάνουν όσοι αρνούνται την ποινική δίωξη εκείνων που, με σκοπό την παλινόρθωση του ναζισμού, χλευάζουν τα θύματά του. Αντίθετα, η μελέτη των σχετικών ερευνών δείχνει την αποτελεσματικότητα της ποινικής δίωξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε στη Γερμανία με σκοπό την αντιμετώπισης της ραγδαίας αύξηση αντισημιτικών στάσεων και πράξεων των ετών 1959 και 1960: Οι έρευνες έδειξαν ότι μετά την εφαρμογή του υπήρξε σαφής μείωση του αντισημιτισμού τόσο ως στάση όσο και ως πολιτική πράξη. Ολα δείχνουν ότι το ίδιο ισχύει και σήμερα τόσο στη Γερμανία όσο και στις άλλες χώρες.
Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια των ναζιστών να εμφανιστούν ως θύματα λογοκρισίας, δεν έχουμε κανένα σημάδι ότι κάτι τέτοιο συμμερίζεται έστω ένα μικρό ποσοστό της κοινής γνώμης των χωρών που έχουν πολύχρονη εφαρμογή σχετικών νόμων. Το αντίθετο, βέβαια, φαίνεται να ισχύει στη δική μας χώρα, αλλά ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Ομολογώ ότι μου προκαλεί ανησυχία η προφανής απάντηση.